Τις ημέρες του ορθόδοξου Πάσχα, στην Ινδία κάπνιζαν οι νεκρικές πυρές για τα δεκάδες χιλιάδες θύματα της πανδημίας. Από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περίσσεψαν οι διπλωματικές ανακοινώσεις συμπόνιας προς τη χώρα του 1,3 δισεκατομμυρίου ανθρώπων. Όλα αυτά, μέχρι ο Τζο Μπάιντεν να ταχθεί υπέρ της άρσης της πατέντας των εμβολίων για να επιταχυνθούν οι εμβολιασμοί παγκοσμίως. Ξαφνικά, το Βερολίνο ξέχασε τη συμπόνοια και «στύλωσε τα πόδια»: Η φόρμουλα των εμβολίων πρέπει να μείνει ιδιοκτησία των φαρμακευτικών. Των φαρμακευτικών που χρηματοδοτήθηκαν με πακτωλούς κρατικού χρήματος (έως και 97% για το εμβόλιο της AstraZeneca), «τινάζοντας στον αέρα» στη συνέχεια τα συμβόλαια, στο κυνήγι του μέγιστου κέρδους. Των φαρμακευτικών στην υπηρεσία των οποίων τέθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, από ερευνητές και ιδρύματα μέχρι τους θαρραλέους ανθρώπους που συμμετείχαν στις κλινικές δοκιμές. Των φαρμακευτικών που «ρούφηξαν» συσσωρευμένη ανθρώπινη διάνοια για να βγάλουν κατόπιν το εμβόλιο στην «ελεύθερη αγορά» των κρατών. Αφήνοντας δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη να «πνίγονται» στα κύματα της πανδημίας, ακόμα και σε χώρες-παραγωγούς εμβολίων, όπως η Ινδία, που καλύπτει το 60% των αναγκών παγκοσμίως.
Προφανώς, ο Μπάιντεν και οι αρχηγοί κρατών που συντάχθηκαν με την πρότασή του δεν έγιναν ξαφνικά «σοσιαλιστές». Απλώς βλέπουν πιο μακριά από το κοντόθωρο «σήμερα» των φαρμακευτικών μεγαθηρίων. Κατανοούν την ανάγκη μιας πιο αποτελεσματικής διαχείρισης της πανδημίας, ώστε να φουλάρουν οι μηχανές της κερδοφορίας.
Για τον κόσμο της εργασίας, το εμβόλιο αποτελεί αδιαπραγμάτευτα παγκόσμιο κοινωνικό αγαθό, ούτε ιδιοκτησία των φαρμακευτικών, ούτε γεωπολιτικό όπλο στη φαρέτρα των «ανθρωπιστών» ηγετών. Την ώρα που το αυτονόητο μοιάζει τόσο ασύμβατο με το παράλογο του καπιταλισμού, το αίτημα για πλήρη απελευθέρωση των πατεντών και κοινωνικοποίηση της παραγωγής έρχεται στο προσκήνιο.