Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Νίκος Ισμυρνιόγλου
Μπάμπης Συριόπουλος
Η ελληνική Επανάσταση του 1821 παραπέμπει συνειρμικά στους σχολικούς εορτασμούς της 25ης Μαρτίου και στις σχολικές και στρατιωτικές παρελάσεις. Φέτος δίπλα στο παραδοσιακό φολκλόρ «φουστανέλα-τσαρούχι-καριοφίλι» προστέθηκε και η προκλητική πολυτέλεια εν μέσω πανδημίας στις παράτες των μεγαλόσχημων. Αυτή η ακολουθία των επετείων, όπου η εκάστοτε αστική εξουσία δοξολογεί τον εαυτό της, κάνει συχνά οποιαδήποτε μνεία της επανάστασης του 1821 απωθητική για τους αριστερούς ανθρώπους και την αγωνιζόμενη νεολαία. Οι συμβολισμοί, οι μεγαλοστομίες και η επίσημη πρόσληψη καταπίνουν το ίδιο το γεγονός. Βοηθάει και η μεγάλη χρονική απόσταση καθώς και το ότι ο 20oς αιώνας και ιδίως η ιστορία από το 1940 γνώρισε κορυφαίες ταξικές συγκρούσεις, ώστε το 1821 να αφήνεται συχνά ανυπεράσπιστο στις κυρίαρχες ερμηνείες. Κι όμως ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός –και μάλιστα επανάσταση– δεν μπορεί να το καρπώνεται η σημερινή υπεραντιδραστική αστική τάξη αμαχητί. Τα 200 χρόνια από την επανάσταση προσφέρονται για την ανάδειξη, από την κομμουνιστική αριστερά, των απελευθερωτικών της στοιχείων, του κοινωνικού της ριζοσπαστισμού, των έστω και ανεκπλήρωτων επαγγελιών της.
Αν ξεπεράσει κάποιος τα σύμβολα και βυθιστεί στην πραγματική ιστορία, τη δράση των ανθρώπων της εποχής με τις αντιφάσεις και τα διλήμματά τους, με τις παράτολμες αποφάσεις τους ενάντια στον συσχετισμό δυνάμεων, θα γοητευτεί από κάποιες ηγετικές προσωπικότητες, θα αγανακτήσει με κάποιες άλλες και θα ανακαλύψει ακόμα μια φορά τον ηρωισμό των απλών ανθρώπων όταν αποφασίζουν να πάρουν ενεργό μέρος στην ιστορία. Τα βιβλία που παρουσιάζονται σήμερα είναι μια πρώτη συνεισφορά στην ιστορική γνώση και στην αποκαθήλωση των αστικών μύθων.
Χρήστος Ρέππας
Διαφωτισμός και Επανάσταση. Η ριζοσπαστική ιδεολογία της «Ελληνικής Νομαρχίας»
εκδόσεις ΚΨΜ
Το βιβλίο του Χρήστου Ρέππα αναφέρεται στην προεπαναστατική περίοδο στην Οθωμανική αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Κέντρο του είναι ο νεοελληνικός διαφωτισμός και η Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί ελευθερίας του Ανωνύμου του Έλληνος, επαναστατικό κείμενο που εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806 και γνώρισε ευρεία κυκλοφορία στον οθωμανοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Αρχικά, παρουσιάζεται η κοινωνικοοικονομική δομή της αυτοκρατορίας ως μία εκδοχή του ασιατικού τρόπου παραγωγής, ανάμικτη με φεουδαρχικά στοιχεία και διαβρωμένη από τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και τις ανερχόμενες πρώιμες αστικές τάξεις. Αυτή βασιζόταν στην κρατική ιδιοκτησία της γης και στην ύπαρξη κοινοτήτων και παγιωμένων τάξεων-καστών. Κυρίαρχη τάξη ήταν οι στρατιωτικοί, η διοικητική γραφειοκρατία και οι θρησκευτικοί λειτουργοί. Ο τρόπος απόσπασης του πλεονάσματος, της εκμετάλλευσης δηλαδή, ήταν η φορολογία στους υποτελείς στο κράτος αγρότες («ραγιάδες») και ο κεφαλικός φόρος. Αυτός ο τρόπος παραγωγής ήταν ήδη σε παρακμή. Σ’ αυτό το πλαίσιο κρίσης, λαμβάνει χώρα στην Ευρώπη η κοσμοϊστορική διαδικασία της βαθμιαίας ανάπτυξης των αστικών σχέσεων, του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και των επαναστάσεων, της γαλλικής πρώτα απ’ όλα. Στο βιβλίο παρουσιάζεται ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, καθώς και η πολιτική επίδρασή του ιδίως στα Επτάνησα με τις «γιακωβίνικες» εξεγέρσεις.
