Γιώργος Παυλόπουλος
ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία και αραβικός κόσμος στήριξαν ουσιαστικά το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ
Το αντιπολεμικό κίνημα, όπως και στην περίπτωση της τουρκικής εισβολής στην κουρδική Αφρίν, δεν κατάφερε να ορθώσει εμπόδιο στο έγκλημα και να στείλει ένα αποφασιστικό μήνυμα
Άλλοι την θεωρούν ως το Σοβέτο του Ισραήλ, παραπέμποντας στο μεγαλύτερο και φρικιαστικό γκέτο της Νότιας Αφρικής στα χρόνια του απαρτχάιντ, που έχει μείνει στην ιστορία ως μνημείο ενός από τα πιο απάνθρωπα καθεστώτα στην ιστορία. Οι περισσότεροι την γνωρίζουν ως τη μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου, στην οποία είναι στοιβαγμένες δύο εκατομμύρια ψυχές, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ζει σε άθλιες συνθήκες και εξαρτάται από τις διαθέσεις των δεσμοφυλάκων. Σίγουρα, είναι ένα τεράστιο νοσοκομείο και νεκροταφείο, ειδικά μετά από τις βίαιες επιθέσεις των δυνάμεων κατοχής, που έχουν εντολή να χτυπάνε στο ψαχνό, χωρίς κανένα έλεος – όπως ακριβώς συμβαίνει από τις 30 Μαρτίου και κορυφώθηκε την περασμένη Δευτέρα, 14 Μαΐου.
Όλα είναι σωστά – τίποτα, όμως, δεν μπορεί να αποτυπώσει πιστά αυτό που βιώνουν οι κάτοικοι της Λωρίδας της Γάζας. Όπως τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει τις σκηνές που εκτυλίχθηκαν στα σύνορα, όταν δεκάδες χιλιάδες λαού προσπαθούσαν με αυτοθυσία να φτάσουν το τείχος και τα συρματοπλέγματα, προτάσσοντας τα στήθη τους απέναντι στους ακροβολισμένους ελεύθερους σκοπευτές που θέριζαν αδιακρίτως και… περήφανα ό,τι κινούνταν. 11 νεκροί και πάνω από 10.000 τραυματίες, εκατοντάδες από τους οποίους σοβαρά, με τραύματα από σφαίρες στο κεφάλι, τον θώκακα και την κοιλιακή χώρα, είναι το κόστος της νέας εποποιίας που έγραψε ο αγωνιζόμενος παλαιστινιακός λαός. Αυτός ο οποίος κατάφερε πάλι και πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος, να επιβάλλει την παρουσία του στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, σπάζοντας το μαύρο των αστικών ΜΜΕ και αναγκάζοντας ακόμη και τους φανατικούς υποστηρικτές του κράτους-δολοφόνου του Ισραήλ (αν και όχι όλους…) να καταπιούν τη γλώσσα τους και να αναγκαστούν να ψελλίσουν δύο-τρεις επικριτικές κουβέντες.
Κι όμως. Ακόμη κι έτσι, αυτή τη φορά είναι γεγονός ότι οι ηρωικοί Παλαιστίνιοι πρέπει να ένιωσαν πιο μόνοι παρά ποτέ. Φυσικά, δεν περίμεναν κάτι καλύτερο από τις ΗΠΑ του Τραμπ, ο οποίος την ώρα της σφαγής είχε στείλει την κόρη του και μια ντουζίνα υπουργούς και συμβούλους για να τιμήσουν τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στη Ιερουσαλήμ, αναγνωρίζοντας έτσι και τυπικά την προσάρτηση όλης της πόλης στο Ισραήλ, στο οποίο επιφυλάσσει αναβαθμισμένο ρόλο στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Ίσως, όμως, να ανέμεναν κάτι παραπάνω από τη «δημοκρατική Ευρώπη» της Μέρκελ και του Μακρόν, για να προσγειωθούν απότομα, όταν διαπίστωσαν ότι η κριτική της έμεινε στα στερεότυπα περί «υπέρμετρης και μη αναλογικής βίας» — ενώ σαν να μην έφτανε αυτό, τέσσερις χώρες μέλη της ΕΕ (Αυστρία, Τσεχία, Ουγγαρία και Ρουμανία) εκπροσωπήθηκαν επισήμως στην τελετή των εγκαινίων.
Όσο για την Τουρκία του Ερντογάν, παρά τους λεονταρισμούς, τις απειλητικές δηλώσεις και την ανάκληση των πρέσβεων, αναμφίβολα δεν πείθει κανέναν για την ευαισθησία της — ειδικά μετά την πρόσφατη εισβολή στην Αφρίν και τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εκεί αλλά και τον απηνή διωγμό των Κούρδων αγωνιστών, που επίσης έχουν μείνει με ένα πικρό αίσθημα μοναξιάς. Τα ίδια και με τη Ρωσία του Πούτιν, η οποία είναι γνωστό ότι κατευθύνει ουσιαστικά τα ακροδεξιά κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση Νετανιάχου. Ακόμη χειρότερα τα πράγματα με τις ηγεσίες των αραβικών χωρών, πολλές από τις οποίες αντιμετωπίζουν πλέον το Παλαιστινιακό ως βραχνά και εμπόδιο στη βελτίωση των σχέσεών τους με το Ισραήλ.
Μήπως, όμως, στάθηκαν στο πλευρό τους οι παλαιστινιακές πολιτικές ηγεσίες; Η Παλαιστινιακή Αρχή, όπως επιβεβαιώνουν και οι εκπαιδευτικοί που βρίσκονταν σε αποστολή στη Δυτική Όχθη εκείνες τις ημέρες, έκανε ό,τι μπορούσε για να «θάψει» την εξέγερση και αντέδρασε μόνο για τα μάτια του κόσμου — με πιο… σκληρή δήλωση αυτή του Αμπάς, ο οποίος είπε ότι δεν θεωρεί πλέον τις ΗΠΑ εταίρο για την ειρήνη! Η Χαμάς, από την πλευρά της, είναι φανερό ότι αυτό που ουσιαστικά επιδιώκει είναι να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη θυσία τόσων ανθρώπων και όχι να δώσει το σύνθημα για μια νέα Ιντιφάντα ή, έστω, να της κλείσει το μάτι.
Υπάρχει, βεβαίως, το αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της Δύσης που θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή αλληλεγγύης και ελπίδας για τους αγωνιζόμενους Παλαιστίνιους. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι παρά τις αξιοπρεπείς εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκαν σε μια σειρά χώρες –και στην Ελλάδα, με αρκετά μαζικές διαδηλώσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη– η απάντηση υπήρξε σαφώς κατώτερη της πρόκλησης και των απαιτήσεων.
Αυτό δεν είναι, φυσικά, τυχαίο. Αποτελεί συνέχεια της αντίστοιχης –και ανησυχητικής– εικόνας που έχει καταγραφεί σε όλη την πορεία της έκρηξης των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και των πολεμικών συγκρούσεων στην περιοχή. Καθιστά δε προφανή και ζωτική την ανάγκη να αποτιμήσουμε αυτή την πορεία και στάση και να κάνουμε ό,τι απαιτείται για να αλλάξει και να πάει αλλιώς. Με στόχο την απελευθέρωση, τη φιλία και την ειρήνη των λαών, την ανατροπή του κεφαλαίου, των ιμπεριαλιστών και των κυβερνήσεών τους.