Ο .Άσαντ Χαϊντέρ, στο βιβλίο του Ταυτότητες σε Πλάνη, ανατρέχει στην ιστορία της φυλετικής καταπίεσης και ιδεολογίας στις ΗΠΑ με αφετηρία τη δουλεία. Ταυτόχρονα, εξετάζει τη σχέση της αντιρατσιστικής πάλης και του εργατικού κινήματος με την πολιτική ταυτοτήτων
Ο Άσαντ Χαιντέρ, γεννημένος στην Πενσιλβάνια από Πακιστανούς γονείς, στο βιβλίο του Ταυτότητες σε Πλάνη με υπότιτλο φυλή και τάξη στην εποχή του Τραμπ (εκδ. barricada-antifa), κάνει μια εξαντλητική κριτική από μαρξιστική σκοπιά στην επικρατούσα ιδεολογία της φυλής στις ΗΠΑ και κατ’ επέκταση στην πολιτική των ταυτοτήτων γενικότερα. Το βιβλίο δεν είναι στενά θεωρητικό, αλλά διανθίζεται και από προσωπικές πολιτικές εμπειρίες του συγγραφέα.
Ο ίδιος αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα κάποιου ο οποίος δύσκολα αρχειοθετείται με βάση τα φυλετικά κριτήρια — Πακιστανός στην Πενσιλβάνια, με ξενική προφορά στο Πακιστάν, ούτε μαύρος ούτε λευκός αλλά μελαμψός στη χρωματική κλίμακα των ΗΠΑ. Περιγράφει πώς το φοιτητικό κίνημα ενάντια στην αύξηση των διδάκτρων κατά 17% στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια αυτοϋπονομεύτηκε από τον διαχωρισμό σε έγχρωμους και μη, πώς τα κυρίαρχα ΜΜΕ διαχωρίζουν φυλετικά τα κινήματα (για παράδειγμα, το Occupy είναι των λευκών, το Black Lives Matter των μαύρων), με αποτέλεσμα την αδυναμία συνάντησής τους: «Οι ακτιβιστές POC (People Of Color, έγχρωμοι) επικεντρώνονταν στην αστυνομική βία, τις εθνοτικές σπουδές και τις μετααποικιακές θεωρίες. Το αυξανόμενο κόστος της ζωής, η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και η εργασιακή ανασφάλεια έγιναν ζητήματα “των λευκών”» (σελ. 73).
Ο συγγραφέας εξετάζει την ιστορία του ρατσισμού στις ΗΠΑ με αφετηρία τη δουλεία των Αφροαμερικανών και την ταυτόχρονη προσπάθεια «προσεταιρισμού» στον αμερικανικό καπιταλισμό της εργατικής τάξης, που τότε ακριβώς ταυτοποιήθηκε ως λευκή. Η «λευκότητα» και η «μαυρότητα» είναι δημιουργήματα της δουλείας και της υπερεκμετάλλευσης της μαύρης εργατικής τάξης από τη μία και του ρατσισμού από την άλλη. Όπως γράφεται: «Όταν οι πρώτοι Αφρικανοί έφτασαν στη Βιρτζίνια το 1619, δεν υπήρχαν εκεί λευκοί άνθρωποι» (σελ. 89). Μετά από αιώνες δουλείας και κρατικού ρατσισμού, ο διαχωρισμός ανάμεσα στη λευκή και στη μαύρη φυλή βάθυνε καθοριστικά, διαιωνίζοντας την αστική κυριαρχία: «Σήμαινε ότι οι Ευρωαμερικανοί εργάτες εμποδίζονταν να ενωθούν με τους Αφροαμερικανούς εργάτες στην ανταρσία, μέσω του κοινωνικού ελέγχου που επιβλήθηκε από την ευρωαμερικανική κυρίαρχη τάξη» (σελ 97). Η «λευκότητα» ανταγωνιζόταν πάντα με τον σοσιαλισμό με διακύβευμα τον πολιτικό προσανατολισμό των μεταναστών εργατών, οι οποίοι είχαν πολύ συχνά ριζοσπαστικές τάσεις.
Ο συγγραφέας ουδόλως υποστηρίζει μια ταξική συνείδηση που θα αδιαφορεί για τους φυλετικούς διαχωρισμούς. Από τον ρατσισμό χάνει, άλλωστε, συνολικά η εργατική τάξη όλων των χρωμάτων. Ακριβώς γι’ αυτό δεν είναι δευτερεύον ζήτημα που μπορεί ένα επαναστατικό ρεύμα να αγνοήσει ή να υποτιμήσει, προβάλλοντας μια καθαρή ταξική σκοπιά για την αναγκαία πάλη. Αντίθετα, αποτελεί κεντρικό ζήτημα για τη συγκρότηση της εργατικής τάξης στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο.
Το βιβλίο αναφέρεται –με μεγάλη εκτίμηση– στους τρόπους που το ΚΚ των ΗΠΑ, την περίοδο του Μεσοπολέμου, καταπολεμούσε τον ρατσισμό, υποστηρίζοντας στον νότο τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών και κοινούς αγώνες μαύρων και λευκών εργατών, όπως και των φτωχών. Ο Χάρι Χέιγουντ, μαύρος κομμουνιστής, αναφερόταν στον «καταμερισμό» της επαναστατικής αντιρατσιστικής πάλης: «Αυτός ο καταμερισμός εργασίας, που θεσπίστηκε από παλιά στο κόμμα μας και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αναθέτει τη βασική ευθύνη για την καταπολέμηση του λευκού σοβινισμού στους λευκούς συντρόφους, ενώ οι μαύροι αναλαμβάνουν την κύρια ευθύνη για την καταπολέμηση των στενών εθνικιστικών παρεκκλίσεων» (σελ. 102).
Η πλημμυρίδα του μεγαλειώδους κινήματος της μαύρης απελευθέρωσης, μετά τη μεταπολεμική άμπωτη του εργατικού κινήματος, δεν μπορούσε παρά να τοποθετηθεί στο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην απελευθέρωση των μαύρων και στον ταξικό αντικαπιταλιστικό αγώνα. Ο συγγραφέας ανατρέχει στην αντιπαράθεση των μαύρων επαναστατών και επαναστατριών με τους «προδρόμους της σημερινής πολιτικής των ταυτοτήτων». Ο Μάλκολμ-Χ ξέκοψε από τον «πολιτισμικό εθνικισμό», ο Χιούι Νιούτον και η Κάθλιν Κλίβερ από το κόμμα των Μαύρων Πανθήρων προωθούσαν κοινούς αγώνες των φτωχών όλων των «φυλών» και συνέδεαν στενά την αντιρατσιστική πάλη με την ανατροπή του καπιταλισμού και την «εξουσία στο λαό».
Την υποχώρηση του αντικαπιταλιστικού κινήματος κατά του ρατσισμού διαδέχτηκε η πάλη των φυλών, η «μαυρότητα» και η «αντιμαυρότητα» (antiblackness), η οχύρωση στις «ταυτότητες». Αυτή η λογική, εκτός των άλλων, «ξεπλένει» στην πράξη τη μαύρη αστική τάξη. Όπως γράφτηκε για την εξέγερση στη Βαλτιμόρη του 2015, με αφορμή τη δολοφονία ενός μαύρου από την αστυνομία: «Όταν ένας μαύρος δήμαρχος που κυβερνά μια, ως επί το πλείστον, μαύρη πόλη, ζητά τη βοήθεια στρατιωτικής μονάδας, την οποία διοικεί μαύρη γυναίκα για να καταπνίξει μια μαύρη εξέγερση, τότε έχουμε περάσει σε μια νέα περίοδο του αγώνα για την ελευθερία των μαύρων» (σελ. 43).
Η ταυτότητα της «φυλής» απλούστατα διαιωνίζει τον φυλετικό διαχωρισμό: «Είναι πιθανό να απορρίπτεις το ρατσισμό και πάλι να πέφτεις θύμα της φυλετικής ιδεολογίας. Η θεώρηση της κατηγορίας της φυλής ως δεδομένης, ως βάσης για πολιτική ανάλυση, πάλι αναπαράγει αυτή την ιδεολογία. Και αυτό δεν είναι αθώο, γιατί στην πραγματικότητα είναι η φυλετική ιδεολογία που παράγεται από το ρατσισμό και όχι το αντίστροφο» (σελ. 79). Ο Άσαντ Χαϊντέρ είναι σαφής: «Ορίζω την πολιτική των ταυτοτήτων ως την εξουδετέρωση των κινημάτων ενάντια στη φυλετική καταπίεση» (σελ. 30).
Ο Πακιστανοαμερικανός μαρξιστής εστιάζει στις φυλετικές ταυτότητες. Ωστόσο, το βιβλίο είναι μια καλή αφορμή για να σκεφτούμε γενικά πάνω στην «πολιτική των ταυτοτήτων», ρητή ή ανομολόγητη. Η οχύρωση σε μια «ταυτότητα» ακυρώνει την πάλη για κατάργηση κάθε καταπίεσης με βάση το χρώμα, την καταγωγή, την εθνότητα και τη θρησκεία, το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Την πάλη για καθολική απελευθέρωση του ανθρώπου υποκαθιστά η πάλη των φυλών, των θρησκειών, των εθνοτήτων, των φύλων και των πολιτισμών. Το αποτέλεσμα είναι η αναπαραγωγή των στερεοτύπων και των ρόλων που οι διακρίσεις και η καταπίεση επέβαλαν.