Με την άνοδο του παγκόσμιου εμπορίου αναπτύσσεται μια εμπορική –και όχι μόνο– αστική τάξη από μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς, με χρήση κυρίως της ελληνικής γλώσσας κάτω από ρωσική προστασία που ασφυκτιά από την οθωμανική αυθαιρεσία. Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή δημιουργία ελληνικής συνείδησης, η συγκρότηση του ιδεολογικού ρεύματος του νεοελληνικού διαφωτισμού, με κορυφαίο εκπρόσωπο τον Αδαμάντιο Κοραή, και η δράση ριζοσπαστών επαναστατών όπως ο Ρήγας Φεραίος.
Στο βιβλίο αναλύεται η Ελληνική Νομαρχία και οι επιρροές της. Ο συγγραφέας της παραμένει άγνωστος, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το πρόσωπό του, με πιθανότερη εκδοχή τον Ηπειρώτη λόγιο Αθανάσιο Ψαλίδα. Η ανάδειξη του ριζοσπαστικού αυτού κειμένου έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς είναι υποτιμημένο από την κυρίαρχη δημόσια ιστοριογραφία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο Ανώνυμος επεκτείνει την έννοια του ελληνικού έθνους στην αρχαιότητα, αποκηρύσσοντας τη μακεδονική και ρωμαϊκή κατάκτηση καθώς και το Βυζάντιο. Εμπνέεται από τις αρχές του Διαφωτισμού και τον ορθολογισμό (το βασικό απόφθεγμα είναι «στοχάσου και αρκεί»), αντλεί από τις αρχές του «φυσικού δικαίου» και τις «συμβολαιακές» θεωρίες του Λοκ, του Μοντεσκιέ και του Ρουσό. Δέχεται τη χριστιανική θρησκεία αλλά στιγματίζει αλύπητα τον σκοταδισμό και τη μοιρολατρία του κλήρου, ιδίως του Πατριαρχείου, καθώς και τη συμμετοχή των προεστών-κοτζαμπάσηδων που επάνδρωναν το φορολογικό διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας στην εκμετάλλευση των φτωχών Ελλήνων. Στην Ελληνική Νομαρχία γίνεται και κριτική του χρήματος καθώς και της αλλοτρίωσης και των κοινωνικών ανισοτήτων που επακολουθούν.
Σπύρος Αλεξίου
21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία για το 1821
εκδόσεις Τόπος
Το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου αποτελείται από ψηφίδες –γεγονότα και πρόσωπα– πριν, κατά και μετά την επανάσταση. Αυτές οι ψηφίδες συνθέτουν μια συνολική εικόνα αντίστροφη αυτής που έφτιαξαν οι κοινωνικές δυνάμεις που κυριάρχησαν στο ελληνικό κράτος για να ξεπλύνουν τις «αμαρτίες» τους: «Την αρνητική στάση απέναντι στην κήρυξη της Επανάστασης, τον αφορισμό της και την ανοιχτή συνεργασία με τους Οθωμανούς. Την εξαφάνιση της Φιλικής Εταιρείας, την καταδίωξη και τη φυσική εξόντωση πολλών στελεχών της. Την υπονόμευση του αγώνα, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσδεση στο άρμα των μεγάλων δυνάμεων. Την εγκληματική αμέλεια(;) που οδήγησε σε τραγωδίες στο Μεσολόγγι, στα Ψαρά και στον Ανάλατο. Τη διαμόρφωση ενός κράτους-προτεκτοράτου, οικονομικά καταχρεωμένου και πολιτικά ελεγχόμενου. Τη δολοφονία του Καποδίστρια».
