Νίκος Καπιτσίνης
Μπορεί η προσοχή των περισσότερων να είναι στραμμένη στις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου και το Brexit, την ίδια στιγμή όμως υπάρχει και η «άλλη Βρετανία», που έχει προβλήματα, αγωνιά και αγωνίζεται. Απόδειξη το γεγονός ότι ξεκίνησε τη Δευτέρα 25 Νοέμβρη η οκταήμερη απεργία των εργαζομένων στα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου. μια εξέλιξη που έρχεται είκοσι μήνες μετά τη 14ήμερη απεργιακή κινητοποίηση που είχε γίνει τον Φλεβάρη του 2018 και ήταν η μεγαλύτερη που έχει πραγματοποιηθεί στην ιστορία της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα. Η αιχμή τότε ήταν η προωθούμενη αναδιάρθρωση του συνταξιοδοτικού συστήματος των πανεπιστημιακών, με αύξηση των εισφορών και παράλληλη μείωση των συντάξεων, οι οποίες πλέον θα στηρίζονταν στις αποδόσεις των επενδύσεων στα χρηματιστήρια. Μετά από τις διαπραγματεύσεις, οι εργοδότες συμφώνησαν να δημιουργηθεί κοινή επιτροπή εργασίας για να εξετάσει το ζήτημα. Ωστόσο, στην πράξη, ούτε σεβάστηκαν ούτε και υλοποίησαν τις προτάσεις της επιτροπής, ενώ αύξησαν κατά 1.6% τις εισφορές των εργαζομένων από τον φετινό Οκτώβρη.
Έτσι, οι πανεπιστημιακοί επανήλθαν μαχητικά και ψήφισαν υπέρ της απεργίας σε 60 πανεπιστήμια, σπάζοντας τον αντεργατικό νόμο του 2016 που απαιτεί συμμετοχή, ηλεκτρονικά ή ταχυδρομικά, του 50.1% των μελών ενός σωματείου, προκειμένου να κρίνεται νόμιμη οποιαδήποτε απεργία. Εκτός από αυτή την ψηφοφορία, οι πανεπιστημιακοί με την ψήφο τους ενέταξαν στο πλαίσιο των κινητοποιήσεών τους συνολικά τις εργασιακές συνθήκες στα ιδρύματά τους και μάλιστα με επιθετική μορφή. Ως πρώτο ζήτημα τέθηκε η αύξηση των πραγματικών μισθών, οι οποίοι έχουν μειωθεί κατά 17% από το 2009, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό. Δεύτερο ζήτημα είναι η διάκριση μεταξύ των φύλων στο θέμα των αμοιβών. Σύμφωνα με στοιχεία του συνδικάτου, οι γυναίκες εργαζόμενες στα πανεπιστήμια αμείβονται κατά 16% λιγότερο σε σύγκριση με τους άνδρες συναδέλφους τους.
Τρίτο ζήτημα είναι η τεράστια «ελαστικοποίηση» των εργαζομένων στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός πανεπιστημίου-επιχείρηση, με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με στοιχεία του συνδικάτου, οι ώρες εργασίας φτάνουν κατά μέσο όρο τις 50 μέσα στην εβδομάδα. Ενώ η μερική απασχόληση που δεν συνοδεύεται από οποιοδήποτε εργασιακό δικαίωμα ή ασφάλεια έχει καταστεί κανονικότητα, με τα κενά να καλύπτονται από τα αποκαλούμενα «συμβόλαια μηδενικών ωρών» κι από εργαζόμενους πλήρως αναλώσιμους, που είναι έρμαια των διαθέσεων των πρυτάνεων-μάνατζερ των πανεπιστημίων, οι οποίοι προωθούν ρυθμίσεις για να βελτιώσουν την επενδυτική θέση των πανεπιστημίων-επιχειρήσεων, ώστε να δανειστούν με ευνοϊκότερους όρους από τις αγορές.
Για την ώρα, η στήριξη των φοιτητών στην απεργία των εργαζομένων κρίνεται ικανοποιητική. Χωρίς όμως τη ριζοσπαστικοποίηση του αγώνα και των αιτημάτων, το ουσιαστικό μπλοκάρισμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσα στα πανεπιστήμια και τη σύνδεση των εργαζομένων σε αυτά με άλλα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας, οι νικηφόρες προοπτικές δεν είναι πολλές.