Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Πριν στεγνώσει το μελάνι της καταδικαστικής απόφασης εις βάρος της Χρυσής Αυγής τα αστικά κόμματα, ιδίως του νέου δικομματισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, αποδύονται σε έναν αγώνα αντιναζιστικού πρωταθλητισμού και εστιασμού των ευθυνών για την ανάδυση του νεοναζιστικού και γενικότερα του ακροδεξιού φαινομένου στους πολιτικούς αντιπάλους τους.
Καταγέλαστη είναι η προσπάθεια των εταίρων του δικομματισμού να δρέψουν δημοκρατικές δάφνες από την ήττα της Χρυσής Αυγής (ΧΑ). Γιατί όπως στην ευρωπαϊκή κομματική σκηνή, έτσι και στην ελληνική, η ενισχυμένη ακροδεξιά λειτουργεί ως συστημική δύναμη παρά την ιδιαιτερότητά της (έντονος αντικομμουνισμός, αντικινηματισμός, ξενοφοβία). Ως εκ τούτου, συγκλίνει ή και συνεργάζεται με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις σε βασικά ζητήματα ή και σε επίπεδο κυβέρνησης. Εξού και η συγκυβέρνηση της ΝΔ με ΛΑΟΣ και του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Στην περίπτωση νεοναζιστικών δυνάμεων, καταβάλλεται προσπάθεια να μετασχηματιστεί η νεοφασιστική ακροδεξιά σε συστημική «γραβατωμένη» δύναμη, προσαρμοσμένη στο πολιτικό σύστημα και συνεργάσιμη με θεσμικές αστικές δυνάμεις.
Η ανοχή ή και η τάση σύγκλισης παραγόντων των δύο κυρίαρχων σήμερα πολιτικών δυνάμεων με τη ΧΑ αποδείχτηκε σε αρκετές περιπτώσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την καθυστέρηση της κυβέρνησης Σαμαρά να προωθήσει στη δικαιοσύνη συσσωρευμένες δικογραφίες για την εγκληματική δράση της ΧΑ και στην ενεργοποίησή της μόνο μετά τη δολοφονία Φύσσα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ πιο αξιομνημόνευτη είναι η απίστευτη δήλωση του προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση ότι «δεν έχουν μυρωδιά οι ψήφοι, όλες οι ψήφοι είναι ίδιες», για να δικαιολογήσει τη σύμπλευση με τη ΧΑ σε ψηφοφορίες και οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, βάσει των οποίων δεν στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα οι καταδικασθέντες Χρυσαυγίτες, αλλά και η δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης επί ΣΥΡΙΖΑ Ν. Παρασκευόπουλου για σύγκλιση με τη ΧΑ, εφόσον εκδημοκρατιστεί!
Εννοείται ότι η επιχείρηση ιδιοποίησης της ΧΑ από τις αστικές δυνάμεις συνδέεται με την ενορχηστρωμένη και βαθιά στρεβλωτική συστημική αντίληψη για τον ρόλο του κινήματος στην πάλη κατά του φασισμού. Επίσημη πολιτική της ΕΕ είναι η θεωρία των άκρων. Δηλαδή, η θέση ότι ακραίες συμπεριφορές, σε αντίθετη κατεύθυνση, εκπηγάζουν από το τυφλό μίσος και τις βίαιες παρορμήσεις των μαζών κατά του συστήματος. Ακόμη, ότι αυτά τα αντίθετα ρεύματα (φασιστικό και κομμουνιστικό) αλληλοτροφοδοτούν τη βιαιότητά τους. Αυτή η στάση μίσους και βίας κυριάρχησε, σύμφωνα με τις αστικές αναλύσεις, στην άνω και κάτω πλατεία στο Σύνταγμα το 2010-2012.
Σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, η φασιστική βία δεν χειραγωγείται απ’ το αστικό κράτος, για να τρομοκρατεί το ανερχόμενο κίνημα, αλλά αποτελεί αυθόρμητη «μαύρη βία» που στρέφεται κατά του συστήματος, όπως και η «κόκκινη βία». Συμπληρωματική πλευρά αυτής της ερμηνείας αποτελεί και η χονδροειδής στρέβλωση της ταύτισης του μαζικού λαϊκού κινήματος με τρομοκρατικές μικροομάδες, που στην πλειοψηφία τους είναι διαβρωμένες απ’ τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Συστημικά ΜΜΕ ταυτίζουν τη Χρυσή Αυγή με την «πάνω πλατεία», θέλοντας να «φυλακίσουν» τον αντιμνημονιακό ριζοσπαστισμό
Οι θριαμβολογίες των αστικών φερεφώνων ότι η καταδίκη της Χρυσής Αυγής σηματοδοτεί την «κατάρρευση του αντισυστημικού μπλοκ» φτάνει στην αμετροέπεια. Χαρακτηριστικά το Πρώτο Θέμα της προηγούμενης Κυριακής κυκλοφόρησε με κεντρικό τίτλο «Στη φυλακή η πάνω πλατεία» και υπότιτλο «Τέλος εποχής για Αγανακτισμένους και… Αυταπατημένους της άγριας μνημονιακής δεκαετίας(!)», απαξιώνοντας και ελεεινολογώντας τα κινήματα των πλατειών το 2011. Σε ανάλογο μήκος κύματος και ο Κ. Μητσοτάκης καταγγέλλει «τον φασισμό… και τον λαϊκισμό που τον ανέθρεψε στις πλατείες του τυφλού μίσους και της βίας».