Στις 21 ψηφίδες συμπεριλαμβάνεται η ίδρυση και ο ρόλος της Φιλικής Εταιρείας, καθώς και πολλών πρωταγωνιστών της όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι αντιφάσεις της φάνηκαν εξαρχής στην εξέγερση του Φεβρουαρίου του 1821 στη Μολδοβλαχία όπου παρότι αρχικά επρόκειτο για κοινό αγώνα όλων των χριστιανικών πληθυσμών, στη συνέχεια ο ηγέτης των Ρουμάνων χωρικών Βλαδιμιρέσκου, που επαγγελλόταν την κατάργηση της δουλοπαροικίας σε βάρος όχι μόνο των οθωμανών αλλά και των χριστιανών γαιοκτημόνων, συνελήφθη και εκτελέστηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη με αποτέλεσμα την ήττα του τελευταίου στο Δραγατσάνι. Η κυρίαρχη πτέρυγα της Φιλικής Εταιρείας απεχθανόταν τον «γιακωβινισμό».
Με συναρπαστικό τρόπο εξιστορούνται η πολιορκία του Μεσολογγίου, η μεταστροφή του Γεώργιου Καραϊσκάκη από ταλαντευόμενο οπλαρχηγό σε αρχιστράτηγο της επανάστασης και ο αντιφατικός ρόλος του Ιωάννη Καποδίστρια. Αναδεικνύονται οι αγγλικές επιδιώξεις για ένα μικρό ελληνικό προτεκτοράτο, κατάλληλο μόνο για ανάσχεση της ρωσικής επέκτασης. Πάνω απ’ όλα όμως, παρουσιάζεται η πραγματικότητα μιας διαρκούς προσπάθειας κατάπνιξης, με ραδιουργίες και δολοφονίες αγωνιστών, των πληβειακών δημοκρατικών τάσεων που εμφανίζονταν με χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτές της Ύδρας με τον Αντώνη Οικονόμου, της Σάμου με τους «καρμανιόλους» (ιακωβίνους) του Λυκούργου Λογοθέτη και των Ψαρών.
Σίμος Μποζίκης
Ελληνική Επανάσταση & Δημόσια Οικονομία. Η συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους, 1821-1832
εκδόσεις Ασίνη
Το βιβλίο του Σίμου Μποζίκη, ως αποτέλεσμα της πολυετούς αναμέτρησης του συγγραφέα με τα πλούσια δημοσιονομικά δεδομένα του χρονικού διαστήματος 1822-1832 στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής, αποτελεί αναμφίβολα την πληρέστερη μελέτη σε ό,τι αφορά τα οικονομικά του Αγώνα και μια από τις σημαντικότερες συμβολές για την ιστορία της Επανάστασης του 1821. Το εν λόγω βιβλίο, μέσα από τη μελέτη της πορείας συγκρότησης των δημόσιων οικονομικών της Επανάστασης (θεσμοί, πρακτικές, λειτουργίες), αναζητά τις διεργασίες που αφορούν τη συγκρότηση και τη λειτουργία εθνικού τύπου κράτους κατά την επαναστατική περίοδο. Η συγκεκριμένη μελέτη, εντασσόμενη στη γενική ιστοριογραφική συζήτηση περί συγκρότησης του ελληνικού κράτους, μετατοπίζει την κυρίαρχη οπτική που ταυτίζει την αρχή της συγκρότησης του κράτους με την επίσημη αναγνώριση της ανεξαρτησίας του και την έλευση του Ι. Καποδίστρια, αποδεικνύοντας με εναργή τρόπο ότι ήδη από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης δημιουργούνται και εν συνεχεία παγιώνονται κρατικοί θεσμοί διοίκησης νεωτερικού τύπου οι οποίοι επιτείνονται κατά την καποδιστριακή περίοδο.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας αναδεικνύοντας την άρρηκτη σχέση οικονομίας-πολέμου, αναζητά και εντοπίζει τις οικονομικές διεργασίες που συμβαίνουν αφενός στο πλαίσιο προετοιμασίας της Επανάστασης (Φιλική Εταιρεία) αλλά και του ξεσπάσματός της, με τις πολλαπλές τοπικές διοικήσεις που προέκυψαν κατά το πρώτο έτος και αφετέρου στο πλαίσιο εδραίωσής της, που σηματοδοτείται με την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Μέσω της ανάδειξης του τρόπου συγκρότησης, στελέχωσης και λειτουργίας των δημοσιονομικών θεσμών και μηχανισμών αλλά και εφαρμογής σύγχρονων δημοσιονομικών πρακτικών (προϋπολογισμοί, γενικοί ισολογισμοί) που απαιτούσαν οι νεωτερικοί κανόνες άσκησης διοίκησης, όπως αυτοί απέρρεαν από τα Συντάγματα της Επανάστασης, ο συγγραφέας εντοπίζει διεργασίες σχετικές με τη συγκρότηση νεωτερικής κρατικής εξουσίας (ενσωμάτωση τοπικών κοινωνιών, υπό συγκρότηση εθνικό πολιτικό κέντρο και κράτος).
Στο δεύτερο μέρος, ο συγγραφέας εντοπίζοντας και αναδεικνύοντας τη σημασία των κυριότερων δημόσιων εσόδων από το 1822 έως το 1832 (φορολογικοί πρόσοδοι, λάφυρα, εθνικά ακίνητα, έρανοι, εξωτερικά δάνεια κλπ.), συσχετίζει τον έλεγχο των παραπάνω πόρων με τις διενέξεις που αναδύθηκαν εντός της Επανάστασης και εντέλει με τη διαμόρφωση ενός εθνικού πολιτικού κέντρου.
Ο τρόπος παρουσίασης του πλούσιου υλικού, μέσω εκτεταμένων πινάκων, χαρτών και γραφημάτων, βοηθά σημαντικά τον αναγνώστη να κατανοήσει την πορεία των δημόσιων οικονομικών κατά την Επανάσταση. Μολονότι το έργο του Σίμου Μποζίκη, το οποίο στηρίζεται σε επίσημα διοικητικά έγγραφα, αφορά μια «από τα πάνω» οπτική συγκρότησης κράτους, αποτελεί σημαντικό εργαλείο για μελέτες που κοιτούν αντίστροφα («από τα κάτω») τη συγκρότηση και σταθεροποίηση διοικητικών μηχανισμών.
Γιάννης Μηλιός
1821. Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα
εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Ο Γιάννης Μηλιός υποστηρίζει ότι η εθνική συνείδηση είναι μια κοινωνική διεργασία που ξεκινά από τα τέλη του 18ου αιώνα, υπό την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης, του ευρωπαϊκού και του ελληνικού Διαφωτισμού. Ο ελληνικός εθνικισμός διαμορφώνεται πριν από τους άλλους βαλκανικούς εθνικισμούς, έχει ως κυρίαρχο πολιτικό περιεχόμενο την απαίτηση των μαζών για ανεξάρτητο εθνικό κράτος, για πολιτικά δικαιώματα και εθνική «καθαρότητα», εσωτερικά και για επέκταση της επιρροής του εθνικού κράτους και «διόρθωση» των συνόρων του, εξωτερικά. Αυτή η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών εκφράζει την ιστορικά νέα μορφή υπαγωγής τους στη νέα κυρίαρχη τάξη, την αστική, καθώς μόνιμη και κυρίαρχη λειτουργία της είναι να υποτάσσει τους ταξικούς ανταγωνισμούς στο κεφαλαιοκρατικό συμφέρον που εμφανίζεται ως εθνικό.
