Ανάλυση: Κώστας Παλούκης
▸ Παρά την ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας, οι δημόσιες υποδομές παραμένουν χτυπημένες και η εργασία φτηνή και μεταφερόμενη Η υγειονομική κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, μεταξύ άλλων, κατέδειξε το τέλος του υπάρχοντος τουριστικού μοντέλου στην Ελλάδα. Στη Σαντορίνη, ένα νησί ευνοημένο από την τύχη, καθώς αποτελεί παγκόσμιο τουριστικό προορισμό και ταυτόχρονα διαθέτει τις προϋποθέσεις για την παραγωγή υψηλής ποιότητας οίνου, οι ιδιοκτήτες και επιχειρηματίες κάτοικοι ήταν μέχρι πρόσφατα χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που θέλανε να μετατρέψουν όλες τις ιδιοκτησίες τους σε τουριστικά καταλύματα και σε εκείνους που προτιμούσαν να καλλιεργήσουν αμπέλια. Σχηματικά, οι πρώτοι ταυτίζονταν με την κουλτούρα της ελεύθερης αγοράς και οι δεύτεροι με την κουλτούρα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, εγείροντας έναν πολιτικο/πολιτισμικό διχασμό στον τοπικό διάλογο για το μέλλον του νησιού.
Την ίδια στιγμή, οι τοπικοί άρχοντες, οι οποίοι κατά κύριο λόγο εκπροσωπούν την αντίληψη του τουριστικού προσανατολισμού, αναλαμβάνουν ελάχιστες πρωτοβουλίες για την υποστήριξη των υποδομών του νησιού, ώστε να μπορέσουν να καλύψουν τις τουριστικές ανάγκες. Ουσιαστικά, το νησί δεν διαθέτει καν λιμάνι. Ο διχασμός αυτός για το παραγωγικό μοντέλο αλλά και η ανυπαρξία δημόσιων επενδύσεων για υποδομές στις τουριστικές περιοχές, είναι δηλωτικά του ελληνικού τουριστικού μοντέλου. Η πανδημία, λοιπόν, κατέδειξε τα όρια της τουριστικής «μονοκαλλιέργειας», όπως συμβαίνει σε κάθε μονοκαλλιέργεια, καθώς θα μπορούσε άνετα να αφορά και τα αμπέλια όπως συνέβη με τη φυλλοξήρα, την ασθένεια που ξήλωσε όλα τα αμπέλια στην Πελοπόννησο στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η τουριστική «μονοκαλλιέργεια» γιγαντώθηκε την περίοδο της κρίσης, καθώς είχε το εξής πλεονέκτημα: σε μια εποχή κατάρρευσης της εσωτερικής αγοράς και των αγοραστικών δυνατοτήτων του ελληνικού πληθυσμού, η στροφή προς την παγκόσμια αγορά ήταν μια εύκολη λύση. Με τον ίδιο τρόπο που κάποιες βιομηχανίες στράφηκαν στις εξαγωγές για να επιβιώσουν και πολλοί νέοι επιστήμονες και νέοι άνεργοι έφυγαν στο εξωτερικό για εργασία, οι υπόλοιποι Έλληνες στράφηκαν μαζικά στον τουρισμό: είτε ως επενδυτές όλων των μεγεθών σε διάφορους τομείς, είτε μέσω της βραχυχρόνιας εκμίσθωσης, είτε ως εργαζόμενοι. Μία από τις συνέπειες υπήρξε η νομαδικότητα της μισθωτής εργασίας. Ιδιαίτερα στα νησιά, οι νέοι εργαζόμενοι στον τουρισμό προέρχονταν από άλλες περιοχές της χώρας, ενδεχομένως και από το εξωτερικό, και παρέμεναν στον τόπο εργασίας υπό πολύ δυσμενείς συνθήκες, όπως στη Μύκονο. Το αντάλλαγμα ήταν οι αυξημένες απολαβές μιας υπερεντατικής εργασίας. Τον χειμώνα, αυτοί οι εργαζόμενοι επέστρεφαν στις εστίες τους και ξεκουράζονταν, στηρίζοντας την τοπική οικονομία, κυρίως τριτογενή, καθώς, ουσιαστικά, μόνο κατανάλωναν. Το φαινόμενο, λοιπόν, του εποχικού δυϊσμού των μικρών τουριστικών περιοχών έγινε πανεθνικό. Για παράδειγμα, σε πολλά νησιά οι εργάτες του τουρισμού προέρχονταν από περιοχές της Μακεδονίας.
