Βασίλης Τσιράκης
20 χρόνια μετά τον Θίασο
Η υπόθεση:
Ένας ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, που στο σενάριο αναφέρεται ως A. έρχεται στην Ελλάδα αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των αδελφών Μανάκη, των πρώτων κινηματογραφιστών των Βαλκανίων.
Για το σκοπό αυτό επισκέπτεται το Μοναστήρι όπου γνωρίζεται με μια υπάλληλο της ταινιοθήκης και από εκεί ταξιδεύουν μαζί με το τρένο, αυτή με προορισμό τα Σκόπια και αυτός το Βουκουρέστι. Όμως στα Σκόπια η υπάλληλος, ενώ κατεβαίνει στην πλατφόρμα του σταθμού, αλλάζει γνώμη και ξανανεβαίνει στο τρένο τη στιγμή που αυτό ξεκινά, ενώ μια έντονη σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Από το Βουκουρέστι πηγαίνουν στην Κωστάντζα όπου χωρίζουν. Αυτή πρέπει να επιστρέψει πίσω, ενώ ο Α. θα συνεχίσει το ταξίδι του με εμπορικό ποταμόπλοιο (που μεταφέρει το κομματιασμένο άγαλμα του Λένιν) για το Βελιγράδι.
Εκεί συναντά ένα παλιό του φίλο, πολεμικό ανταποκριτή, ο οποίος τον ενημερώνει πως τα φιλμ βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας της εμφάνισης τους στην ταινιοθήκη του Σεράγεβο.
Έτσι ο Α. ξεκινά το τελευταίο ταξίδι του μέσα από παραπόταμους προς το Σεράγεβο, παρά την προειδοποίηση του φίλου του, ότι η πόλη βρίκεται μέσα στη δίνη του πολέμου και βομβαρδίζεται καθημερινά.
Το σενάριο:
Όπως και στον Θίασο οι αφηγηματικοί άξονες του σεναρίου είναι τρεις: Το φαινομενικό (η αναζήτηση των φιλμ), το μυθικό (η Οδύσσεια) και το πραγματικό (ο πόλεμος), οι οποίοι – όπως ακριβώς και στον Θίασο – δεν κινούνται παράλληλα, αλλά τέμνονται διαρκώς στην πορεία της αφήγησης.
Στο σενάριο σχολιάζονται όλοι πόλεμοι του 20ου αιώνα: Οι βαλκανικοί (ο Α. στο Μοναστήρι), ο 1ος παγκόσμιος (ο Α. στα σύνορα με Βουλγαρία / ο Α. στο ποτάμι προς το Σεράγεβο), ο 2ος παγκόσμιος (ο Α. στην Κωστάντζα) και βέβαια ο εμφύλιος της Γιουγκοσλαβίας (ο Α. στο Σεράγεβο).
Το σενάριο για ακόμα μια φορά δεν αναδεικνύει τους χαρακτήρες των ηρώων, ούτε όμως και τους προσδιορίζει αποκλειστικά ως φορείς ιδεών, όπως σε παλιότερες ταινίες του σκηνοθέτη (τριλογία της ιστορίας, Μεγαλέξανδρος), ενώ τα μηνύματα του σεναρίου για ακόμα μια φορά περνούν κυρίως μέσα από την εικόνα και λιγότερο από το λόγο, στον οποίο οι μονόλογοι (εντός και εκτός πλάνου) εναλλάσσονται αρμονικά με τους διαλόγους.
Ο χρόνος:
Σε αντίθεση με τις τελευταίες ταινίες του σκηνοθέτη εδώ η αφήγηση δεν είναι γραμμική, θυμίζοντας τον Θίασο και τους Κυνηγούς. Έτσι ο φιλμικός χρόνος δεν ρέει ομαλά σε ευθεία γραμμή (Μελισσοκόμος, Τοπίο στην ομίχλη, Το μετέωρο βήμα), ούτε όμως μοιάζει με «εκκρεμές» (Αναπαράσταση), ή με «σήματα μορς» (Μέρες του 36), αλλά όπως στον Θίασο και στους Κυνηγούς η ταινία είναι γεμάτη χρονικά άλματα θυμίζοντας «καρδιογράφημα».
