Ανάλυση: Χάρης Λαμπρόπουλος
Μπροστά στις εκλογές της 26 Μάη
Βασικό ζητούμενο σήμερα είναι η διαμόρφωση ενός μαζικού πολιτικού ρεύματος, που θα εκφράσει την άρνηση προσαρμογής και υποταγής σε αυτή τη μαύρη για τη ζωή μας κανονικότητα. Θα κηρύξει «αντάρτικο» απέναντί της με στόχο της ανατροπή της και θα χρωματίζεται από το τρίπτυχο απειθαρχία/αντιπολίτευση-ρήξη-ανατροπή. Αυτό το ρεύμα πρέπει να εκφραστεί και στις 26 Μαΐου.
Η βαρβαρότητα ως νέα φρικιαστική κανονικότητα
Μετά την περίοδο των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αγώνων 2010-2015, κομβικών πολιτικών στιγμών όπως το δημοψήφισμα και τέσσερα χρόνια κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ οι κυρίαρχες δυνάμεις επιχειρούν να διαμορφώσουν μια «νέα κανονικότητα». Προσπαθούν να μας πείσουν ότι η ζωή μας θα ορίζεται από τη δημοσιονομική πειθαρχία, τις μνημονιακές δεσμεύσεις ως το 2060 και τη φυλακή της ΕΕ. Ότι πρέπει να αποδεχτούμε τη διαιώνιση της φτώχειας και της ανεργίας, τη ζωή με επιδόματα αντί για αυξήσεις σε μισθούς, τους πλειστηριασμούς της λαϊκής κατοικίας, τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς στους δήμους και την εμπορευματοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών, την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, το σχολείο των ταξικών φραγμών, τις συνθήκες γαλέρας για την εργαζόμενη νεολαία.
Η κανονικότητα αυτή εκφράζεται στο πολιτικό σύστημα από την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός διπολισμού, με στόχο να μας εγκλωβίσουν σε αυτό. Από τη μια ο «προοδευτικός πόλος με κοινωνική ευαισθησία» με κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη ο εθνικιστικός και ακραιφνής νεοφιλελεύθερος με κέντρο τη ΝΔ. Όσο και αν θέλουν να πείσουν ότι είναι διαφορετικοί το στίγμα τους είναι ίδιο. Ο ανταγωνισμός τους αφορά το ποιος θα εφαρμόσει καλύτερα την ίδια πολιτική.
Μας θέλουν να ζούμε κάτω από την πολεμική απειλή, ενώ παράλληλα μας «παραμυθιάζουν» με το παραμύθι της πίτας που θα μεγαλώσει και θα φάμε όλοι, γι’ αυτό πρέπει να συνταχτούμε με τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών και του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Θέλουν να συνηθίσουμε την ύπαρξη της ακροδεξιάς, του εθνικισμού, του ρατσισμού και του εκφασισμού της κοινωνίας.
Λύση στα προβλήματα δεν θα δώσει καμία διαχείριση από δήμαρχους ή περιφερειάρχες, καμιά κυβερνητική ανάθεση. Τη λύση θα τη δώσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, ο οργανωμένος λαός
Οι δυνάμεις του συστήματος και οι πολιτικοί του εκφραστές προσπαθούν να επιβάλλουν τους όρους της νέας κανονικότητας, απαιτούν την προσαρμογή των πάντων σε αυτή, θέλουν να μάθουμε να ορίζουμε τη ζωή μας, ιδιαίτερα η νεολαία, εντός των καθορισμένων ασφυκτικών πλαισίων.
Ποια πρέπει να είναι σε αυτή την κατάσταση η δική μας απάντηση; Ποιοι είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις για να την αντιπαλέψουμε, να σπάσουμε το κλίμα αμηχανίας και απογοήτευσης, να δούμε κάτι διαφορετικό στη ζωή μας; Ποια πρέπει να είναι η συμβολή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς; Τι πρέπει να εκφραστεί στις επερχόμενες εκλογές και στις τρεις κάλπες – δημοτικές, περιφερειακές και ευρωεκλογές;
Κύρια προϋπόθεση είναι να αρχίσει να διαμορφώνεται ένα μαζικό πολιτικό ρεύμα καταρχάς σε κοινωνικό επίπεδο με έκφραση όμως πολιτικά ορατή και στις τριπλές εκλογές του Μαΐου. Ένα ρεύμα που θα εκφράσει την άρνηση προσαρμογής και υποταγής σε αυτή τη μαύρη για τη ζωή μας κανονικότητα. Θα κηρύξει «αντάρτικο» απέναντί της με στόχο της ανατροπή της και θα χρωματίζεται από το τρίπτυχο απειθαρχία/αντιπολίτευση-ρήξη-ανατροπή.
