Πώς συνδέονται κονσόλες, χειριστήρια και ταξική πάλη; Πώς μπορεί ο διαλεκτικός υλισμός να δώσει απαντήσεις στον ψηφιακό κόσμο των πίξελ, του PC gaming, της Nintendo και του Playstation; Ποιες συνθήκες επικρατούν στην πανίσχυρη αλλά αθέατη βιομηχανία των ψηφιακών παιχνιδιών;
«Τα παιδιά του Μαρξ και της Coca Cola» είναι ο εναλλακτικός τίτλος της εμβληματικής ταινίας του Ζαν-Λικ Γκοντάρ Αρσενικό-Θηλυκό (1966). Η φράση αυτή αναφέρεται στη νεότερη γενιά που μεγάλωσε στη Δύση και, μέσα στις αντιφάσεις της, προσπαθεί να συνδυάσει μια μεταμοντέρνα μαρξιστική οπτική με την κυρίαρχη ποπ κουλτούρα που η… «σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ» τότε αποκήρυττε ως πολιτιστικό ιμπεριαλισμό της παρακμής. Η γενιά αυτή σύντομα πρωταγωνίστησε στην «εξέγερση από το μέλλον» του Μάη του 1968, που συνδυάζοντας αυτά τα δύο στοιχεία, κατάφερε να δημιουργήσει τα πιο ευφάνταστα συνθήματα του 20ου αιώνα. Στην πορεία, ωστόσο, φάνηκε ότι ο πολιτιστικός και καταναλωτικός ιμπεριαλισμός έχει μακριά ποδάρια. Αυτή ακριβώς η περίεργη σχέση μεταξύ ποπ κουλτούρας, αλλοτρίωσης, videogames και μαρξισμού είναι το θέμα του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος Ο Μαρξ στο ουφάδικο (Marx at the arcade) του Βρετανού συγγραφέα Jamie Woodcock. Όπως εύστοχα υπογραμμίζεται στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου: «H ποπ κουλτούρα είναι ένα από αυτά τα πεδία όπου διεξάγεται η πάλη για και ενάντια στην κουλτούρα των ισχυρών· είναι επίσης το διακύβευμα που μένει να κερδηθεί ή να χαθεί μέσα σε αυτή την πάλη. Είναι η αρένα της συναίνεσης και της αντίστασης. Είναι, εν μέρει, το σημείο όπου αναδύεται και διασφαλίζεται η ηγεμονία».
Το gaming, η ποπ κουλτούρα και η επέκταση του πεδίου της ταξικής πάλης
Ο Woodcock χρησιμοποιεί τα παιχνίδια που παίζουμε στα κινητά, τις κονσόλες και τον υπολογιστή μας ως παραδείγματα για να εξηγήσει με σύγχρονους όρους τις βασικές αρχές του μαρξισμού στην εποχή μας. Ως εισαγωγή το βιβλίο αναφέρει το ρόλο του Καρλ Μαρξ ως βοηθητικού θετικού χαρακτήρα (NPC) στο παιχνίδι Assasin’s Creed: Syndicate, όπου ο συγγραφέας του Κομμουνιστικού Μανιφέστου δίνει αποστολή στον ήρωα να παρεισφρήσει σε ένα εργοστάσιο και να βρει αποδείξεις για την κακομεταχείριση της εργατικής δύναμης.
Ταυτόχρονα, το έργο επιχειρεί μια ενδελεχή ανάλυση των συνθηκών που επικρατούν στην πανίσχυρη αλλά αθέατη από πολλές πλευρές βιομηχανία των ψηφιακών παιχνιδιών και τους αγώνες των εργαζόμενων σε αυτήν. Μια «κατάδυση» σε μια βιομηχανία που έχει υπερδιπλάσια κέρδη από το άθροισμα του τζίρου της κινηματογραφικής και μουσικής βιομηχανία, όπου μας εξηγεί πώς λειτουργεί αυτό το τεράστιο δίκτυο καλλιτεχνών, προγραμματιστών και εργατών που συμμετέχουν στην παγκόσμια αλυσίδα παραγωγής.
Ο Woodcock αναδεικνύει τον τρόπο που η ταξική πάλη καθορίζει το τι παιχνίδι παίζουμε. Από τον 35άρη που παίζει όλο το βράδυ World of Warcraft και το πρωί δεν μπορεί να ξυπνήσει να πάει στη δουλειά, μέχρι τη νεαρή κοπέλα που ποστάρει τον gaming μαραθώνιο στο Battle Royale του Fortnite σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το twitch, ελπίζοντας ότι θα μπορέσει μια μέρα να κάνει το χόμπι της επάγγελμα.
Οι ταξικές αντιθέσεις ανάμεσα στους gamers είναι τόσο μεγάλες όσο και στην υπόλοιπη κοινωνία, από τον άνεργο πιτσιρικά με το φθηνό κομπιούτερ και την κονσόλα παλαιότερης γενιάς, που δεν μπορεί πια να σηκώσει τα πιο απαιτητικά –και πανάκριβα– παιχνίδια, μέχρι το «PC Μaster Race» της διαρκούς αναβάθμισης και των συστημάτων που κοστίζουν πολλές χιλιάδες ευρώ.
Η μετάφραση του βιβλίου στα Ελληνικά είναι και αυτή προϊόν συλλογικής προσπάθειας, από τον Πάρι Λαυτσή, τον Αλέξανδρο Μινωτάκη και τον Πάνο Πετρόπουλο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το επίμετρο των μεταφραστών για την ελληνική έκδοση. Όπως επισημαίνουν, αυτό το έργο είναι κομμάτι μιας ευρύτερης φιλόδοξης προσπάθειας και εντάσσεται σε ένα διεθνές ρεύμα μαρξιστικής αναζήτησης και κριτικής στα πεδία των νέων τεχνολογιών, των μέσων επικοινωνίας και στο πώς αυτά σχετίζονται με τις αλλαγές στην καπιταλιστική παραγωγή. Στην εισαγωγή σημειώνεται πως η ανανέωση του μαρξισμού δεν μπορεί να γίνει απλά με επικλήσεις ούτε με μονότονες επαναλήψεις φράσεων από τα κλασικά έργα. Χτίζεται μέσα από πραγματικούς αγώνες, μέσα από θεωρητική δουλειά σε πεδία όπου –φαινομενικά μόνο– ο μαρξισμός φαντάζει παρείσακτος.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά επίκαιρο, καθώς καυτηριάζει όχι μόνο την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων σε βαθμό εξόντωσης από τις μεγάλες εταιρείες του κλάδου, αλλά συνολικά τα τοξικά, σεξιστικά και αντιδραστικά στοιχεία της κυρίαρχης videogame «κουλτούρας» (ή υποκουλτούρας αν προτιμάτε), προωθώντας παράλληλα μια νέα πιο θετική και «διαδραστική» σχέση με την κοινωνία. Επιπλέον, ο συγγραφέας παρουσιάζει μια –μειοψηφία– νέων ανεξάρτητων παιχνιδιών, που χτίζονται από την πρωτοπορία της κοινότητας με προοδευτικό και αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα και όχι με στόχο το κέρδος.
Πάντως, δεν χρειάζεται να είναι κανείς gamer για να καταλάβει και να απολαύσει το βιβλίο αυτό.