Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η σοσιαλδημοκρατία έχει ως σημείο ιδεολογικής και πολιτικής αναφοράς τη χρυσή τριακονταετία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτήν καταφεύγει για να διαδώσει ένα διακριτό και ελκυστικό όραμα στα μεσαία στρώματα και τους εργαζόμενους, που αποτελούν το κύριο ακροατήριό της.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν έπαψε να παραπέμπει στις δάφνες αυτής της περιόδου, ακόμη και όταν από τη δεκαετία του ‘80 είχε ενστερνιστεί μία παραλλαγή του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου δόγματος. Η επίκληση της εποχής της οικοδόμησης του κράτους πρόνοιας, της διεύρυνσης των δημοκρατικών θεσμών, της κοινωνικής αναδιανομής, της μεγάλης ανόδου του βιοτικού επιπέδου και της συρρίκνωσης της ανεργίας, λειτουργεί καθησυχαστικά στη συνείδηση του ακροατηρίου της σοσιαλδημοκρατίας, καλλιεργώντας την παρηγορητική αντίληψη ότι η νεοφιλελεύθερη εκτροπή της ήταν αναγκαίο κακό προσωρινής διάρκειας και ότι μετά την ανόρθωση της οικονομίας η σοσιαλδημοκρατία θα επιστρέψει στην πολιτική της χρυσής τριακονταετίας.
Αυτή η φιλολογία αναπτύσσεται εμφατικά σήμερα. Η φιλολογία για τον θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας που επικράτησε από τη δεκαετία του ‘80, κορυφώθηκε στην κρίση του 2008, όταν οι σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση υιοθέτησαν προγράμματα σκληρής λιτότητας και αυταρχισμού. Απεναντίας, σήμερα αναγγέλλεται και προεξοφλείται η επιστροφή και ανάσταση της σοσιαλδημοκρατίας. Εξηγείται αυτή η διαπίστωση από μία επιβεβαιωμένη αλλαγή ρότας στην πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας; Μοναδική ένδειξη αποτελεί μία σειρά εκλογικών επιτυχιών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη. Σε οκτώ χώρες της Ευρώπης (Πορτογαλία, Ισπανία, Μάλτα, Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Νορβηγία, Γερμανία) ο πρωθυπουργός ανήκει σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενώ οι κυβερνήσεις κατά κανόνα σχηματίζονται από τη συμμαχία των σοσιαλδημοκρατών με μικρότερα κόμματα του προοδευτικού αστικού τόξου. Σε άλλες δύο χώρες (Βέλγιο, Λουξεμβούργο) οι σοσιαλδημοκράτες συμμετέχουν σε κυβέρνηση υπό νεοφιλελεύθερο πρωθυπουργό. Η φιλολογία όμως της επιστροφής της σοσιαλδημοκρατίας τροφοδοτείται κυρίως από την αλλαγή στις ΗΠΑ, με την ήττα του Tραμπ και τη νίκη του Μπάιντεν, τον οποίο οι κήρυκες της επιστροφής της σοσιαλδημοκρατίας θεωρούν πρωτοπόρο της ανάκαμψης της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης.
Ωστόσο, αυτές οι προσδοκίες, πολλώ μάλλον οι βεβαιότητες, είναι ανιστόρητες, αυθαίρετες και δημαγωγικές.
Πρώτο, γιατί όχι μόνο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και τα αυτοαποκαλούμενα αριστερά, που αρνούνται όμως την επαναστατική ρήξη, αρκούνται σε μία πολιτική, με διαφοροποιήσεις βέβαια, που δεν υπερβαίνει τα όρια της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος.
Δεύτερο, αυτό συμβαίνει, γιατί η οικονομία καθορίζει την πολιτική, που διαλεκτικά αντεπιδρά στην οικονομία, στα γενικά όμως πλαίσια που οριοθετούν τα εκάστοτε συμφέροντα και οι προτεραιότητες της οικονομίας. Όλα τα κόμματα, που κινούνται στον αστερισμό του καπιταλιστικού συστήματος, προσαρμόζονται στην κυρίαρχη στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες πολιτική που απαιτεί το σύστημα, έστω και με σημαντικές μεταξύ τους αποκλίσεις. Έτσι, την κεϊνσιανή διαχείριση της χρυσής τριακονταετίας δεν υιοθέτησαν μόνον τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και τα συντηρητικά και χριστιανοδημοκρατικά, καθώς και τα κεντρώα δημοκρατικά. Και αντίστοιχα, τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, δεν υιοθετούν μόνο τα δεξιά κόμματα, αλλά και τα κεντροδεξιά, τα ακροδεξιά μη φασιστικά, ακόμη και τα κόμματα τύπου ΣΥΡΙΖΑ, τα σοσιαλδημοκρατικά και μεγάλο μέρος της οικολογίας.
