Μπάμπης Συριόπουλος
Οι δυνατότητες, η εμπειρία, τα μαθήματα για το μέλλον
Το κίνημα των πλατειών με εκκίνηση τις 25 Μάη 2011 ήταν μια σημαντική φάση-κρίκος του πολύμορφου λαϊκού κινήματος ενάντια στα μνημόνια, δηλαδή στην αντιδραστική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, στη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα προσπάθεια ξηλώματος των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων. Το πρώτο κύμα λαϊκής αντίστασης υπήρξε το Μάη του 2010 με κορυφαία στιγμή την εκρηκτική απεργία στις 5 Μάη. Το δεύτερο, των πλατειών ήταν ένας κρίκος ανάλογων κινημάτων όπως της Πουέρτα ντελ Σολ στην Ισπανία, της πλατείας Ταχρίρ στην Αίγυπτο και της Τυνησίας.
Παρότι η γραμμή των διαδικτυακών εμπνευστών του κινήματος ήταν ο αποκλεισμός των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων καθώς και των σωματείων, το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλες πολιτικές οργανώσεις, σωματεία και συλλογικότητες «κατέβηκαν» στις πλατείες, ενώ αυτές σφραγίστηκαν από τις απεργίες στις 15 και 28/29 Ιούνη ενάντια στο Μεσοπρόθεσμο. Το κίνημα επεκτάθηκε με λαϊκές συνελεύσεις σε δεκάδες γειτονιές στην Αττική και εκατοντάδες πανελλαδικά αγκαλιάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Η ζωή απέδειξε ότι σε περιόδους κρίσης, αστικής επίθεσης και καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, η ανυποληψία των μέχρι τότε αστικών κομμάτων εξουσίας μπορεί να γεμίσει τους δρόμους, να φανερώσει αυτό που σε ήσυχους καιρούς ξεχνιέται, ότι οι μάζες γράφουν την ιστορία εκτός του κοινοβουλίου και της ήρεμης εναλλαγής των κυβερνήσεων. Σε μια τέτοια περίοδο γενικευμένης λαϊκής κινητοποίησης και εξωκοινοβουλευτικής πάλης, τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς -ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ- έβλεπαν το κίνημα απλά σαν μέσο για την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Το ΚΚΕ δεν πρότεινε τίποτα άλλο πέρα από την εκλογική ενίσχυσή του, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε εκλογές και δημοψήφισμα. Τη στιγμή που συζητούσαν δημόσια, διαδήλωναν και αντιμετώπιζαν την ανελέητη επίθεση των δυνάμεων καταστολής άνθρωποι που ποτέ πριν δεν είχαν κατέβει στο δρόμο, πρώην φιλήσυχοι ψηφοφόροι των αστικών κομμάτων, τα δύο κόμματα της τότε αριστεράς δεν είδαν καμία ευκαιρία για μια εξεγερτική ανατροπή της αστικής επίθεσης.
Στο φόντο της πολιτικής κρίσης είχε ανοίξει στον κόσμο που κινητοποιούνταν μια μεγάλη συζήτηση για τις στρατηγικές επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης, την ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Ο «ευρωμονόδρομος» τέθηκε σε αμφισβήτηση σε μαζική κλίμακα, αναζητούνταν θολά ένας δρόμος έξω από τη μέγγενη της ΕΕ και του ευρώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέφευγε με κάθε τρόπο τη συζήτηση για την ΕΕ, κάτι αναμενόμενο καθώς το πολιτικό ρεύμα που εκπροσωπούσε υποστήριζε εξαρχής την «ευρωπαϊκή προοπτική». Η τότε Γενική Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα δήλωσε στις 30 Μάη 2011: «καταρχήν εμείς είμαστε γενικά υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΕ, η λύση έξω από το ευρώ και δραχμή στις παρούσες συνθήκες είναι καταστροφική». Η γενική αντικαπιταλιστική ρητορική προσπερνούσε τα συγκεκριμένα στηρίγματα του ελληνικού καπιταλισμού.
Αυτό που έκανε δυνατό το μαζικό κίνημα των πλατειών, των απεργιών, των συνελεύσεων και των συγκρούσεων ήταν οι συνολικοί πολιτικοί στόχοι, που παρά την ανεπάρκειά τους ενοποιούσαν πολιτικά τα τμήματα που δοκιμάζονταν από την αστική επίθεση. Τα συνθήματα κατά των μνημονίων και της τρόικας, η επιδίωξη ανατροπής της κυβέρνησης, η απαίτηση για δημοκρατία αναιρούσαν στην πράξη τον κατακερματισμό που επιδίωκαν οι κυρίαρχες δυνάμεις και τη φιλολογία για τους προνομιούχους δημοσίους υπαλλήλους, τους ακριβοπληρωμένους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, τους συνταξιούχους που μακροημέρευαν και καλοπερνούσαν, τους τεμπέληδες νέους που τα ήθελαν όλα στο χέρι χωρίς κόπο κτλ.