Έτσι το πρώτο άλμα στο χρόνο γίνεται μέσα στην πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας (πλάνο σεκάνς με το μπλε καράβι στην παραλία της Θεσσαλονίκης), όπου μεταφερόμαστε στον θάνατο του Γιαννάκη Μανάκη το 1954.
Ακολουθεί η σκηνή με τον Α. στο Μοναστήρι, όπου μεταφερόμαστε στους βαλκανικούς πολέμους μέσα από ασπρόμαυρο φιλμ εποχής (απόσπασμα από ντοκιμαντέρ γυρισμένο το 1956 προς τιμή του Μίλτου Μανάκη που βρίσκεται στην ταινιοθήκη του Βελιγραδίου). Το τρίτο άλμα στο χρόνο γίνεται στα σύνορα με την Βουλγαρία όπου μεταφερόμαστε στο 1915 και στην καταδίκη σε θάνατο του Γιαννάκη Μανάκη.
Η τέταρτη μεταβολή του ιστορικού χρόνου γίνεται στην συνάντηση του Α. με την μητέρα του στο Σ. Σταθμό του Βουκουρεστίου όπου μεταφερόμαστε στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, η πέμπτη στους δρόμους της Κωστάντζας όπου μεταφερόμαστε στο 1944, η έκτη στο ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς όπου μεταφερόμαστε από το 1945, στο 1948 και στο 1950 και η τελευταία μεταβολή του ιστορικού χρόνου γίνεται στο ποτάμι κατά την πορεία του Α. από το Βελιγράδι στο Σεράγεβο, όπου μεταφερόμαστε στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Η σκηνοθεσία:
Τα πλάνα σεκάνς (τράβελινγκ ή πανοραμίκ) διαπερνούν την ταινία από την αρχή ως το τέλος θυμίζοντας έντονα τον Θίασο. Όμως παρά το πλήθος τους (μετρήσαμε πάνω από 30), την μεγάλη χρονική τους διάρκεια και την αργή κίνηση της κάμερας, δεν κουράζουν τον θεατή αφού ενσωματώνονται δημιουργικά και χωρίς καμιά απολύτως επιτήδευση στη δραματουργία. Θα λέγαμε χωρίς επιφύλαξη πως στο Βλέμμα του Οδυσσέα κανένα πλάνο σεκάνς δεν είναι «τραβηγμένο» ή πολύ περισσότερο περιττό.
Παρότι όμως ο Θίασος και το Βλέμμα του Οδυσσέα φτάνουν στο υψηλότερο επίπεδο την σκηνοθετική φιλοσοφία του Αγγελόπουλου, η μεγάλη διαφορά τους είναι τα γκρο και κοντινά πλάνα, τα οποία ενώ απουσιάζουν από τον Θίασο, στο Βλέμμα του Οδυσσέα είναι όχι μόνο αρκετά (σε σχέση πχ με την τριλογία της σιωπής), αλλά παίζουν και καθοριστικό ρόλο.
Τέλος να σημειώσουμε το αναμενόμενο για την σκηνοθετική άποψη του Θ. Αγγελόπουλου, ότι δηλαδή τα άλματα στο χρόνο όχι μόνο δεν γίνονται με φλας μπακ και αλλαγή σκηνής, αλλά ούτε καν με αλλαγή πλάνου. Έτσι όλες οι μεταπηδήσεις στον ιστορικό χρόνο που αναφέραμε παραπάνω (με εξαίρεση το ντοκιμαντέρ με τους Βαλκανικούς πολέμους στο Μοναστήρι), γίνονται μέσα στο ίδιο πλάνο, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι και το μοναδικό πλάνο της συγκεκριμένης σκηνής (αυτό που στην αρχή του αφιερώματος ορίσαμε ως πλάνο σεκάνς).