Ο Ρήγας Φεραίος σάλπισε την ιδέα ότι οι υπόδουλοι Χριστιανοί αλλά και οι Τούρκοι, αποτελούν ενιαίο ελληνικό (με την πολιτιστική, κυρίως, έννοια) έθνος και πρέπει να αποτινάξουν τον τυραννικό ζυγό του τουρκικού κράτους, για να δημιουργήσουν ένα σύγχρονο αστικοδημοκρατικό κράτος, που θα προστατεύει τις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους. Αυτή η αντίληψη διακηρύχθηκε στην έναρξη της ελληνικής Επανάστασης στις ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που καλούσε στα όπλα όχι μόνο τους ελληνικούς πληθυσμούς αλλά και τους Σέρβους, τους Βούλγαρους και τους Αλβανούς. Η αντίληψη ότι οι χριστιανοί της Τουρκίας είναι Έλληνες και ότι πρέπει να απελευθερωθούν και να ενταχθούν στο ελληνικό αστικό κράτος αποτέλεσε το ιδεολογικό έδαφος της «Μεγάλης Ιδέας».
Ο συγγραφέας, μελετώντας τη σχέση έθνους και κράτους σε πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά και σε χριστιανικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου τον 19ο αιώνα εκδηλώθηκαν εθνικοαπελευθερωτικές αστικές επαναστάσεις, καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: Το έθνος αποτελεί μια κοινωνική σχέση εντός του καπιταλισμού που συνδέεται με τη συγκρότηση του καπιταλιστικού κράτους αλλά δεν ταυτίζεται με τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος. Κοινά στοιχεία προϋπάρχουν σε πληθυσμούς προ του καπιταλισμού αλλά και ο καπιταλισμός προϋπάρχει της έννοιας του έθνους. Η έννοια του έθνους διαμορφώνεται ως ολοκληρωμένη αντίληψη από την αστική τάξη και τους θεωρητικούς της, στην ιστορική φάση που επιδιώκει να εξασφαλίσει την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της εξασφαλίζοντας, στο προοδευτικό της στάδιο, και τη συνδρομή των κυριαρχούμενων τάξεων.
Ενδιαφέρουσες θέσεις αναπτύσσει ο συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο «Το 1821 ως παρόν. Για τις ιδεολογικές χρήσεις της Επανάστασης». Εξετάζει κριτικά τη θεωρία της «συνέχειας του ελληνισμού», τη συσχέτιση της «εθνικής συνέχειας» με τον ρατσισμό, φυλετικό και πολιτιστικό. Επισημαίνει την υπαγωγή της ιστορικής ανάλυσης στις ιδεολογικές «προτεραιότητες» στην πολεμική Γ. Ζεύγου και Γ. Κορδάτου. Τέλος, αντιτείνει σε αυτούς που εξοβελίζουν από την ιστορία τις κοινωνικές αντιθέσεις, ότι οι εξεγέρσεις και επαναστάσεις θα συνεχίζουν να τους απογοητεύουν.
Συλλογικό 1821, η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού κράτους
Επιμέλεια: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Η έκδοση της Σύγχρονης Εποχής περιλαμβάνει δοκίμια γραμμένα από διαφορετικούς συγγραφείς που αναφέρονται σε επίμαχα θέματα της Επανάστασης του 1821. Πυρήνας του πρώτου δοκιμίου αποτελεί η διαμάχη Γ. Κορδάτου και Γ. Ζέβγου για τον χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821. Ο Γ. Κορδάτος υποστήριζε ότι η ελληνική αστική τάξη έπαιξε ρόλο προοδευτικό και επαναστατικό στην Επανάσταση του 1821, που αποτελούσε ένα εθνικοαστικό κίνημα. Σύμμαχος και στυλοβάτης της ήταν ο φτωχοαγροτικός πληθυσμός. Ο Γ. Ζέβγος, απηχώντας τις τότε θέσεις του ΚΚΕ, κατηγόρησε τον Κορδάτο ότι εξυμνεί, με διαστρέβλωση των γεγονότων, την ελληνική μπουρζουα-
ζία. Στο δεύτερο δοκίμιο εξετάζεται η ιδιοκτησία γης κατά την οθωμανική περίοδο. Βασική θέση είναι ότι η εδραίωση μεγάλων εκμεταλλεύσεων γης από τον 18ο αιώνα ευνοεί τη δουλοπαροικιακή σχέση του παραγωγού είτε τη σχέση μισθωτής εργασίας στην καλλιέργεια της γης. Στη συνέχεια, εξετάζονται οι αλλαγές στο οθωμανικό εποικοδόμημα στις παραμονές της ελληνικής Επανάστασης και οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία, την κοινωνική πολιτική, την εκπαίδευση και το στρατό. Επόμενο θέμα είναι ο ρόλος του Ορθόδοξου Πατριαρχείου. Βασική θέση είναι ότι ήταν συνυφασμένο με την οθωμανική εξουσία, που καθόριζε τις δικαιοδοσίες του με διατάγματα. Ο πατριάρχης δεν αντιμετωπιζόταν μόνον ως θρησκευτικός ηγέτης, αλλά ως διοικητικό όργανο της Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, εξετάζεται το κομβικό θέμα της διαμόρφωσης της ελληνικής αστικής τάξης. Οι Έλληνες αξιοποίησαν τις διεθνείς εξελίξεις και πρωταγωνίστησαν στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων.
Ακολουθεί το δοκίμιο στο οποίο εξετάζεται ο ρόλος και η στάση των κοινωνικών δυνάμεων στην Επανάσταση του 1821 και ο χαρακτήρας της Επανάστασης. Στο επόμενο δοκίμιο εξετάζεται ο ρόλος των ξένων δυνάμεων στην Επανάσταση. Μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων, οι Μεγάλες Δυνάμεις, στο Συνέδριο της Βιέννης, υιοθέτησαν αντιδραστική στάση κατά των επαναστάσεων. Ο κίνδυνος να περιέλθει η Ελλάδα υπό τη ρωσική επιρροή, ώθησε την Αγγλία και τη Γαλλία να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους. Στη συνέχεια, εξετάζονται τα Συντάγματα της αστικής επανάστασης του 1821, τα τοπικά πολιτεύματα και οι εθνοσυνελεύσεις όπου τονίζεται ο προοδευτικός χαρακτήρας των τριών Συνταγμάτων.
Επόμενο θέμα οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Επανάσταση του 1821. Βασικές κοινωνικές δυνάμεις που συγκρούστηκαν στους εμφυλίους πολέμους ήταν οι καραβοκυραίοι των νησιών και οι μεγαλέμποροι, που συνδέονταν με την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Βασικοί αντίπαλοί τους οι Πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες που περιχαρακώνονταν στα τοπικά συμφέροντά τους. Οι αστοί δεν επικράτησαν αποκλειστικά με τις δικές τους δυνάμεις. Συμμάχησαν με τα πιο αστοποιημένα τμήματα των κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου, προσεταιρίστηκαν με ανταλλάγματα τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και ορισμένους Πελοποννήσιους, ουδετεροποιώντας τα φτωχά αγροτικά στρώματα. Η έκδοση ολοκληρώνεται με την εξέταση της περιόδου διακυβέρνησης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια.