Μπάμπης Συριόπουλος
Οι διαφορές εντός των καταπιεσμένων και η τάση ταξικής ενοποίησης
Το περιστατικό είναι γνωστό: ο θάνατος της Γκαϊανέ Κασαρτζιάν, «παράνομης» αποκλειστικής, μετανάστριας από την Αρμενία, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει από τον έλεγχο στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας. Αυτός ο θάνατος αποκαλύπτει για μια ακόμα φορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν και δουλεύουν οι μετανάστες και οι μετανάστριες στη χώρα μας. Ταυτόχρονα τίθεται και το θέμα της αντιμετώπισης από το εργατικό κίνημα και την αριστερά της ιδιαίτερης θέσης και εκμετάλλευσης των πιο ευάλωτων τμημάτων της εργατικής τάξης. Αυτό ακριβώς το ζήτημα είναι διαχρονικό-παγκόσμιο και μεγάλης σημασίας για τη συνείδηση και τη συγκρότηση της εργατικής τάξης.
Στην ανακοίνωση της «φεμινιστικής συλλογικότητας Καμία Ανοχή» ανάμεσα στις αιτίες που οδήγησαν στο θάνατο της Κασαρτζιάν είναι και «ο κοινωνικός ρατσισμός και το λευκό μας προνόμιο, γιατί δεν υπάρχει σχεδόν κανένας/καμία ντόπια σε αυτή τη χώρα που δεν εκμεταλλεύτηκε με τη σειρά του/της την ευάλωτη θεσμική θέση των μεταναστών/μεταναστριών». Προφανώς η ανακοίνωση εννοεί με τον όρο «λευκό προνόμιο» (καθότι και η Κασαρτζιάν λευκή ήταν) το προνόμιο της εντοπιότητας ή της ελληνικότητας.
Η θεωρία του λευκού προνομίου και της λευκής ενοχής υιοθετήθηκε από τη Νέα Αριστερά στις ΗΠΑ στο πλαίσιο της απαρχής μιας πολιτικής των ταυτοτήτων
Αυτός ο όρος (λευκό προνόμιο) προέρχεται από τις ΗΠΑ στις οποίες η υπερεκμετάλλευση των μαύρων (δούλων μέχρι τον αμερικάνικο εμφύλιο) και των μεταναστών (Κινέζων, Ιρλανδών, Ιταλών, Λατίνων κ.ά.) ήταν βασική προϋπόθεση για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η εθνική, φυλετική και έμφυλη διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης με τη βάρβαρη θεσμική κρατική νομιμοποίησή της σφράγισε και τη συνείδηση και το κίνημα της εργατικής τάξης των ΗΠΑ. Στο εργατικό κίνημα κυριάρχησε ο οικονομίστικος συνδικαλισμός των ειδικευμένων αντρών εργατών αγγλοσαξονικής καταγωγής της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας (AFL), η υποταγή στην κρατική ιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και ο αποκλεισμός (φανερά ή συγκαλυμμένα) των ανειδίκευτων, των γυναικών, των μεταναστών και κυρίως των μαύρων. Το δηλητήριο του ρατσισμού και ο οικονομισμός της εργατικής αριστοκρατίας εμπόδισαν, μεταξύ άλλων, την ηγεμονία της επαναστατικής αντίληψης που θα ενοποιούσε την εργατική τάξη σε μια συνολική αντιπαράθεση με την άρχουσα τάξη και στον ιμπεριαλιστικό της χαρακτήρα και στο βάρβαρο, θεσμικό διαχωρισμό των εκμεταλλευόμενων.
Η θεωρία του λευκού προνομίου και της λευκής ενοχής υιοθετήθηκε από τη Νέα Αριστερά στις ΗΠΑ στο πλαίσιο της απαρχής μιας πολιτικής των ταυτοτήτων. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, εκμεταλλευτές των μαύρων ήταν συνολικά οι λευκοί οπότε δεν μπορούσε να υπάρξει κοινός αγώνας λευκών και μαύρων εργατών ενάντια στο ρατσισμό. Ο αγώνας ενάντια στη «λευκή υπεροχή» έπρεπε να δοθεί από οργανώσεις τύπου «Μαύρη δύναμη» γιατί όπως είπε ο ηγέτης της τελευταίας Στόκλι Καρμάικλ «αυτός ήταν ο αγώνας των λευκών εργατών της Δύσης, αγώνας για ένα μόνο πράγμα-περισσότερα λεφτά» (περιοδικό Ουτοπία τ. 125 σελ 80).
Αντίθετα μ’ αυτή την αντίληψη, για το επαναστατικό εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα των ΗΠΑ, από την υπερεκμετάλλευση των δούλων και της μαύρης εργατικής τάξης στη συνέχεια, οι πρώτοι χαμένοι ήταν οι λευκοί εργάτες που ανταγωνίζονταν την κρατικά υποτιμημένη εργατική δύναμη: «Το 1948 ο Harry Haywood, μαύρος κομμουνιστής και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΗΠΑ, έγραψε ότι δεν είναι τυχαίο ότι στις περιοχές όπου οι μαύροι είναι πιο καταπιεσμένοι είναι και η κατάσταση των λευκών πολύ χειρότερη» (περιοδικό Το διαλυτικό τ. 1 σελ 12). Όταν για το προλεταριάτο η πάλη των τάξεων υποκαθίσταται από την πάλη των φυλών οι μόνοι κερδισμένοι είναι οι αστοί οποιασδήποτε φυλής. Οι επαναστατικές τάσεις στο εργατικό κίνημα των ΗΠΑ, όπως οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW), οι περίφημοι Γουόμπλις, που περιλάμβαναν στις γραμμές τους αγγλοσάξονες, μαύρους, ινδιάνους, μετανάστες, γυναίκες, ανειδίκευτους, με ιδρυτικό τους στέλεχος, μεταξύ άλλων, την Λούσι Πάρσονς, μαύρη επαναστάτρια, αποσιωπούνται όχι μόνο από την επίσημη ιστορία αλλά και από τους οπαδούς της «πολιτικής των ταυτοτήτων» (identity politics).
Στη σύγχρονη Ελλάδα η εργατική τάξη είναι πιο πολυάριθμη και πλειοψηφική από ποτέ, αλλά ταυτόχρονα πιο πολύμορφη, πολυεπίπεδη και πολυεθνική από ποτέ. Οι διαφορές στους μισθούς, στις εργασιακές σχέσεις, στο είδος της εργασίας, στα δικαιώματα και στο μορφωτικό επίπεδο είναι επίσης φανερές. Επίσης είναι φανερό ότι είναι διαδεδομένες ρατσιστικές, σεξιστικές και άλλες προκαταλήψεις και στερεότυπα που δικαιολογούν και νομιμοποιούν την επιπλέον εκμετάλλευση τμημάτων της εργατικής τάξης όπως οι μετανάστες, οι ανειδίκευτοι, οι γυναίκες κτλ. Αυτός που δημιουργεί αυτές τις ζώνες υπερεκμετάλλευσης και κερδίζει από τις αντιλήψεις που τη φυσικοποιούν είναι όπως πάντα το κεφάλαιο, ενώ χαμένη είναι η πολύμορφη και πολύχρωμη εργατική τάξη της εποχής μας. Η καλύτερη θέση σε σχέση με τους «αποκάτω», τα λεγόμενα «προνόμια», είναι δηλητηριασμένα φρούτα που τραβούν το σύνολο των εργαζόμενων προς τα κάτω.
Η θεωρία των προνομίων που παριστάνει, για παράδειγμα, ως κερδισμένους από την εκμετάλλευση των μεταναστών, τους ντόπιους εργαζόμενους δικαιολογεί από άλλο δρόμο τον ταξικό εμφύλιο των ανέργων ενάντια στους έχοντες εργασία (όποια και να ναι αυτή), των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα ενάντια σ’ αυτούς του δημοσίου, των μεταναστών ενάντια στους ντόπιους (κι ας παίρνουν 400 ευρώ), των ωρομίσθιων ενάντια στους 8ωρους, των γυναικών ενάντια στους άντρες, των απόφοιτων γυμνασίου και λυκείου ενάντια στους κατόχους πτυχίων, μεταπτυχιακών και διδακτορικών (κι ας είναι άνεργοι ή κακοπληρωμένοι).
Αυτές τις πραγματικές διαφορές εντός της εργατικής τάξης υπερτονίζουν και οι κυβερνήσεις. Όταν θέλουν να επιτεθούν σε έναν κλάδο τον στοχοποιούν ως προνομιούχο, από την εποχή των ρετιρέ του Ανδρέα Παπανδρέου ως τις συντεχνίες και τα προνόμια της εποχής των μνημονίων. Πρόσφατο παράδειγμα είναι οι επιχειρηματίες ροδακινοπαραγωγοί της Ημαθίας-Πέλλας που παραπονούνται για τους έλληνες άνεργους, που κάθονται στα καφενεία απολαμβάνοντας το επίδομα ανεργίας, προνομιούχοι κι αυτοί! Σε τελική ανάλυση η θεωρία των προνομίων μεταφράζει σε «ταυτοτική» γλώσσα το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου σε «όλοι μαζί εκμεταλλευόμαστε τους μετανάστες». Η απόσπαση υπεραξίας από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής διαχέεται και διαλύεται μέσα σε ένα άπειρο πλήθος προνομίων και «εκμεταλλεύσεων».