Κώστας Παλούκης
Η απόδραση του κομμουνιστή εργάτη Μιχάλη Μπεζεντάκου τον Μάρτιο του 1932 από τις φυλακές Συγγρού έγινε θρύλος. Ο Μπεζεντάκος είχε συλληφθεί για τον φόνο ενός αστυφύλακα στη Δραπετσώνα την 1η Αυγούστου 1931, μέρα παγκόσμιας αντιπολεμικής δράσης που είχε ορίσει η Κομμουνιστική Διεθνής. Ο φόνος του αστυφύλακα ερμηνεύτηκε ως μέρος ενός σχεδίου ανατροπής του καθεστώτος από τους κομμουνιστές και η αστυνομία μετέτρεψε τον προσφυγικό, προλεταριακό συνοικισμό της Δραπετσώνας σε κατεχόμενη ζώνη.
Σύμφωνα με τις εφημερίδες του Σαββάτου της 1ης Αυγούστου 1931, «απόλυτος τάξις και ησυχία επικρατεί γενικώς εις όλην την Ελλάδα» καθώς «η σημερινή ημέρα» ήταν «αναίμακτος». Οι κομμουνιστές θα επιχειρούσαν να συγκεντρωθούν παράνομα σε διάφορα σημεία της χώρας την ημέρα που η Κομμουνιστική Διεθνή είχε ορίσει ως αντιπολεμική επέτειο για να διαμαρτυρηθούν εναντίον των εξοπλισμών και των σχεδίων για νέα παγκόσμιο πόλεμο και εισβολή στην ΕΣΣΔ. Η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τη συγκέντρωση και απειλούσε με συλλήψεις με βάση το Ιδιώνυμο. Μέχρι το απόγευμα στο υπουργείο Εσωτερικών δεν είχε φτάσει καμία ανησυχητική πληροφορία για τις κινητοποιήσεις των κομμουνιστών. Καθώς πλησίαζε 10 βράδυ, διαβιβάστηκε η είδηση από την αστυνομική διεύθυνση Πειραιώς: «Κύριε υπουργέ! Προ πέντε λεπτών οι κομμουνισταί ετυφέκισαν έναν αστυφύλακα εις την Δραπετσώνα!»
Γενικά, στον Πειραιά όλες οι συγκεντρώσεις απέτυχαν εξαιτίας της παρέμβασης της αστυνομίας. Αναμενόταν λοιπόν η τελευταία προσπάθεια στη Δραπετσώνα, μεταξύ του καφενείου Παράδεισος και του Χοροδιδασκαλείου Χονδροματίδου, το οποίο ήταν γνωστό στις αρχές «από παλαιοτέρας κομμουνιστικάς ταραχάς». Η αστυνομία του Πειραιά είχε πληροφορηθεί την πρόθεση των κομμουνιστών και διασκόρπισε περιπόλους σε διάφορους οδούς γύρω από τη μικρή πλατεία μπροστά από το καφενείο. Μια τελευταία απόπειρα πραγματοποιήθηκε, όταν γύρω στις 8:30 μ.μ. πλησίασε μια μικρή ομάδα πέντε διαδηλωτών με επικεφαλής τον Κώστα Σαρίκα, μέλος του ΚΚΕ φωνάζοντας τα συνθήματα: «Ζήτω η Γ΄ Διεθνής. Κάτω ο πόλεμος! Κάτω οι πατρίδες!» Ο αστυφύλακας Γεώργιος Γυφτοδημόπουλος, μέλος της πιο κοντινής περιπόλου, φέρεται να συνέλαβε τον Σαρίκα καθώς διαθέτοντας «ανεπτυγμένη σωματική ρώμη», τον έπιασε από τον καρπό του δεξιού χεριού και κατάφερε να παραλύσει κάθε αντίστασή του, ενώ οι σύντροφοι του Σαρίκα κατάφεραν να διαφύγουν προς ένα ύψωμα. Ο Σαρίκας θεωρούταν ένας από τους ηγέτες της κομμουνιστικής κίνησης στον Πειραιά. Γύρω στις 9 μ.μ., αστυφύλακας και συλληφθέντας διάβαιναν έναν ανώμαλο και ερημικό δρόμο, μάλιστα χωρίς όνομα, που διέσχιζε το νοτιοδυτικό μέρος της Παλαιάς Πυριτιδαποθήκης κοντά στο σπίτι του εργάτη Βούλγαρη. Σύμφωνα με δημοσιογράφο της εποχής, «ελάχιστα εφωτίζετο ο ερημικός δρόμος από τον έναστρον ουρανόν», ενώ κανένας διαβάτης δεν βρισκόταν εκεί. Θα ακολουθήσει μια συμπλοκή, θα ακουστούν δύο πυροβολισμοί και ο αστυφύλακας θα πέσει νεκρός γύρω από μία κηλίδα αίμα.
Οι αστυνομικές και ευρύτερες κρατικές αρχές αιφνιδιάστηκαν. Οι συνθήκες έμοιαζαν μυστηριώδεις. Πρώτα πρώτα παραβιάζεται η ειρηνική σχέση ανάμεσα σε κομμουνιστές και αστυφύλακες κατά την μεταγωγή τους. Οι κομμουνιστές δεν επιτίθενται στο πλαίσιο μια δημόσιας σύγκρουσης, έχοντας απέναντι το κατασταλτικό κράτος και συγκεκριμένα ένα βίαιο στρατιωτικό σώμα, όπως η χωροφυλακή ή ο στρατός. Αντίθετα, επιτίθενται σε εκπροσώπους του σχετικά μη βίαιου αστυνομικού σώματος και μάλιστα με ενέδρα. Πρόκειται για μια καινοφανή συμπεριφορά που θύμιζε περισσότερο χτύπημα του περιθωρίου, στημένο στα πιο απόκοσμα δρομάκια της προλεταριακής γειτονιάς. Εξάλλου, τα γεγονότα δεν διεξήχθησαν στο φως της ημέρας, αλλά στο σκοτάδι της Δραπετσώνας.