Αυτό όμως που αξίζει ιδιαίτερης επισήμανσης είναι πως για πρώτη φορά στις ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου, έχουμε το φαινόμενο η μεταβολή του ιστορικού χρόνου μέσα στο ίδιο πλάνο να μην συμβαίνει μια φορά (από μια χρονιά ή περίοδο σε μια άλλη), αλλά τρεις φορές! Έτσι στο διάρκειας 10:11 λεπτών (το μεγαλύτερο της ταινίας) πλάνο σεκάνς του ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς στην Κωστάντζα, μεταφερόμαστε χωρίς cut από το 1945, στο 1948 και από εκεί στο 1950.
Συντελεστές:
179΄ / Έγχρωμη / 1995
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Βοηθοί σκηνοθέτες: Λάκης Αντωνάκος, Αλέξανδρος Λαμπρίδης, Άγγελος Φραντζής, Στρατής Βουγιούκας, Pere Albero
Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Συνεργασία στο σενάριο: Tonino Guerra, Giorgio Silvagni, Πέτρος Μάρκαρης
Φωτογραφία: Γιώργος Αρβανίτης, Ανδρέας Σινάνος
Μουσική σύνθεση: Ελένη Καραΐνδρου
Μονταζ: Γιάννης Τσιτσόπουλος
Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας, Miodrag Mile Nicolic
Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
Ήχος: Θανάσης αρβανίτης
Μιξάζ: Bernard Leroux
Casting: Μαργαρίτα Μαντά, Παναγιώτης πορτοκαλάκης, αλέξανδρος Λαμπρίδης, Dinko Tucakovic
Ηθοποιοί: Harvey Keitel , Erland Josephson (συντηρητής της Ταινιοθήκης του Σαράγεβο) , Maia Morgenstern , Θανάσης Βέγγος (ταξιτζής) , Γιώργος Μιχαλακόπουλος (Νίκος) , Ντόρα Βολανάκη (ηλικιωμένη κυρία) , Μάνια Παπαδημητρίου , Γιώργος Κώνστας , Θάνος Γραμμένος , αλέκος Ουδινότης , Angel Ivanof , Ljuba Tadic , Βαγγέλης Λιοδάκης , Cert Llanaj , αγνή Βλάχου , Γιάννης Ζαβραδινός , Βαγγέλης Καζάν , Μίρκα Καλατζοπούλου , Δημήτρης Καμπερίδης , Εύα Κοταμανίδου , Μιράντα Κουνελάκη , Νίκος Κούρος , Ναταλία Μιχαηλίδου , Νάντια Μουρούζη , Βασίλης Μπουγιουκλάκης , Χριστόφορος Νέζερ (I) , Τάνια Παλαιολόγου , Στράτος Παχής , Τζένη Ρουσσέα , Στράτος Τζώρτζογλου , Γιάννης Φύριος , Δώρα Χρυσικού , Παναγιώτης Βαφειάδης , Γιάννης Κόκορης , Ηλίας Τσέχος , Νικολέττα Γουλή , Πάρις Ελευθερίου , Άννα αγγελοπούλου , Κατερίνα αγγελοπούλου , Ελένη αγγελοπούλου , Τάσος Πανταζής , Σταμάτης Μιχαληνός , Κώστας Σαντάς , Σοφία Βαμβακίδου , Μαρία Κάτσενου.
Παραγωγοί: Φοίβη Οικονομοπούλου , Θόδωρος Αγγελόπουλος , Herbert G. Kloiber , Amedeo Pagani , Giorgio Silvagni , Eric Heumann , Saimir Kumbaro , Piro Milkani , Dragan Ivanovic-Hevi , Ivan Milovanovic , Lucian Pricop
Εταιρία παραγωγής: Mega Channel , Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου , RAI
Διακρίσεις:
Φεστιβάλ Καννών 1995.
- Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής (Grand Prix du Jury)
- Βραβείο της Διεθνούς Κριτικής, Félix των κριτικών (ταινία της χρονιάς)
Αποσπάσματα από το σενάριο:
απόσπασμα 1:
Ο Α. σηκώνει το ποτήρι του:
«Στη θάλασσα», λέει, «που δεν εξαντλείται. Στη θάλασσα αρχή και τέλος».
Ο άλλος τον μιμείται:
«Στον Τσάρλυ Μιγκνους, στον Τσιτσάνη, στον Καβάφη, στον Τσε Γκεβάρα… στο Μάη του ΄68… στη Σαντορίνη».
«Στον Μουρνάου, στον Ντράγερ, στον ΄Ορσον Ουέλς».
«Στα τρία κουτιά που ψάχνεις… στον Αϊζενστάιν…».
Σταματάει σαν να ξαφνιάζεται και ο ίδιος με την πρόποση του:
«Τον αγαπάμε αυτόν;»
«Τον αγαπήσαμε, αλλά δεν μας αγάπησε».
- Με αφορμή την τελευταία στιχομυθία του αποσπάσματος για τον Αϊζενστάιν, να σημειώσουμε πως ο Αγγελόπουλος λειτούργησε σκηνοθετικά στον αντίποδα του μεγάλου σοβιετικού σκηνοθέτη, ο οποίος με τα πλάνα σφήνες και το ιδεολογικό μοντάζ ανέπτυξε μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, σύμφωνα με την οποία η αλληλουχία δυο πλάνων δεν πρέπει να παράγει απλώς το άθροισμά τους, αλλά ένα νέο νόημα, συνδεδεμένο διαλεκτικά με το περιεχόμενο της ταινίας.
απόσπασμα. 2:
Το φιλμ τελειώνει. Ένα άδειο φωτεινό καρέ παίρνει τη θέση της εικόνας στον τοίχο.
Το μουσκεμένο πρόσωπο του α. και το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στον τοίχο.
Η φωνή του βραχνή, θρυμματισμένη:
«Όταν γυρίσω,
Θα γυρίσω με τα ρούχα και το όνομα ενός άλλου.
Κανείς δεν θα με περιμένει.
Κι αν δεν με γνωρίσεις και πεις
“δεν είσαι εσύ”,
Θα σου δώσω σημάδια να πιστέψεις.
Τη λεμονιά στον κήπο σου.
Το ακρινό παράθυρο που μπάζει το φεγγάρι.
Κι ακόμα σημάδια του κορμιού και της αγάπης.
Κι όταν ανέβουμε τρέμοντας στο παλιό δωμάτιο,
ανάμεσα σ’ ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο,
ανάμεσα σ’ ένα κάλεσμα κι ένα άλλο,
Θα σου διηγούμαι το ταξίδι όλη νύχτα.
Κι όλες τις νύχτες που θα ΄ρθουν.
Ανάμεσα σ’ ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο,
ανάμεσα σ’ ένα κάλεσμα κι ένα άλλο,
όλη την ανθρώπινη περιπέτεια,
την περιπέτεια που ποτέ δεν τελειώνει…»
- Να σημειωθεί πως στην τελική εκδοχή της ταινίας έχουν κοπεί, έχουν ξαναγραφεί ή δεν έχουν γυριστεί καθόλου, πολλές από τις σκηνές του αρχικού σεναρίου, μεταξύ αυτών και η παραπάνω σκηνή του φινάλε της ταινίας, όπου στο αρχικό σενάριο εμφανίζεται ο Οδυσσέας του μύθου να ξυπνά φορώντας χλαμύδα σε μια ακρογιαλιά της Ιθάκης.
*Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο «Το βλέμμα του Οδυσσέα, σενάριο», εκδόσεις Καστανιώτη 1995.
Με τα λόγια του σκηνοθέτη:
«Τότε ήρθε μια νέα γυναίκα από το ίδρυμα Manz (ο οποίος ήταν μεγάλος ιταλός γλύπτης) για να μου φέρει ένα δώρο. Συνοδευόταν από ένα γράμμα της κόρης του καλλιτέχνη, το οποίο έλεγε ότι ο πατέρας της πριν πεθάνει είχε μια έμμονη ιδέα: Να σκαλίσει το βλέμμα του Οδυσσέα, γιατί θεωρούσε ότι μέσα σ’ αυτό υπήρχε όλη ανθρώπινη σύμπτωση…
Στη συνέχεια … έπεσα πάνω στους αδελφούς Μανάκια. Υπήρχε μια εκδήλωση αφιερωμένη στο έργο τους από την Βλάχικη κοινότητα (από την οποία κατάγονταν) και η οποία με είχε προσκαλέσει να μιλήσω γι’ αυτούς. Γνώριζα καλά για την ύπαρξη τους, αλλά παρόλα αυτά άρχισα να διαβάζω μελέτες γι’ αυτούς. Λοιπόν ανακάλυψα … πως υπάρχουν τρεις ταινίες από το έργο τους που δεν υποστεί τη διαδικασία της εμφάνισης. Αυτή η υπόθεση με συνεπήρε και άρχισα να ακολουθώ τα ίχνη αυτών των ταινιών…
Μετά συνέδεσα αυτή την ανακάλυψη με μια ιδέα που ήταν πιο προσωπική και έχει να κάνει με το πρόβλημα του βλέμματος. Αναρωτήθηκα: Συνεχίζω να βλέπω καθαρά; Ερώτηση που πρέπει να κάνει στον εαυτό του κάθε σκηνοθέτης.
Είχα άρα τρία στοιχεία να αρχίσω: Την Οδύσσεια, τους αδελφούς Μανάκια, το Βλέμμα. Όλα τα υπόλοιπα προστέθηκαν στην εξέλιξη…»
- Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στον Michel Ciment που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Positif No 415 τον Σεπτέμβριο του 1994 και αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fix Carre της Θεσσαλονίκης. Μετάφραση Δημήτρης Μπάμπας.
Η ταινία:
https://www.youtube.com/watch?v=HcP8fBu2jFo
Δείτε:
α) Στο 00:30:58 το «πέρασμα» στο ντοκιμαντέρ των αρχών του αιώνα (με σύνδεση την πόρτα του σπιτιού των αδελφών Μανάκη έτσι όπως ήταν τότε και τώρα), όπου εμφανίζεται και ο ίδιος ο Μίλτος Μανάκης.
β) Από 00:44:48 – 00:48:52 το πλάνο σεκάνς στα σύνορα της Βουλγαρίας όπου έχουμε χρονικό άλμα στο 1915 (καταδίκη σε θάνατο του Γιαννάκη Μανάκη).
γ) Από 00:44:48 – 00:48:52 το πλάνο σεκάνς της συνάντησης του Α. με την μητέρα του στο σταθμό του Βουκουρεστίου όπου έχουμε χρονικό άλμα στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
δ) Από 00:55:25 – 00:57:00 το πλάνο σεκάνς της περιήγησης του Α. με την μητέρα του στους δρόμους της Κωστάντζα όπου έχουμε χρονικό άλμα στο 1944 (άγημα του κόκκινου στρατού)
Συνοψίζοντας τα άλματα στο χρόνο στη διαδρομή του Α. με το τρένο:
Ο Α. με αφετηρία το Μοναστήρι ταξιδεύει με το τρένο για το Βουκουρέστι, αλλά στον έλεγχο διαβατηρίων στα σύνορα με την Βουλγαρία μεταφερόμαστε στο 1915. Ο Α. συνεχίζει το ταξίδι του, αλλά όταν φτάνει στο σταθμό του Βουκουρεστίου όπου συναντά την μητέρα του, μεταφερόμαστε στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Από το Βουκουρέστι συνεχίζει το ταξίδι μαζί με την μητέρα του για την Κωστάντζα, αλλά όταν φτάνουν στην πόλη βρισκόμαστε στο 1944.
ε) Από 01:22:10 – 01:24:27 το κυκλικό πανοραμίκ 360 μοιρών πλάνο σεκάνς του κομματιασμένου αγάλματος του Λένιν.
στ) Από 02:17:10 – 02:19:47 το πλάνο σεκάνς με τους τρόφιμους του ψυχιατρείου στο βομβαρδισμένο Σεράγεβο.
Δείτε επίσης:
- Την πρώτη σκηνή της ταινίας με το μπλε καράβι στην παραλία της Θεσσαλονίκης, (πλάνο σεκάνς με χρονικό άλμα στο 1954), από το 1:03 – 3:55.
- Απόσπασμα από το τρίτο πλάνο της δεύτερης σκηνής της ταινίας που παραπέμπει και στις αντιδράσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της προηγούμενης ταινίας του σκηνοθέτη «Το μετέωρο βήμα του πελαργού».
- Την σκηνή με το κομματιασμένο άγαλμα του Λένιν στον Δούναβη, διάρκειας 3:20 λεπτών που αποτελείται από 4 πλάνα.
- Απόσπασμα από το πλάνο σεκάνς της γιορτής της πρωτοχρονιάς στη Κωστάντζα, όπου έχουμε μεταβολή του ιστορικού χρόνου 3 φορές (1945-1948-1950)
- Τις δύο σκηνές των προπόσεων του Α. με τον φίλο του δημοσιογράφο αρχικά στη λέσχη ανταποκριτών και μετά σε δρόμο του Βελιγραδίου.
- Απόσπασμα από το πλάνο σεκάνς του χορού στην ομίχλη στο βομβαρδισμένο Σεράγεβο.
Διαβάστε:
Κριτική της ταινίας από τον Βασίλη Ραφαηλίδη μέσα από 6 κριτικές που δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο με τίτλο: «Το βλέμμα του ποιητή», εκδόσεις Αιγόκερως- κινηματογραφική θεωρία 12, 1996.
«Το Βλέμμα του Οδυσσέα δεν είναι η Οδύσσεια. Κανένα βλέμμα δεν μπορεί να μπει σε περιπέτειες άλλες από αυτές που ορίζει το πνεύμα. Η περιπέτεια που καθοδηγείται από το βλέμμα που πέφτει πάνω στις περιπέτειες των άλλων, είναι κατ’ ανάγκη μια περιπέτεια του νου και της συνείδησης. Άλλωστε το βλέμμα δεν είναι το μάτι, είναι η ματιά.
Είναι αυτό που δεν θα δεις ποτέ στον καθρέφτη ο οποίος σου στέλνει πίσω την εικόνα των ματιών σου, αλλά πότε τη ματιά, που δεν ανακλάται και που φεύγει και χάνεται στο άπειρο. Κανείς δεν κατάφερε να δει τη ματιά του, ούτε στον καθρέφτη, ούτε στη φωτογραφία».
Συνεχίστε την ανάγνωση Κριτική Ραφαηλίδης
Το Πριν πραγματοποιεί στην ιστοσελίδα του prin.gr ένα ενδελεχές αφιέρωμα στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Κάθε Παρασκευή παρουσιαζεται και μια ταινία.
Αφιέρωμα στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου
5/2: Αναπαράσταση, 1970
12/2: Μέρες του 36, 1972
19/2: Ο Θίασος, 1975
26/2: Οι Κυνηγοί, 1977
5/3: Μεγαλέξανδρος, 1980
12/3: Ταξίδι στα Κύθηρα, 1984
19/3: Ο Μελισσοκόμος, 1986
26/3: Τοπίο στην Ομίχλη, 1988
2/4: Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, 1991
9/4: Το Βλέμμα του Οδυσσέα, 1995
16/4: Μία αιωνιότητα και μια μέρα, 1998
23/4: Το Λιβάδι που Δακρύζει, 2004
30/4: Η σκόνη του χρόνου, 2008