Ζητούμενο λοιπόν είναι ένα ρεύμα εργατικής και λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στη σημερινή και την επόμενη κυβέρνηση, απέναντι σε δήμαρχους και περιφερειάρχες, με στόχους διεκδίκησης όχι ό,τι χωράει στα σημερινά πλαίσια αλλά ό,τι ορίζεται από της ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Απέναντι στην πολιτική των πρωτογενών πλεονασμάτων πάνω από 4% βγαλμένων κυριολεκτικά από το μεδούλι της ζωής μας, την ίδια ώρα που οι 500 κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις πετύχαιναν για το 2017 εντυπωσιακή αύξηση κερδοφορίας κατά 15%, θα αντιτάξει την πολιτική της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών.
Απέναντι στους μισθούς πείνας και την επιβίωση με επιδόματα θα προβάλει τις αυξήσεις μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας.
Απέναντι στη μείωση των εργαζομένων στους τομείς των κοινωνικών υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, προνοιακές υπηρεσίες δήμων κλπ) θα διεκδικήσει μαζικές προσλήψεις.
Απέναντι στη μάστιγα της ανεργίας και τις πολυποίκιλες μορφές ελαστικής εργασίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα θα απαιτήσει μείωση των ωρών εργασίας, δουλειά για όλους, με συλλογικές συμβάσεις και με όλα τα δικαιώματα.
Απέναντι στην ιδιωτικοποίηση των ελεύθερων δημόσιων χώρων και των υπηρεσιών θα προβάλει την υπεράσπισή τους, την κατάργηση του Υπερταμείου αλλά και τη διεύρυνση τους με απαλλοτρίωση χώρων που κατέχουν τράπεζες και εκκλησία.
Απέναντι στους πλειστηριασμούς και την εμπορευματοποίηση των πάντων στις πόλεις μας και την ύπαιθρο θα παλέψει για την προστασία της λαϊκής κατοικίας και της συλλογικής κοινωνικής ζωής.
Για να είναι νικηφόρο το ρεύμα αυτό πρέπει να ενσωματώσει στους στόχους πάλης του τις αιχμές σύγκρουσης, ρήξης και ανατροπής των πυλώνων αυτής της πολιτικής. Την έξοδο από την ΕΕ και το ευρώ, τη στάση πληρωμών, την άρνηση του δημόσιου εξωτερικού χρέους και τη διαγραφή του, το ξήλωμα όλου του αντιδραστικού μνημονιακού πλαισίου.
Οι στόχοι αυτοί δεν είναι ιδεοληπτικές εμμονές, αλλά όρος για να μπορέσει να υλοποιηθεί η μεγάλη πλειοψηφία των ζωτικών αιτημάτων για την ικανοποίηση των εργατικών και λαϊκών αναγκών. Η υιοθέτησή τους όχι μόνο δεν στενεύει το εύρος των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν να συγκροτηθούν σε αυτό το ρεύμα, αλλά το ενισχύει καθώς επικοινωνεί με τη δυσαρέσκεια απέναντι στην ΕΕ που κυρίως εκφράζεται με πρωτόλειο τρόπο στα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα και τη χρωματίζει από αριστερή ανατρεπτική σκοπιά. Ενισχύει την τεκμηρίωση των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι πάλης και συγκροτεί πολιτικά κοινωνικές δυνάμεις απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την κυρίαρχη οικονομική και πολιτική μορφή των συμφερόντων του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και κύριο στήριγμα του ελληνικού κεφαλαίου.