Συνεπώς, ένα μεγάλο σκοτάδι που ορθωνόταν τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, αφού το σκηνικό στήθηκε εκτός δημοσίου χώρου και κοινής θέας. Το μόνο διαθέσιμο δεδομένο ήταν ότι, κομμουνιστές, ο πιο αναδεδειγμένος εσωτερικός εθνικός εχθρός, σκότωσαν ένα όργανο της τάξης.
Ακολούθησε ένα δεκαήμερο αντικομμουνιστικού κόκκινου πανικού. Δεν ήταν πλέον ο φόβος ότι οι «κομμουνιστές» θέλανε γενικά να ανατρέψουν το αστικό καθεστώς, αλλά τώρα υπήρχε μια «απόλυτη βεβαιότητα» ότι ήταν στην πόρτα και έτοιμοι να μπουν μέσα. Ο πανικός είχε πλέον επικεντρωθεί σε συγκεκριμένη περιοχή, την Δραπετσώνα. Οι φημολογίες, οι θεωρίες συνωμοσίας δεν αντηχούσαν αυθόρμητα βέβαια, αλλά αναπαράγονταν από τους ίδιους τους κρατικούς θεσμούς. Ήδη από την αρχή η αστυνομία υποστήριζε ότι πρόκειται σαφώς «περί εκτελέσεως ειλημμένη αποφάσεως, περί πραγματοποιήσεως προαποφασισμένου σχεδίου», ενώ στη συνέχεια προσπαθεί να αδράξει την ευκαιρία να στήσει μια μεγάλη κομμουνιστική συνωμοσία εμπλέκοντας ως ηθικούς αυτουργούς γνωστούς κομμουνιστές. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, οι σφαίρες του Πειραιά είναι το σύνθημα για την εφαρμογή του τρομοκρατικού σχεδίου το οποίο θέτουν σε εφαρμογή οι κομμουνιστές, δολοφόνοι άνανδροι, κατά του λαού. Συγκεκριμένα λειτουργεί «πλήρες δίκτυο συστηματικής και τρομοκρατικής οργανώσεως εις τας Αθήνας και τον Πειραιά διευθυνομένης υπό ξένων πρακτόρων της Γκεπεού». Η εφημερίδα Ελληνική προχωρά ένα βήμα παραπέρα καλώντας τις «εθνικιστικές οργανώσεις εις το έργον της καθάρσεως». Αφού «οι κομμουνισταί ήρχισαν αυτοί τας εκτελέσεις» και αφού «η χειρ του Κράτους παραλύη», τότε τα μέτρα εναντίον των κομμουνιστών θα πρέπει να ληφθούν από τον αφυπνισμένο λαό και έτσι «οι εθνικιστικαί οργανώσεις ετοιμάζονται ν’ αναλάβουν τον αγώνα εναντίον των ανάνδρων αυτών δολοφόνων».
Στη Δραπετσώνα «πλείστοι, πρόσφυγες, τυγχάνουν κομμουνισταί και κομμουνισταί επικίνδυνοι μάλιστα»
Η κομμουνιστική δράση συνδέεται με ολόκληρη την περιοχή της Δραπετσώνας, όπου οι «πλείστοι, πρόσφυγες, τυγχάνουν κομμουνισταί και κομμουνισταί επικίνδυνοι μάλιστα». Η γειτονιά μετατράπηκε σε κατεχόμενη πόλη και ένας ασφυκτικός κλοιός οδήγησε στους περισσότερους ενόχους. Μετά από βασανιστήρια και πολλές κατασκευασμένες μαρτυρίες, τα γεγονότα ήρθαν στο φως. Ωστόσο, έλειπε το πρόσωπο που όλοι περιέγραφαν ως δράστη: ο Μιχάλης Μπεζεντάκος. Ήταν μέλος τότε της διάσπασης του αρχειομαρξισμού που θα εξελιχθεί στην Κομμουνιστική Ενωτική Ομάδα. Ο φονιάς «εφόρει ρούχα γκρι, άσπρα πάνινα παπούτσια και ψαθάκι», σύμφωνα με τη μοναδική μάρτυρα της εκπυρσοκρότησης. Τελικά, θα περάσουν τρεις μήνες για να καταφέρουν οι αστυνομικές δυνάμεις να τον συλλάβουν. Πολλές ήταν οι διαδόσεις που κυκλοφορούσαν σχετικά με την εξαφάνισή του. Συνελήφθη σε μια καλύβα στο συνοικισμό Μαγκουφάνας στο Μαρούσι.
Στην προανάκριση, ο Μπεζεντάκος κατέθεσε: «Δεν αρνούμαι πως επυροβόλησα τον αστυφύλακα. Μέσα στην νύκτα είδα να βγαίνη από το προτεταμένο πιστόλι μου, την στιγμή που έκανε να’ ανασύρη το δικό του ο Γυφτοδημόπουλος, μία λάμψι. Αυτό ήτανε.» Ένα χρόνο αργότερα θα αποδράσει από τις φυλακές και θα καταφύγει στην Σοβιετική Ρωσία έχοντας προσχωρήσει στο ΚΚΕ. Εκεί θα ξεκινήσει μια νέα ζωή, αλλά το 1938 θα εκτελεστεί κατά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις ως εχθρός του σοβιετικού λαού και σαμποτέρ στο εργοστάσιο που εργαζόταν.