Σε μια εποχή κατάρρευσης της εσωτερικής αγοράς και των αγοραστικών δυνατοτήτων του ελληνικού πληθυσμού, η στροφή προς την παγκόσμια αγορά ήταν μια εύκολη λύση
Ταυτόχρονα, η δυνατότητα όλων των επιπέδων του κράτους για δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές παρέμεινε πολύ μικρή, με εξαίρεση ίσως κάποιους μεγάλους δήμους στην Κρήτη και τη Ρόδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζήτημα του αποχετευτικού δικτύου και των απορριμμάτων στην Κέρκυρα, το οδικό δίκτυο σε όλες τις τουριστικές περιοχές, οι συνθήκες στα αεροδρόμια, ακόμα και η μετακίνηση με πλοία, όπως στην περίπτωση της Σαμοθράκης. Εάν κάποιος ταξιδέψει από την Χίο στον Τσεσμέ απέναντι, καταλαβαίνει τη διαφορά στις τουριστικές υποδομές των δύο χωρών μόνο και μόνο από το τελωνείο. Η εικόνα συμπληρώνεται από τη σύγκριση των υποδομών στα οδικά δίκτυα. Η έλευση της πανδημίας, ακριβώς λίγο πριν το άνοιγμα της τουριστικής σεζόν στην Ελλάδα, αποτέλεσε ίσως έναν από τους παράγοντες τύχης που απέτρεψαν τη χειρότερη δυνατή εξέλιξη στη χώρα, καθώς την τουριστική περίοδο μια οικονομία σχετικά μικρής διεθνοποίησης εντάσσεται πολύ ξαφνικά στο επίκεντρων των παγκοσμιοποιημένων δικτύων.
Θεωρητικά, το πλεονέκτημα αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ευνοϊκά στην τουριστική οικονομία. Θα μπορούσε να συμβεί κάτι αντίστοιχο με τις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν η τουριστική κρίση στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, λόγω της παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας, ευνόησε τον τουρισμό στην Ελλάδα. Σήμερα, λοιπόν, εάν κάποιος επίδοξος τουρίστας από τον ευρωπαϊκό Βορρά επιθυμήσει να πάει διακοπές, ιδιαίτερα μετά από το μεγάλο υγειονομικό τρόμο, θα ήταν λογικό να προτιμήσει την Ελλάδα, παρά τις χτυπημένες από την υγειονομική κρίση χώρες: Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Τουρκία. Ως εκ τούτου, οι αρνητικές συνέπειες θα μπορούσε να είναι περιορισμένες. Ωστόσο, αυτό το ευνοϊκό πλεονέκτημα δεν μπορεί να αλλάξει το δυσμενές κλίμα στην τουριστική οικονομία. Οι αιτίες είναι ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη βιομηχανία που συμβάλλει με τουλάχιστον 20% στο ΑΕΠ της χώρας με τον ίδιο τρόπο που την αντιμετώπιζε μέχρι τώρα, αλλά αντιμετώπισε και την πανδημία: δεν κάνουμε τίποτε και στηριζόμαστε στην προπαγάνδα.
Πρώτα θύματα οι χιλιάδες «νομάδες»-εργάτες
Σε μια εποχή που το υγειονομικό ζήτημα έρχεται ως πρώτο πρόβλημα, η πολιτεία θα έπρεπε να αναλάβει να δημιουργήσει ιατρικά κέντρα και νοσοκομεία, να διασφαλίσει την υγειονομική ασφάλεια στη μεταφορά (αεροπλάνα, λιμάνια, πλοία) και σε θεμελιώδεις υποδομές. Συνεπώς, θα έπρεπε να υπάρξει ένα τεράστιο σχέδιο δημόσιων επενδύσεων που θα προσανατολιζόταν, πρώτον, σε κρατικοποιήσεις αεροδρομίων, αεροπορικών εταιριών, ακτοπλοϊκών εταιριών, δεύτερον, σε υποδομές, όπως δρόμοι, αποχετευτικά δίκτυα, υγειονομική διαχείριση απορριμμάτων, λιμάνια και, τρίτον, σε αυστηρά υγειονομικές υποδομές πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου επιπέδου. Ωστόσο, ένα τέτοιο σχέδιο δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί από καμία κυβέρνηση εντός της ΕΕ, δεδομένων των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων ιδεολογικών δογμάτων.
Μάλιστα, η απόπειρα της κυβέρνησης να παρουσιάσει τη χώρα ως υγειονομικό παράδεισο με όρους μόνο προπαγάνδας κατέπεσε γρήγορα. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι μια καταστροφή στο μεγάλο τουριστικό κεφάλαιο, αλλά κυρίως στο μεσαίο και μικρό κεφάλαιο. Τα μεγάλα ξενοδοχεία, όπως φαίνεται, αντέχουν να μείνουν μια χρονιά κλειστά και αυτό, μάλιστα, μοιάζει πολύ πιο συμφέρον για αυτά από ένα «μισό άνοιγμα». Κυρίως, λοιπόν, θα θιχτεί η μεγάλη νομαδική εργατική τάξη — που δεν είναι καν συγκροτημένη συνδικαλιστικά παρά μόνο σε εξαιρέσεις. Αυτά τα αιτήματα μπορούν να αναδειχτούν μόνο από το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική Αριστερά, καθώς, ενώ –θα έλεγε κανείς κακοπροαίρετα– προτείνουν μια άλλη κατάσταση στο καπιταλιστικό παρόν, ουσιαστικά, λόγω των συσχετισμών δύναμης, είναι δυνατόν να επιτευχθούν μόνο σε μια σοσιαλιστική οικονομία ή, τέλος πάντων, είναι δυνατόν να επιτευχθούν, έστω και μερικώς, στο καπιταλιστικό παρόν, μόνο ύστερα από τη νικηφόρα πίεση της εργατικής τάξης.