Παρά τη μαζικότητα, τη διάρκεια και τη μαχητικότητα του κινήματος του καλοκαιριού του 2011, το «μεσοπρόθεσμο» τελικά ψηφίστηκε, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έμεινε στη θέση της για λίγους ακόμα μήνες. Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, τα μνημονιακά μέτρα, η αφαίρεση κατακτήσεων έμειναν στη θέση τους, η αντιδραστική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού έγινε σε μεγάλο βαθμό πραγματικότητα.
Τελικά η λαϊκή ενεργητικότητα διοχετεύθηκε στον κοινοβουλευτικό και τελικά κυβερνητικό δρόμο με τα γνωστά αποτελέσματα. Τα αγωνιζόμενα πρωτοβάθμια σωματεία, οι συνελεύσεις γειτονιάς, οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης δεν έγινε κατορθωτό να συντονιστούν, να συγκροτήσουν ένα ενιαίο κέντρο με αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους, αντίβαρο στο αστικό κράτος και έκφραση του οργανωμένου λαού που επιβάλλει τη λαϊκή βούληση αντί για την αναμονή άνωθεν λύσεων.
Παρότι οι μισθοί, οι συλλογικές συμβάσεις, η κοινωνική ασφάλιση βρέθηκαν εξαρχής στο επίκεντρο της επίθεσης και η εργατική τάξη βρέθηκε στο κέντρο του κυκλώνα, στο κίνημα δεν κυριάρχησε μια εργατική ταξική λογική, δεν αναγνωρίστηκε η αστική τάξη στο πρόσωπο του εχθρού, η ατομική ιδιοκτησία και το κέρδος δεν αμφισβητήθηκαν μαζικά ενώ και το ίδιο το εργατικό κίνημα ακολουθούσε με ευθύνη και δυνάμεων της αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, τον «αγωνιστικό» σχεδιασμό της ΓΣΕΕ. Αν και η ΕΕ μπήκε στο κάδρο εξαρχής καθώς ήταν θεσμικά ο πρωταγωνιστής της επίθεσης, ο στόχος της αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης δεν έδωσε τον τόνο, παρά την προσπάθεια του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίθετα κυριάρχησε η διαπραγμάτευση εντός της ΕΕ. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η λαϊκή οργή στρεφόταν κυρίως ενάντια στους «πολιτικούς» που υλοποιούσαν την αστική πολιτική και πολύ λιγότερο στην ουσία και στους πραγματικούς φορείς της.
Μια κομμουνιστική πρωτοπορία δεν μπορεί να απέχει κρατώντας υγειονομικές αποστάσεις από ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα που αντιπαλεύει ένα στρατηγικό σχέδιο της αστικής τάξης, αρκούμενη να περιγελά τις υπαρκτές ανεπάρκειες και αυταπάτες του
Για την αριστερά και τους κομμουνιστές μια μεγάλη λαϊκή αφύπνιση με μάζες που ριζοσπαστικοποιούνται και αγωνίζονται με πρωτόλειο συχνά τρόπο, είναι μια ευκαιρία. Η έκβαση δεν μπορεί να είναι εγγυημένη, αλλά στην επαναστατική πολιτική δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Μια κομμουνιστική πρωτοπορία δεν μπορεί να απέχει κρατώντας υγειονομικές αποστάσεις από ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα που αντιπαλεύει ένα στρατηγικό σχέδιο της αστικής τάξης, ελληνικής και μη, αρκούμενη να περιγελά τις υπαρκτές ανεπάρκειες και αυταπάτες του.
Από την άλλη, μια αριστερά που κολακεύει τις συμβιβαστικές διαθέσεις και τη σύγχυση που κυριαρχούν, που υποκλίνεται στην «αυθόρμητη» αστική επίδραση είτε για να φανεί αρεστή, είτε για να συγκαλύψει τη δική της διάθεση για παράδοση άνευ όρων, προετοιμάζει με τη σειρά της την ήττα για την οποία υποτίθεται δεν θα φέρει καμία ευθύνη.