Κώστας Παλούκης
Η δικτατορία του Μεταξά ήταν μια σύνθεση και ταυτόχρονα υπέρβαση και των δύο προπολεμικών αστικών παρατάξεων, εξίσου αντικομμουνιστικών και ευεπίφορων στα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Η ταξική πόλωση, το γράμμα του Ζαχαριάδη και η στάση του αστικού κόσμου, ήταν οι προϋποθέσεις για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΚΚΕ στη συνέχεια.
Kατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η ιδέα για ένα πραξικόπημα και ευρύτερα ένα αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης αποτελούσε κοινό τόπο ανάμεσα στα αστικά κόμματα, όπως και σε μια μεγάλη μερίδα των εφημερίδων και των δημοσιολογούντων εν γένει. Το ερώτημα ήταν ποιος θα είναι τελικά η ελληνική εκδοχή του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Πολλοί οι μνηστήρες και οι αποτυχημένοι πραξικοπηματίες και από τους δύο αστικούς πόλους. Τελικά, ο Ιωάννης Μεταξάς σε συνεργασία με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ στις 4 Αυγούστου 1936 αναστέλλει βασικά άρθρα του Συντάγματος και κηρύσσει δικτατορία. Στην πράξη είχε την συναίνεση και των δύο παρατάξεων και από πολλές πλευρές το καθεστώς του ήταν περισσότερο μια διαλεκτική υπέρβαση των δύο προϋπαρχόντων πολιτικών παραδόσεων παρά συνέχεια του παραδοσιακού μοναρχισμού, καθώς υιοθέτησε πολλά εκσυγχρονιστικά στοιχεία της βενιζελικής παράταξης. Η κοινή συνισταμένη πάνω στην οποία στηρίχθηκε ήταν βέβαια ο αντικομμουνισμός και η ιδέα της υπεράσπισης του «αστικού κοινωνικού καθεστώτος» από την κομμουνιστική απειλή, η ελληνική εκδοχή του «κόκκινου τρόμου», που αποτελούσε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 συστατικό στοιχείο της αστικής πολιτικής και της κουλτούρας. Στη συζήτηση για τον φασιστικό ή μη χαρακτήρα του καθεστώτος, η πιο σωστή ίσως διατύπωση θα ήταν ο «ανολοκλήρωτος φασισμός», καθώς από το 1938 κι έπειτα τα φασιστικά χαρακτηριστικά ενισχύονται. Ιδρύεται και λειτουργεί η ΕΟΝ, ενισχύονται οι φιέστες, υιοθετείται ο φασιστικός χαιρετισμός, μια λειτουργιστική αντίληψη για την συνεργασία των κοινωνικών τάξεων που προϋπήρχε στον βενιζελισμό, προτάσσεται η ιδεολογία του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού. Ο Μεταξάς διετέλεσε πρωθυπουργός από τις 13 Απριλίου του 1936 έως τις 29 Ιανουαρίου του 1941. Στη συνέχεια, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κορυζής μέχρι τις 18 Απριλίου 1941 και αργότερα ο Εμμανουήλ Τσουδερός.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Βρετανίας, και της Γερμανίας. Φαίνεται, όμως, ότι ήδη από το 1936 η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς. Σημαντικό ρόλο στις διπλωματικές επιλογές διαδραμάτισε και η στάση της Ιταλίας, λόγω των συνεχών προκλήσεων. Το γεγονός της βύθισης της Έλλης σηματοδότησε το τέλος των φιλικών σχέσεων με τις δυνάμεις του Άξονα. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν και η ιταλική παρουσία στα Δωδεκάνησα και το Αιγαίο.
Η διάλυση του οργανωμένου κομμουνιστικού κινήματος ήταν μια από τις πιο σημαντικές επιτυχίες της δικτατορίας. Στις φυλακές της Ακροναυπλίας που λειτούργησαν από την άνοιξη του 1937 φυλακίστηκε η μεγαλύτερη ομάδα κομμουνιστών, περίπου 600 άτομα. Επίσης, εκτοπίστηκαν στα μικρά νησιά Άη Στράτη, Ανάφη, Φολέγανδρο, Κίμωλο, Γαύδο και αλλού πολλά στελέχη και μέλη του ΚΚΕ. Στα τέλη του 1939, ελάχιστοι κομμουνιστές είχαν παραμείνει ασύλληπτοι. Πρόκειται για τη μοναδική τέτοια περίπτωση στην ιστορία του διεθνούς κομμουνισμού. Ταυτόχρονα βέβαια, υπήρχε μια σημαντική μερίδα κομμουνιστών που δεν είχε υπογράψει δήλωση ή κρυβόταν και εργαζόταν παράνομα.
Η εξαφάνιση του κοινοβουλευτισμού και η αντικομμουνιστική ιδεολογία ουσιαστικά άφησε τον κομμουνισμό να είναι ο μοναδικός αντίπαλος του καθεστώτος, έστω και σαν φάντασμα που πλανιόταν αόρατο αλλά πάντα απειλητικό. Επίσης, η διαδικασία ενσωμάτωσης των προσφυγικών γειτονιών και προλεταριοποίησης των λουμπενοποιημένων προσφύγων ανέδειξε για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία μια εργατική κουλτούρα διακριτή από την αστική, χαράσσοντας τα σύνορα της ταξικής πόλωσης ανάμεσα στο κέντρο και τις λαϊκές προσφυγικές γειτονιές. Αυτή η πολιτισμική πόλωση που εκφράστηκε μέσω της εργατικής περιόδου του ρεμπέτικου τραγουδιού, θα διαρκέσει σε όλη τη δεκαετία του 1940 και θα συναντηθεί με τα κομμουνιστικά προτάγματα της αντίστασης.
Το χτυπημένο κομμουνιστικό κίνημα, ως απειλητικό «φάντασμα», ήταν ο μοναδικός αντίπαλος της δικτατορίας
Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου συνοδεύτηκε με την πραγματική παλλαϊκή συμμετοχή όλων των Ελλήνων. Η μεγάλη νίκη στα βουνά της Ηπείρου δεν ήταν αποτέλεσμα της ευφυΐας κάποιου στρατηγού αλλά του απλού έφεδρου υπαξιωματικού και της κοινότητας αλληλεγγύης των στρατευμένων που συνήθως ήταν από τον ίδιο τόπο και του ημι-αντάρτικου χαρακτήρα του πολέμου από λόφο σε λόφο. Οι ίδιοι οι στρατηγοί δεν είχαν ουσιαστικά εμπιστοσύνη ούτε στις δικές τους δυνάμεις ούτε στον στρατό και για αυτό τον λόγο συνθηκολόγησαν τόσο εύκολα απέναντι στη γερμανική επέλαση.
Η σημασία του κομμουνιστικού παράγοντα στην ελληνική κοινωνία φάνηκε από τη διακαή επιθυμία του καθεστώτος να αποσπάσει τη συναίνεση της ηγεσίας του ΚΚΕ στην επερχόμενη πολεμική σύγκρουση. Η επιλογή του Ζαχαριάδη να συνεργήσει συνιστά αποτέλεσμα αυτής της σύνθετης και αντιφατικής διαδικασίας συνδιαλλαγής ενός αντικομμουνιστικού καθεστώτος με τους κομμουνιστές. Και αυτό διαφαίνεται στο πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη το οποίο υπονόμευσε την αντικομμουνιστική καθεστωτική ιδεολογία και τη φασιστικοποίηση. Επίσης, σε αυτό συνέβαλε η ανάδειξη του ιταλικού και γερμανικού φασισμού ως εχθρού, αν και οι μηχανισμοί του κράτους μια χαρά προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση μετά την ήττα από τους Γερμανούς. Σε κάθε περίπτωση, η φράση του Ζαχαριάδη στο πρώτο του γράμμα στοίχειωσε τους εκπροσώπους του αστικού κόσμου, όταν καλούσε «δίπλα στο κύριο μέτωπο» να γίνει και «ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, σπίτι με σπίτι […] φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα».
Την κρίσιμη λοιπόν περίοδο από την ήττα στην εξέγερση, η εξαφάνιση του αστικού πολιτικού κόσμου από το προσκήνιο και η υποταγή του αστικού μηχανισμού στον κατακτητή επέτρεψε στον αόρατο και διαλυμένο κομμουνισμό να αναδειχθεί ως το μοναδικό αντίπαλο δέος στις δυνάμεις κατοχής και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Οι κομμουνιστές αποδείχτηκαν οι μόνοι ειλικρινείς, πραγματικά διατεθειμένοι «να πάνε» τον αντιφασιστικό αγώνα μέχρι τέλους, να μην εγκαταλείψουν και προδώσουν τον νικηφόρο ελληνικό λαό.