Το ρεύμα αντιπολίτευσης-ρήξης-ανατροπής πρέπει να θέσει ψηλά στην ιεράρχησή του την πάλη για ειρήνη και διεθνιστική συνεργασία των λαών της Ευρώπης, ιδιαίτερα στην «καυτή» περιοχής μας. Τη μάχη κατά του εθνικισμού και των επιθετικών παρεμβάσεων της ελληνικής ολιγαρχίας και του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Να αντιπαρατεθεί με τα παιχνίδια πολέμου και έντασης και την τυχοδιωκτική διαμάχη για τις ΑΟΖ και την οικοπεδοποίηση της θάλασσας στη Ν.Α. Μεσόγειο.
Να παλέψει ενάντια στην ακροδεξιά, το φασισμό, το ρατσισμό και τον εκφασισμό της κοινωνίας.
Το ρεύμα αυτό θα πρέπει να αποπνέει διακηρυκτικά αλλά και στην πράξη μια άλλη κοινωνική πρακτική. Λύση στα προβλήματά μας δεν θα δώσει καμία διαχείριση από δήμαρχους ή περιφερειάρχες ή ανάθεση σε κάποια κυβέρνηση. Τη λύση θα τη δώσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, ο οργανωμένος λαός. Για αυτό σήμερα απαιτείται καταρχάς ένα ανασυγκροτημένο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Ιδιαίτερα μετά τα τελευταία γεγονότα, με τη σαπίλα του αστικοποιημένου συνδικαλισμού στη ΓΣΕΕ, στην ΟΙΥΕ και αλλού να έχει ξεχειλίσει, γίνεται επιτακτικά αναγκαίο το προχώρημα βημάτων για έναν ενωτικό ταξικό πόλο συνδικάτων και εργαζομένων για οργάνωση πραγματικών αγώνων και όχι απλά για διαμαρτυρία. Οι εμπειρίες της απεργίας για τις ΣΣΕ την 1η Νοέμβρη, της απεργίας των εκπαιδευτικών στις αρχές της χρονιάς με κέντρο τους αναπληρωτές, της πρόσφατης απεργίας των ντελιβεράδων, η ρήξη με τις «απεργίες για την κοινωνική συμμαχία» όπως έγινε στις 30/5 του 2018 από σωματεία και πρωτοπόρους εργαζόμενους αποτελούν σημάδια μιας νέας πορείας και αναδεικνύουν πρωτογενείς δυνατότητες σε αυτή την κατεύθυνση.
Αντίστοιχα πρέπει να κινηθούμε στους δήμους και τις περιφέρειες. Να αξιοποιήσουμε την πολύ πλούσια εμπειρία μορφών και δρόμων συλλογικής οργάνωσης του λαού βγάζοντας και κατάλληλα συμπεράσματα, από το Δεκέμβρη του 2008 ως τις λαϊκές συνελεύσεις του 2011 και τις επιτροπές για τα χαράτσια του 12-13 ως τις εργατικές λέσχες, να διαμορφώσουμε προγράμματα πάλης και να δοκιμάσουμε μορφές συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης προσαρμοσμένες στις νέες συνθήκες. Αυτή είναι η αναγκαιότητα σήμερα και αυτό προσπαθούν να υπηρετήσουν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και όχι η προβολή εκδοχών «καλής διαχείρισης» ή «κόκκινης διοίκησης», όπως κάνουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΛΑΕ.
Οι παραπάνω άξονες πρέπει να συνοδεύονται από την πολιτική προοπτική της ριζικής αλλαγής της ζωής μας. Της ανάγκης για καθολική κοινωνική αλλαγή και ανατροπή του καπιταλισμού, το άνοιγμα του δρόμου για την εργατική δημοκρατία/εξουσία και την κομμουνιστική κοινωνία.
Για μια Αριστερά εκτός πλαισίου
Δύναμη ανατροπής και όχι αριστερό άκρο της νέας κανονικότητας
Για να μπορέσουν να υπηρετηθούν τα παραπάνω χρειάζεται μια αριστερά που δεν θα βλέπει τον εαυτό της σαν αριστερό άκρο της νέας κανονικότητας και εντός των ορίων της αλλά έξω από αυτή. Στη διαμόρφωση μιας τέτοιας αριστεράς, αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες μας και τα όρια μας, αλλά με επιμονή και πίστη σε αυτή την αναγκαιότητα, θέλουν να συμβάλλουν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και δεκάδες αριστερές, αντιδιαχειριστικές, αντικαπιταλιστικές κινήσεις σε περιφέρειες και δήμους που συγκροτούν ένα μικρό αλλά αναγνωρίσιμο πια ρεύμα της ανατρεπτικής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Αυτή τη αναγκαιότητα δεν την υπηρετεί η ΛΑΕ που προβάλει μια πολιτική πρόταση με όρους νομισματικής-παραγωγικής ανασυγκρότησης με εθνικό πρόσημο, με υποταγή ή ανοχή στους μακεδονομάχους και στον εθνικισμό. Στο όνομα ενός διαταξικού πατριωτισμού και ενός ψηφοθηρικού καιροσκοπισμού, προωθεί το εντελώς ανεπαρκές στις ανάγκες της κοινωνίας και της ταξικής πάλης, «αντιμνημονιακό – πατριωτικό – δημοκρατικό μέτωπο» και τις αντίστοιχες πολιτικές και εκλογικές συμμαχίες, ενώ στους δήμους και περιφέρειες προκρίνει μια διαχειριστική πρόταση που κάποιες φορές μοιάζει να είναι πιο πίσω και από αυτή του προ-μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ (είναι χαρακτηριστικά τα προγράμματα της Μ. Τσίχλη στην περιφέρεια Αττικής και της Α. Θεοδόση στο δήμο Αθήνας).
Δεν την υπηρετεί ούτε το ΚΚΕ που παρουσιάζεται σαν δύναμη καταγγελίας και κομματικής καταγραφής, αλλά όχι δύναμη αλλαγής της ζωής και της καθημερινότητας μας. Αρνείται τη συμβολή σε μια ανατρεπτική πολιτική δράση, ειδικά στις πιο κρίσιμες στιγμές του λαϊκού κινήματος.
Ξορκίζει τη διαχειριστική λογική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την βγάζει από την πόρτα για να την βάλει από το παράθυρο. Αυτό γίνεται όταν προβάλει την κόκκινη διοίκηση στους δήμους, με τη λογική «του κάνουμε αυτά που μπορούμε και μας επιτρέπουν». Ιδιαίτερα σήμερα που με τον Κλεισθένη, επιβάλλονται συναινέσεις και αναπαράγονται αντιλήψεις περί «αριστερής διαχείρισης».
Ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις αντικαπιταλιστικές κινήσεις
Στις τριπλές εκλογές είναι αναγκαία, χρήσιμη και θετική η ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στις αριστερές, αντικαπιταλιστικές κινήσεις σε περιφέρειες και δήμους γιατί είναι ψήφος:
Πρώτο, της πιο σαφούς καταδίκης του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ, των φασιστών και της ακροδεξιάς, των μνημονιακών εκφραστών σε δήμους και περιφέρειες.
Δεύτερο, για να εκφραστεί το «Όχι» και κυρίως το Έξω από την ΕΕ της φτώχειας, της ανεργίας, της κατάργησης της λαϊκής κυριαρχίας, της αντιπροσφυγικής υστερίας χωρίς «ναι, μεν αλλά», όπως από άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Για σύγκρουση και ρήξη με τις πολιτικές της ΕΕ σε δήμους και περιφέρειες.
Τρίτο, ενισχύει την αναγκαία αντιεθνικιστική, αντιφασιστική και αντιιμπεριαλιστική πάλη. Στηρίζει όσους δεν δίστασαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα σε κρίσιμα θέματα όπως το μακεδονικό, τα ελληνοτουρκικά, η πολεμική απειλή κλπ. Είναι η καλύτερη απάντηση στο εθνικιστικό ρεύμα τύπου Λεπέν-Σαλβίνι-Όρμπαν και τις εκφράσεις του στην Ελλάδα.
Τέταρτο, υπέρ της αντίληψης για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, του προτάγματος μιας μαχητικής εργατικής λαϊκής αντιπολίτευσης και όχι ενός προτάγματος μιας ροζ ή κόκκινης διοίκησης – διαχείρισης.
Πέμπτο, υπέρ μιας αριστεράς της ρήξης και της ανατροπής. Μήνυμα για την ανάγκη μιας άλλης Αριστεράς, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής, ικανής να συμβάλλει στο άνοιγμα ενός δρόμου ανατροπής, που θα απαντά στην απογοήτευση του κόσμου της εργασίας και στον ευρωμονόδρομο. Ταυτόχρονα, θα συμβάλλει και στην ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής διεθνιστικής τάσης και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
PAGE 6