Τρίτο, πέραν όμως των ιδεολογικών διακηρύξεων και διαβεβαιώσεων των σοσιαλδημοκρατών για επάνοδο στα νάματα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας (όπως και οι διαβεβαιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι η «δεύτερη φορά αριστερά» θα είναι συνεπής στις πολιτικές επαγγελίες της), υπάρχουν έμπρακτες αποδείξεις απ’ τα κυβερνώντα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ότι κινούνται στις ράγες της χρυσής τριακονταετίας; Τέτοιες ενδείξεις απ΄ την κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία είναι περιορισμένες και ανεπαρκείς. Εμφατικά οι υπέρμαχοι των κομμάτων αυτών επικαλούνται ως απόδειξη την πιο δραστήρια παρέμβαση του αστικού κράτους στον τομέα της υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ωστόσο, ακόμη και στα πιο προηγμένα υγειονομικά συστήματα, που οικοδομήθηκαν κυρίως επί σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, η δραστηριοποίηση του αστικού κράτους είναι σαφώς κατώτερη των αναγκών, αφού δεν καταργείται ούτε θίγεται ο εμπορευματοποιημένος χαρακτήρας της υγείας, αφού δεν καταργούνται οι πατέντες των εταιρειών, δεν παρέχονται δωρεάν και μαζικά τα εμβόλια στις υπανάπτυκτες χώρες, αν και είναι διεθνής η διάσταση της πανδημίας, δεν επιτάσσεται ο ιδιωτικός τομέας υγείας, γενικότερα δεν βελτιώνεται το σύστημα υγείας στο επίπεδο της αυξημένης νοσηρότητας στη σύγχρονη εποχή.
Πομφόλυγα όμως φαίνεται ότι αποτελεί και η επίκληση της αναβίωσης της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας από τον Μπάιντεν. Στις ΗΠΑ, όπου ο δημόσιος τομέας είναι αρκετά πιο περιορισμένος από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό, οι επαγγελίες για την αποφασιστική βελτίωσή του, κατά βάση μένουν ανεκπλήρωτες. Αυτό συνέβη με την επαγγελία του Oμπάμα για πλήρη ιατρική κάλυψη των Αμερικανών (Οbamacare), όπως και με την πρόταση Τόμπιν για την παγκόσμια φορολογία των μεγάλων εταιρειών και τραπεζών, ώστε να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη των πιο φτωχών χωρών. Αυτή την τύχη φαίνεται να έχουν και οι σοσιαλδημοκρατικές επαγγελίες του προέδρου Μπάιντεν, αφού το νομοσχέδιο στο οποίο έριξε το βάρος του, ύψους τριών τρισ. δολαρίων, που περιλάμβανε ευρύ φάσμα προτεραιοτήτων, δεν εξασφάλισε τη νομοθετική έγκριση…
Η πολιτική που απαιτεί ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ασύμβατη με τη μεταπολεμική κεϊνσιανή διακυβέρνηση του συστήματος
Υπάρχουν σήμερα οι όροι για την αναβίωση του κράτους πρόνοιας που οικοδόμησε η ιστορική σοσιαλδημοκρατία; Διαφορετικός όμως είναι ο ρους της ιστορίας, όπως τον καθορίζουν πρώτιστα οι πανίσχυρες πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες. Η κεϊνσιανή διαχείριση πραγματοποιήθηκε κυρίως σε επίπεδο εθνικού κράτους με τον προωθούμενο από το αστικό κράτος ιστορικό συμβιβασμό του κεφαλαίου με τα μεσαία στρώματα και την εργατική τάξη. Το κεϊνσιανό πρόταγμα προστάτευε τον εθνικό καπιταλισμό, δημιούργησε ισχυρό δημόσιο τομέα, προώθησε τον εθνικό προϋπολογισμό, αύξησε τη φορολογία των επιχειρήσεων, συρρίκνωσε την ανεργία, βελτίωσε αισθητά τα λαϊκά εισοδήματα, κατοχύρωσε συνδικαλιστικά και πολιτικά δικαιώματα. Έπεισε την κυβέρνηση και το κεφάλαιο να αποδεχτούν τη μέθοδο των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, ώστε με τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και τον δανεισμό των λαϊκών στρωμάτων να ζωογονείται η οικονομία. Με την επέκταση όμως της εγγενούς κατά τον Μαρξ (Κομμουνιστικό Μανιφέστο) διεθνοποίησης- παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και τράπεζες αποκτούν τεράστια ισχύ, διαφεύγουν τον έλεγχο και την φορολόγηση από τα εθνικά κράτη, υπερβαίνουν τους προϋπολογισμούς κρατών, επικαλούμενες τον διεθνή ανταγωνισμό επιβάλλουν μισθούς πείνας και διαχρονική λιτότητα, κατακρημνίζουν το κράτος πρόνοιας, ώστε να διαμορφώνονται ισοσκελισμένοι και όχι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί, ισχυροποιούν τα χρηματιστήρια, ώστε να απομυζούν και από αυτά τεράστια κέρδη.
Προφανώς, επομένως, η πολιτική της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας είναι ασύμβατη με τη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία.