Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η τοποθέτηση του Μάριο Ντράγκι στη θέση του πρωθυπουργού της Ιταλίας δείχνει την προτίμηση των υπερεθνικών θεσμών της ΕΕ σε «τεχνοκράτες», όσο το δυνατόν ανεπηρέαστους από την λαϊκή βούληση και διεκδίκηση. Παρόμοιες παρεμβάσεις, που υπηρετούν τη μονοπωλιακή ολιγαρχία, σταδιακά συρρικνώνουν την αστική δημοκρατία (χωρίς να την καταργούν) ενισχύοντας τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό.
H ανάθεση του σχηματισμού κυβέρνησης στην Ιταλία στον Μάριο Ντράγκι (πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας-ΕΚΤ) αιφνιδίασε, αλλά ως σύγχρονο πολιτικό φαινόμενο δεν εκπλήσσει. Είναι πάγια πολιτική της σύγχρονης αστικής τάξης να συγκροτεί στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού μία πυραμίδα τεχνοκρατών (τεχνοδομή κατά τον Γκαλμπρέιθ) θεωρώντας την αναγκαία για την ορθολογικοποίηση των λειτουργιών του κράτους, χάρη στην υψηλή επιστημονική κατάρτισή τους και την απαλλαγή τους απο πολιτικές ιδεοληψίες και υπέρμετρες πολιτικές φιλοδοξίες. Το ίδιο είχε συμβεί στην Ιταλία και το 2011 με την ανάληψη της πρωθυπουργίας απ’ τον τραπεζίτη Μάριο Μόντι. Αλλά και στην Ελλάδα το 2011 η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον τραπεζίτη αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, Λουκά Παπαδήμο. Υποτίθεται ότι ανώτερα και ανώτατα πολιτικά καθήκοντα ανατίθενται σε τεχνοκράτες διεθνούς ή και εθνικής εμβέλειας σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, γιατί θεωρούνται ικανότεροι στο να εξασφαλίζουν σ’ αυτές τις συνθήκες την ενότητα και συναίνεση του κοινωνικού σώματος, σε αντίθεση με τους επιρρεπείς στην κομματική ιδιοτέλεια επαγγελματίες πολιτικούς.
Η αλήθεια είναι ότι οι κομματικά ουδέτεροι τεχνοκράτες (εν μέρει ισχύει) δεν είναι πολιτικά ουδέτεροι απέναντι και στις πιο υπερφίαλες απαιτήσεις των μονοπωλίων, γι’ αυτό είναι και οι πιο πιστοί και αποτελεσματικοί υπηρέτες τους. Γι’ αυτό και οι υπερεθνικοί θεσμοί (ΕΕ, ΔΝΤ ,ΕΚΤ κ.ά.) σε συνεργασία και με αντίστοιχους εθνικούς θεσμούς προωθούν στα ανώτατα αξιώματα δοκιμασμένους στην υπηρεσία τους τεχνοκράτες, εξαναγκάζοντας σε παραίτηση πρόσφατα εκλεγμένες, ακόμη με ισχυρή λαϊκή ετυμηγορία, κυβερνήσεις. Όχι γιατί πρόβαλλαν κάποιες αντιμονοπωλιακές θέσεις, αλλά επειδή διατύπωναν κάποιες επιφυλάξεις και μετέφεραν την πίεση της κοινωνίας.
Και το 2011 δύο τραπεζίτες είχαν αναλάβει την πρωθυπουργία της Ιταλίας (Μ. Μόντι) και της Ελλάδας (Λ. Παπαδήμος)
Στην ελληνική περίπτωση, η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον τραπεζίτη Παπαδήμο το 2011, ενώ το 2009 το ΠΑΣΟΚ είχε επικρατήσει στις εκλογές του 2009 με το υψηλό ποσοστό του 44% και είχε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Αλλά και στην Ιταλία ο Τζουζέπε Κόντε, πού κάθε άλλο παρά διακρινόταν για τις ριζοσπαστικές απόψεις του, τον Νοέμβριο του 2020, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είχε δημοφιλία που άγγιζε το 52%. Η αντικατάσταση ακόμη και ισχυρών αστικών κυβερνήσεων εντείνεται, όταν διακυβεύονται ισχυρά συμφέροντα της ολιγαρχίας του πλούτου. Η τοποθέτηση Παπαδήμου στην πρωθυπουργία ήταν εγγύηση και προειδοποίηση στα αστικά κόμματα ότι τα δάνεια της ΕΕ στην καθημαγμένη ελληνική οικονομία θα αποπληρώνονταν με κάθε τίμημα. Και στην παρούσα συγκυρία, στον εκρηκτικό συνδυασμό, κρίση οικονομικής και κρίση κορονοϊού, η πίεση της διεθνούς ολιγαρχίας και των υπερεθνικών θεσμών της στο πολιτικό κατεστημένο των καπιταλιστικών χωρών εντείνεται, με κορύφωση την εγκατάσταση ενός ουρανοκατέβατου πρωθυπουργού στην Ιταλία, του Ντράγκι. Έτσι δηλώνεται,εμμέσως πλην σαφώς, η βούληση των ηγετικών μονοπωλίων να επιστραφεί ο πακτωλός χρήματος που παρέχεται στις εθνικές κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της διπλής κρίσης (υγείας και οικονομίας) και ότι η πάγια και άτεγκτη ισχύς του Συμφώνου Σταθερότητας θα επανέλθει, όταν καταλαγιάσει η ένταση της κρίσης.
Η καταλυτική παρέμβαση του διεθνούς κεφαλαίου και των οργανισμών του στον καθορισμό της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων, ακόμη και με την αντικατάσταση εκλεγμένων πρωθυπουργών από τεχνοκράτες της εμπιστοσύνης τους είναι συστατικές πλευρές της κυριαρχίας του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Πολλά είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτικού συστήματος. Κυριότερα, ίσως, είναι τα εξής δύο: Η όλο και συχνότερη διακυβέρνηση με προεδρικά διατάγματα, χωρίς κανονικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, που τείνουν στη σαφή περιθωριοποίηση του αστικού κοινοβουλίου, χωρίς να το καταργούν ως θεσμό. Όλο και περισσότερο διαψεύδεται η εικόνα της πλουραλιστικής αστικής δημοκρατίας και η δυνατότητα αντιπροσώπευσης των λαϊκών συμφερόντων, έστω σε κάποιο στοιχειώδη βαθμό. Ο αστικός πολυκομματισμός αποτελεί μιαν λαμπερή επιφάνεια, που πίσω της κρύβεται η απόλυτη απληστία και ικανοποίηση των συμφερόντων της οικονομικής ολιγαρχίας. Το δεύτερο καθοριστικό γνώρισμα του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού είναι ότι οι κυβερνήσεις, παρά το ότι θεσμικά διατηρούν την κυριότητα της εξουσίας, συμπιέζονται όλο και περισσότερο από τους υπερεθνικούς θεσμούς οικονομίας και διακυβέρνησης (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση).
Στον σύγχρονο καπιταλισμό, αυτά τα όργανα δεν επηρεάζουν απλώς, ισχυρά έστω, τις κυβερνήσεις, αλλά τους υπαγορεύουν ουσιαστικά την πολιτική την οποία υποχρεούνται να ακολουθήσουν, για να μη χάσουν τη στήριξη τους. Χαρακτηριστική ήταν η αδιάλλακτη στάση της ΕΕ το 2015, που επέβαλλε το τρίτο μνημόνιο με τη συνεργασία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Σε ακραίες περιπτώσεις, η βούληση των υπερεθνικών οργάνων επιβάλλεται και με θεσμούς υποχρεωτικούς, όπως το δυσβάστακτο Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά και με την εκπαραθύρωση εκλεγμένων πρωθυπουργών από τεχνοκράτες αυτών των οργάνων, όπως οι Ντράγκι και Παπαδήμος.