Έφη Καραχάλιου
Με 10 βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το Digger έστρεψε δικαίως τα βλέμματα προς το μέρος του, επικρατώντας σε όλες τις βασικές κατηγορίες. Αυτή η αρχετυπική σύγκρουση πατέρα και γιου που τόσο έχει μονοπωλήσει το σινεμά παλαιότερων δεκαετιών, ξαναπροβάλλεται με μια φρέσκια ματιά, εμφανώς πολιτική και οικολογική.
Ο Νικήτας (Βαγγέλης Μουρίκης) είναι ένας πατέρας που έχει επιλέξει να ζει απομονωμένος σε μια αυτοσχέδια καλύβα στην ορεινή Χαλκιδική. Ο ακριτικός τρόπος ζωής του θα διαταραχτεί από την έλευση του γιου του, Γιάννη (Αργύρης Πανταζάρας), ο οποίος διεκδικεί μετά από χρόνια μια καλύτερη θέση στον ήλιο. Η μεταξύ τους συνύπαρξη έρχεται να γίνει ακόμα πιο δύσκολη, καθώς μια εταιρεία θέλει να εκμεταλλευτεί τον δασικό ιστό για την επέκταση των δραστηριοτήτων της και έτσι οι δυο άντρες βρίσκονται με αντικρουόμενα συμφέροντα. Η ταινία προσπαθεί να ανακαλύψει μια κοινή αφετηρία ή έστω μια συμβιβαστική οδό για τους δυο χαρακτήρες, ωστόσο όσο φουντώνει η διεκδίκηση του δάσους οξιάς από την εταιρεία και αυξάνονται τα ποσά για να εξαγοραστούν οι κάτοικοι, το μίσος και η βία γίνονται οι μόνες μέθοδοι αποσυμπίεσης της δράσης.
Είναι ενδιαφέρον το πόσος κινηματογραφικός χρόνος δίνεται προκειμένου να εκφραστούν και οι δυο απόψεις για την εκμετάλλευση του δάσους, με τον πατέρα να επιμένει σε μια πιο οικολογική, «συντηρητική» θέση και τον γιο να μιλά με όρους «εκσυγχρονισμού» και «προόδου», ουσιαστικά εξαγορασμένος από την αποζημίωση και πεισμένος να «ξεκολλήσει» από τον «βούρκο» της επαρχίας. Παράλληλα, καταγράφεται και ο διχασμός των συγχωριανών που είτε βλέπουν την αποζημίωση ως εισιτήριο διαφυγής από την αποπνικτική ζωή στην επαρχία είτε προσπαθούν να πείσουν τους υπόλοιπους να παλέψουν συλλογικά και να ανατρέψουν τα σχέδια της εταιρείας με υλικά και συγκεντρώσεις παρόμοιες με αυτές των #saveagrafa αλλά και κατά της Eldorado στις Σκουριές Χαλκιδικής στα χρόνια της «πράσινης» διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα, σε αυτό το ανοιχτό πεδίο διαπάλης, ο Γιάννης διεκδικεί κάτι παραπάνω από το μερίδιό του στην κληρονομιά, περισσότερο ένα συναισθηματικό μερίδιο από τον 20 χρόνια απόντα πατέρα του. Το συναισθηματικό κεφάλαιο και ειδικότερα η έλλειψη οικειότητας δημιουργεί ένταση μεταξύ τους, που εκφράζεται μέσα από την τραχιά και σιωπηλή φιγούρα που υποδύεται αριστουργηματικά ο Βαγγέλης Μουρίκης. Οι σιωπές και οι καλοζυγισμένες ερμηνείες είναι αυτές που δίνουν πνοή στη λιτή αφήγηση και στον καλά δομημένο μικρόκοσμο της ταινίας.
Ο πατέρας που «ρίζωσε» στο δάσος με το άλογο και το τουφέκι του και ο γιος που απαιτεί τα πάντα και φεύγει με τη μηχανή, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ίσως οι δυο χαρακτήρες να μη διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους όσο νομίζουν. Για τον σκηνοθέτη της ταινίας όμως είναι ξεκάθαρο πως η αδηφάγα πρόοδος που οραματίζεται ο γιος και η εταιρεία έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τη λογική της ισορροπίας της φύσης που υποστηρίζει ο Νικήτας. Ήδη τα πρώτα δείγματά της είναι ξεκάθαρα: τρυπάνια να σκάβουν στο έδαφος, συστάδες από οξιές να πέφτουν με γδούπο στο χειμερινό τοπίο, μοτοσικλέτες και λοιπά μηχανήματα να διαταράσσουν την ησυχία του δάσους. Ο κινηματογραφικός ρεαλισμός συνδυάζεται με την αριστοτεχνική φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα, σε ένα αποτέλεσμα σύγχρονο και πολιτικό για τα δεδομένα του ελληνικού σινεμά