Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Οι αφορισμοί σε βάρος της Αριστεράς από τα χείλη κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης και από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη είναι χαρακτηριστικοί: «Κόκκινος Φασισμός, Κόκκινοι Χρυσαυγίτες, Αριστερός Φασισμός» και η απαίτηση ότι «αφού καταδικάστηκε η Χρυσή Αυγή, πρέπει να καταδικαστεί και ο κόκκινος φασισμός». Πρόκειται για άθλια διαστρέβλωση, με στόχο τη χειραγώγηση του λαού και τη στοχοποίηση των αγωνιστών και ειδικά των κομμουνιστών.
Ορυμαγδός αντιδραστικής προπαγάνδας εις βάρος της Αριστεράς κυριαρχεί τις τελευταίες ημέρες. Όχημα η θεωρία των δύο άκρων στην πιο αντιδραστική και χυδαία παραλλαγή. Αυτή η θεωρία στην κλασική της εκδοχή παραπέμπει σε δύο διαμετρικά αντίθετες ιδεολογικοπολιτικές παραλλαγές – κομμουνισμός, φασισμός- που παρά την αντιπαλότητά τους συγκλίνουν αντικειμενικά στη φθορά της (αστικής) δημοκρατίας και των θεσμών της.
Τυπικό παράδειγμα η ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1933, από την υπονομευτική δράση του κομμουνιστικού και του ναζιστικού κόμματος, άποψη που υποστήριξε στην τρέχουσα συζήτηση ο δημοσιογράφος Γ. Πρετεντέρης («Ένα παιδί μετράει τα άκρα», Τα Νέα 17-18/10/2020).
Μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και τον προπηλακισμό του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ η θεωρία αυτή προβάλλεται σε μία χυδαία συνθηματολογική μορφή, χωρίς την παραμικρή, σοφιστική έστω, τεκμηρίωση, για να αμαυρώσει την Αριστερά και να αφοπλίσει το κίνημα, ενόψει της περαιτέρω αντιδραστικοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής της ΝΔ. Σ’ αυτό το σχήμα προβάλλεται η θεωρία του ενός άκρου, του φασισμού, πού απλώς υποδιαιρείται σε «μαύρο και κόκκινο φασισμό». Μ’ αυτό το συνθηματολογικό στερεότυπο βομβαρδίζεται η κοινή γνώμη χωρίς επιχειρήματα και αποδείξεις, ώστε υποσυνείδητα να ενσωματώνει την αντίληψη των δύο μορφών του φασισμού, του μαύρου και του κόκκινου. Οι αφορισμοί σε βάρος της Αριστεράς από τα χείλη κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης και από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη είναι χαρακτηριστικοί: «Κόκκινος Φασισμός», «Κόκκινοι Χρυσαυγίτες», «Αριστερός Φασισμός» κοκ και η απαίτηση, ως λογική επωδός, ότι «αφού καταδικάστηκε η Χρυσή Αυγή, πρέπει να καταδικαστεί και ο κόκκινος φασισμός, αφού αποβλέπει και αυτός στη βίαιη ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Οι αφορισμοί σε βάρος της Αριστεράς από τα χείλη κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης και από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη είναι χαρακτηριστικοί: «Κόκκινος Φασισμός», «Κόκκινοι Χρυσαυγίτες», «Αριστερός Φασισμός»
Ωστόσο, παρά τη φαινομενική ομοιότητά τους (όπως η αντιπαλότητά τους προς την αστική δημοκρατία) συνεχώς λογικά και ιστορικά αποδεικνύεται ότι κομμουνισμός και φασισμός είναι διαμετρικά αντίθετα και αλληλοαποκλειόμενα συστήματα. Ο κομμουνισμός ως πολιτικό κίνημα αποβλέπει στην υποστήριξη των άμεσων και δομικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Γι’ αυτό, αντιμάχεται τον καπιταλισμό και αποβλέπει στην αντικατάστασή του από το ιστορικά ανώτερο σύστημα, τον σοσιαλισμό, με την εργατολαϊκή βούληση και δράση. Απεναντίας, ο φασισμός αποβλέπει στη διατήρηση και σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος από το απειλητικό ή ανερχόμενο λαϊκό κίνημα, παρά τον κίβδηλο λαϊκισμό του, ιδίως σε συνθήκες κρίσης, με ανατροπή της αστικοδημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης και αντικατάστασή της από τη φασιστική δικτατορική διακυβέρνηση. Ο κομμουνισμός και ο φασισμός υιοθετούν διαμετρικά αντίθετη ταξική πολιτική, με διαχρονική ανάδειξη του φασισμού σε «σιδερένια γροθιά» του συστήματος κατά του εργατικού κινήματος.
Ούτε όμως και στο ιδεολογικό επίπεδο υπάρχει σύγκλιση κομμουνισμού-φασισμού με την υιοθέτηση από τον δεύτερο, ιδίως στον μεσοπόλεμο, «σοσιαλιστικών» ιδεολογικών στοιχείων και τον αυτοχαρακτηρισμό του ως εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Στην πραγματικότητα, ο «σοσιαλισμός» του ναζισμού ήταν ιδεολογική έκφραση του δημόσιου τομέα της οικονομίας και της σχετικής πρόνοιας, σύμφωνα με την κεϊνσιανή καπιταλιστική διαχείριση που επικράτησε στον μεσοπολεμικό καπιταλισμό μετά την κρίση του 1929-30.
Ούτε ο σύγχρονος λαϊκισμός των ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων αποτελεί «αριστερό» παράγοντα φιλολαϊκής πολιτικής, αλλά φύλλο συκής του συστημικού χαρακτήρα τους, όπως αποδεικνύεται αδιάψευστα απ’ την επιθετική και βίαιη στάση τους ενάντια στο εργατολαϊκό κίνημα, αλλά κι από την παραδοσιακή στον πολιτικό χώρο τους υιοθέτηση της συνεργασίας των τάξεων, όπως και της εργοδοσίας με τους εργάτες στον συνδικαλισμό.
Αλλά εκτός από τη συστημική (δομολειτουργική) αντίθεση του φασισμού με το σοσιαλιστικό σύστημα, και ιστορικά σε κάθε εξελικτική φάση έχει αποδειχθεί ο αστικός χαρακτήρας του φασισμού, η ενσωμάτωσή του στο αστικό κράτος, με σχετική αυτοτέλεια, που εκφράζεται κυρίως με την αντίθεσή του προς τα αστικοδημοκρατικά κόμματα, αν και σ’ ορισμένες συνθήκες υποστηρίζεται και συνεργάζεται μ’ αυτά.
Ο κομμουνισμός και ο φασισμός υιοθετούν διαμετρικά αντίθετη ταξική πολιτική, με διαχρονική ανάδειξη του φασισμού σε «σιδερένια γροθιά» του συστήματος κατά του εργατικού κινήματος
Στη χαρακτηριστική περίπτωση της ανατροπής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία με την υποστήριξη του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και την υποστήριξη του προέδρου Χίντεμπουργκ και των αστικών κομμάτων. Ακόμη και οι Σοσιαλδημοκράτες έδειξαν ανοχή στον Χιτλερισμό και απέρριψαν τις προτάσεις των Κομμουνιστών για σύμπραξη προς αποτροπή του ναζιστικού κινδύνου.
Αλλά και στην ελληνική πολιτική ιστορία οι φασιστικές και στρατιωτικές δικτατορίες υποστηρίχθηκαν απ’ το οικονομικό πολιτικό σύστημα και το υπηρέτησαν πιστά. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου επιβλήθηκε με την παρέμβαση του βασιλιά και τη στήριξη της κυβέρνησης Μεταξά από τα δύο μεγαλύτερα αστικά κόμματα. Τα ενταγμένα στον γερμανικό στρατό τάγματα ασφαλείας αποτέλεσαν δύναμη κρούσης του συστήματος στα Δεκεμβριανά και στην εξαπόλυση τρομοκρατίας μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου νομιμοποιήθηκε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που ετοίμαζε δικτατορία με στρατηγούς, στελεχώθηκε από ανώτατους δικαστικούς, την στρατιωτική ηγεσία κι αστούς πολιτικούς. Αλλά και η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίστηκε απ’ τα αστικά κόμματα με ανοχή και σχέσεις συνεργασίας από τμήμα αυτών των κομμάτων, που διευκόλυναν την άνδρωσή της.
Απεναντίας, σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες οι κομμουνιστές, αλλά και άλλες αριστερές και δημοκρατικές δυνάμεις υπέστησαν και δοκίμασαν διώξεις, εξορίες, βασανισμούς. Πολλοί πρόσφεραν και τη ζωή τους.
Εν τέλει, το προπαγανδιστικό τέχνασμα του «μαύρου και κόκκινου φασισμού» δεν είναι μόνον ανιστόρητο και ατεκμηρίωτο, αλλά και ανέντιμο. Ειδικά στο επεισόδιο με τον πρύτανη της ΑΣΟΕΕ η κυβέρνηση κατηγορεί συλλήβδην την Αριστερά, ώστε να κατασυκοφαντηθούν οι πρωτοπόρες στο κίνημα ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις, που αγωνίζονται για τα πραγματικά προβλήματα του λαού και την ανατροπή, αντί να αναλώνονται σε εκδηλώσεις ατομικής βίας και εύκολου εντυπωσιασμού, που αφήνουν αδιάφορη την καθημαγμένη εργατική τάξη ή και την επηρεάζουν αρνητικά με την τεχνητή υποδαύλιση βέβαια των φερέφωνων της αστικής τάξης…