Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Με αφορμή την συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την γέννηση του Καρλ Μαρξ, κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Αλέξανδρου Χρύση Πριν & μετά τον Marx-Ελευθερία και αναγκαιότητα (Εκδόσεις ΚΨΜ). Μέσα από τα επιμέρους μελετήματα που περιλαμβάνονται στις σελίδες του, αναδεικνύονται θεωρητικοί κόμβοι μιας σύγχρονης μαρξιστικής φιλοσοφίας.
Εξετάζοντας τη σχέση ανθρωπισμού και κομμουνισμού, ο συγγραφέας θεωρεί αναγκαία την προοπτική ενός ανθρωπιστικού κομμουνισμού
Ο συγγραφέας, επισημαίνει στο εισαγωγικό σημείωμα ότι η πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν έχει συμπαρασύρει σε ανάλογη πορεία το μαρξικό έργο, αλλά και τον μαρξισμό κορυφαίων επαναστατών της θεωρίας και της πράξης. Στο πλαίσιο αυτό ο ίδιος θεωρεί αναγκαίο στη συγκυρία να συγκεντρώσει και να επεξεργαστεί εκ νέου, άλλοτε σε μεγαλύτερη και άλλοτε σε μικρότερη έκταση, άρθρα σε θέματα μαρξικού και μαρξιστικού ενδιαφέροντος, ως επί το πλείστον δημοσιευμένα. Θεωρεί ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η δυνατότητα συνεκτικής παρουσίασης της επιχειρηματολογίας του σ’ ένα φάσμα θεμάτων που συνδέονται με την ανάπτυξη της θεωρίας του ίδιου του Μαρξ, καθώς και με οριακές στιγμές του έργου διανοητών του 20ου αιώνα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «συναντήθηκαν» και επηρεάστηκαν απ’ τον μαρξικό στοχασμό. Στο πρώτο άρθρο αναπτύσσεται η άποψη του Γκράμσι ότι το πρόσωπο του ηγεμόνα έχει αλλάξει σε σχέση με την εποχή του Μακιαβέλι. Δεν είναι πλέον ο επίδοξος λυτρωτής της Ιταλίας, αλλά μια νέα συλλογικότητα, το πολιτικό κόμμα, ο σύγχρονος ηγεμόνας, που καλείται να συνεγείρει το πλήθος στην επανάσταση. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας διερευνά τη σχέση Σπινόζα, Χέγκελ, Μαρξ. Εξετάζει και συγκρίνει τον χεγκελιανό με το σπινοζικό μαρξισμό, που προδιαγράφει την εμφύλια σύρραξη που θα ξεσπάσει στο μαρξιστικό στρατόπεδο ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο ρευμάτων.
Διακόσια χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το ζήτημα της δημοκρατίας δεν παραμένει απλώς σημαντικό, αλλά κατά τον συγγραφέα, τείνει να αναδειχθεί σε κορυφαίο πρόβλημα για τη σύγχρονη πολιτική θεωρία και πράξη.
Ο συγγραφέας επισημαίνει την επιρροή των δημοκρατών εκπροσώπων ενός ριζοσπαστικού διαφωτισμού, όπως ο Ρουσσώ, στον νεαρό Μαρξ, που στερείται ακόμη μιας θεωρίας του κράτους οργανικά συναρτημένης προς την κριτική της πολιτικής οικονομίας και της πάλης των τάξεων. Το άλμα της μαρξικής διαλεκτικής στο πεδίο της θεωρίας του κράτους συντελείται απ’ τη στιγμή και στο βαθμό που ο Μαρξ αναζητεί την άρση της απόλυτης διάκρισης κοινωνίας των ιδιωτών και κράτους και προσδιορίζει την ταξικότητα του κράτους με ορίζοντα την επανάσταση. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας με θεωρητική τόλμη, εξετάζει τη συνάφεια διαφωτισμού, ρομαντισμού και επανάστασης. Θεωρεί αναγκαία την απόρριψη ενός μονοδιάστατου ντετερμινισμού, που μετατρέπει τον μαρξισμό σε νεκρό θεωρητικό σώμα. Υποστηρίζει ότι ως καρπός της συνάντησης Διαφωτισμού και Ρομαντισμού (στα πλαίσια ενός σύγχρονου μαρξισμού) η θεωρία της επανάστασης οφείλει να αποδώσει στις έννοιες του σχεδίου, του αυτοσχεδιασμού και της απόφασης τη πρέπουσα φιλοσοφική βαρύτητα.
Στη συνέχεια, εξετάζοντας τη σχέση ανθρωπισμού και κομμουνισμού, ο Α. Χρύσης θεωρεί αναγκαία την προοπτική ενός ανθρωπιστικού κομμουνισμού. Αυτή η προοπτική αποτελεί επιτακτική ανάγκη των καιρών και πηγή έμπνευσης στην αναζήτηση διεξόδου απ’ τη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Στη σχέση ατομικότητας και καθολικότητας μέσα από ενδελεχή προβληματισμό διατυπώνεται από τον συγγραφέα η θέση ότι με την κατάργηση της κοινωνίας των ιδιωτών η ατομικότητα χάνει την ψευδή καθολικότητά της, όπως αυτή εκφράζεται με την κρατική οργάνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας και αποκτά την πραγματική καθολικότητά της, που πραγματώνεται στην παγκόσμια κομμουνιστική κοινωνία των αυτοπροσδιοριζόμενων ελεύθερων πλέον ατόμων.