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι πολιτικοί και δημοσιολόγοι του συστήματος αξιοποιούν την καταδίκη της ηγεσίας της ΧΑ για να εξάρουν τη δήθεν δική τους καθοριστική συμβολή στην έκβαση της δίκης, αλλά και για να αμαυρώσουν και να κατασυκοφαντήσουν το μεγαλειώδες κίνημα των πλατειών, αλλά και το λαϊκό κίνημα εν γένει.Αναφέρονται συλλήβδην στους αγανακτισμένους της πάνω και κάτω πλατείας, στο τυφλό μίσος και τη βία που τους χαρακτήριζε. Ο πολιτικός στόχος αυτής της παραχάραξης της αλήθειας είναι εξόφθαλμος: Να ταυτιστεί το αγωνιστικό κίνημα κατά των μνημονίων και της αστικής πολιτικής με «τους Χρυσαυγίτες της πάνω πλατείας», να θεωρηθούν οι αγώνες του τυφλή έκφραση μίσους, βίας, ανορθολογισμού και αυταπατών.
Η πραγματικότητα είναι διαμετρικά αντίθετη. Το αντιμνημονιακό, αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα μόνο στη διεστραμμένη φαντασία αστών πολιτικών και δημοσιολόγων θα μπορούσε να συνυπάρξει πολιτικά και αγωνιστικά με τους φασίστες. Ούτε οι Χρυσαυγίτες θα μπορούσαν να συνυπάρξουν με ριζοσπάστες. Και συντηρητικοί πολίτες κατέκλυζαν την πάνω πλατεία και όχι Χρυσαυγίτες, οι οποίοι λοιδορούσαν το κίνημα των πλατειών. Η ΧΑ είχε μια αντιμνημονιακή ρητορική, αλλά στην πράξη αποτελούσε το «μακρύ χέρι» του συστήματος κατά του κινήματος, και δη του αντιμνημονιακού, που το 2010-12 υπήρξε απειλητικό για το σύστημα. Οι δολοφονικές επιθέσεις των νεοναζί ενάντια σε μέλη αριστερών οργανώσεων, νεολαίους, συνδικαλιστές,πρόσφυγες και μετανάστες αποτελούν περίτρανη απόδειξη της συστημικής ταυτότητας της ΧΑ.
Το ρόλο του λαϊκού κινήματος στην αντιφασιστική πάλη και ειδικότερα στη δίκη της ΧΑ υποτιμά και στρεβλώνει και η λεγόμενη «θεσμική άποψη». Ορισμένοι μάλιστα ξιφούλκησαν κατά των μεγάλων λαϊκών διαδηλώσεων την ημέρα της απόφασης του Εφετείου για τους κατηγορούμενους Χρυσαυγίτες με την επιχειρηματολογία ότι η δικαιοσύνη ανεπηρέαστη και αδέκαστη πρέπει να καταλήγει στην ετυμηγορία της. Σύμφωνα και με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας «…η Δημοκρατία και οι θεσμοί της έχουν πάντα τη δυνατότητα να ανατρέψουν οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσής τους».
Πού ήταν όμως η «Δημοκρατία» και «η Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» της, όταν οι φασίστες της Χρυσής Αυγής ανέπτυσσαν τα κτηνώδη πογκρόμ εναντίον αγωνιστών της Αριστεράς, συνδικαλιστών και μεταναστών; Γιατί αράχνιαζαν οι δικογραφίες στα συρτάρια της αστυνομίας μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα;
Στην ίδια χώρα ζούμε. Το λαϊκό κίνημα με τους δυναμικούς αγώνες του ήταν το υποκείμενο που υποχρέωσε το αστικό κράτος να κινηθεί κατά της Χρυσής Αυγής μετά τη δολοφονία του Φύσσα και απέτρεψε την υποβάθμισή της.