Στο κεφάλαιο για το «δόλο της παραγωγής» και την επανάσταση, κυρίως όπως εκτίθεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο συγγραφέας υποστηρίζει την εξής υπόθεση: η αντίληψη των Μαρξ και Ένγκελς για την επανάσταση, προϋποθέτει ένα «δόλο της παραγωγής», νοούμενης ως κοινωνικο-οικονομικής διαδικασίας, διαμέσου της οποίας η αστική τάξη, ενώ προωθεί τα ιδιαίτερα συμφέροντά της, προετοιμάζει χωρίς συνείδηση, παρά τις ισχυρές ενδείξεις, την τελική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την αντικατάστασή του τελικά απ’ τον κομμουνισμό. Όπως εύλογα συνάγεται, αυτός ο «δόλος της παραγωγής» (η ασυνείδητη συμβολή της αστικής τάξης στην ανατροπή της) διαδραματίζει λόγω της αντικειμενικότητάς του καθοριστικό ρόλο στη μαρξική θεωρία της επανάστασης και επηρεάζει σε καθοριστικό βαθμό τη διαλεκτική υποκειμένου (του ανατρεπτικού παράγοντα) και αντικειμένου (του ανατρεπόμενου συστήματος) καθώς, μέσω της επαναστατικής διαδικασίας, οδηγεί την αντίθεσή τους σε ανατροπή του αστικού πόλου.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η χεγκελιανή λογική της διαλεκτικής αντίθεσης στη συνάντησή της με τον μαρξικό ιστορικό υλισμό και ιδιαίτερα ο υλιστικός επαναπροσδιορισμός της σχέσης ελευθερίας και αναγκαιότητας οδηγεί στην αντιμετώπιση του κομμουνισμού «όχι ως κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί ούτε ως ιδεώδες προς το οποίο η πραγματικότητα πρέπει να προσαρμοστεί αλλά ως την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα τάξη πραγμάτων». Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς καταλήγουν στην εκτίμηση ότι «οι συνθήκες αυτής της κίνησης απορρέουν απ’ τα ήδη υπάρχοντα δεδομένα». Τόσο οι αντικειμενικές προϋποθέσεις της κομμουνιστικής επανάστασης, όσο και η κοινωνική και πολιτική πρωτοπορία της αποτελούν καρπούς μιας ιστορικής αναγκαιότητας που τείνει να πραγματωθεί και να ολοκληρωθεί ως ελεύθερη επιλογή του επαναστατικού υποκειμένου στους κόλπους της αταξικής κοινωνίας. Οπλισμένοι με την εγελομαρξική διαλεκτική συνειδητοποίησαν ότι μέσω της κομμουνιστικής επανάστασης συμμετέχουν αναγκαία αλλά και ελεύθερα στην πάλη για την θεμελίωση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Για την διαλεκτική σχέση αναγκαιότητας και ιστορίας ο Α. Χρύσης υποστηρίζει ότι ανάμεσα στην αντικειμενική πραγματικότητα και την απόφαση του υποκειμένου, θα αναφύονται ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, δηλαδή ελεύθερης επιλογής. Ειδικά για την Οκτωβριανή Επανάσταση, για την οποία δεν είχαν επαρκώς ωριμάσει και οι αντικειμενικοί όροι, κρίνει ότι καθοριστικό ρόλο για την επανάσταση και την επικράτησή της αποτέλεσε το επαναστατικό πάθος και η πολιτική βούληση των Μπολσεβίκων. Αντιθέτως, ο Μάρτοφ, και διαχρονικά το ρεύμα του εξελικτικισμού-θετικισμού, θέτει τον τελικό στόχο στο τέλος ενός μακρού χρόνου, που στη διάρκειά του θα εξαλειφθούν χωρίς οξύτατες συγκρούσεις οι ταξικές αντιθέσεις, ενώ αρνείται το ρόλο της επαναστατικής τακτικής, που αξιοποιεί και οξύνει αυτές τις αντιθέσεις, για να τις λύσει με την επανάσταση.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναφέρεται στην άποψη του Γκράμσι για την επανάσταση. Στη νεότητά του αποτιμά εν θερμώ την Οκτωβριανή Επανάσταση, ενώ στα Τετράδια της Φυλακής προσεγγίζει συγκεκριμένα το επαναστατικό φαινόμενο, στις ιδιοτυπίες του σε Ανατολή και Δύση.
Αναφέρεται, επίσης, στη Μαρκουζιανή αντίληψη της επανάστασης και στην κριτική του υπαρξισμού του Σαρτρ απ’ τον Λούκατς.
Στην ακροτελεύτια μελέτη του τόμου επιχειρείται η μαρξιστική προσέγγιση της αντίθεσης φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού.