Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Κατόπιν εορτής η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αφού πλέον αμετάκλητα και ως μυελού οστών έχει διαβρωθεί απ’ την αστική ιδεολογία και πολιτική, με άκρα υποκρισία επικαλείται ως δικαιολογία τη μη κατάληψη της εξουσίας, την οποία όμως όχι μόνο δεν επιχείρησε να καταλάβει αλλά, απεναντίας, ενσωματώθηκε στα πλαίσιά της.
Παρά την παταγώδη αποτυχία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τα σοσιαλρεφορμιστικά ρεύματα θεωρούν πανάκεια την αριστερή κυβέρνηση
Η επιστράτευση της συζύγου του πρωθυπουργού που «κλαίει και οδύρεται κάθε 5η Ιουλίου από νεύρα και οργή», γιατί παρά το συντριπτικό «Όχι» του δημοψηφίσματος επιβλήθηκε εκβιαστικά από τους δανειστές το 3ο μνημόνιο, εντάσσεται στην ιδεολογική-προπαγανδιστική διγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η μία πλευρά αντανακλά την αστικοποιημένη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όταν, επί παραδείγματι, ο Αλ. Τσίπρας βγάζει την Ελλάδα στο σφυρί, διαφημίζοντάς την ως Γη της Επαγγελίας για το κεφάλαιο. Η δεύτερη πλευρά απευθύνεται στα πολιτικά και ηθικά αντανακλαστικά ενός αριστερόστροφου ακροατηρίου, προβάλλοντας επιχειρήματα όπως: ο ΣΥΡΙΖΑ αντιστέκεται στους δανειστές, δεν άλλαξε τον χάρτη των αξιών του, εξασφαλίζει αντίμετρα υπέρ των μη εχόντων, στον χώρο του δεν σημειώνονται κρούσματα διαφθοράς.
Στα πλαίσια αυτά, επιχείρημα κατ’ εξοχήν αριστερής κοπής, αλλά δεξιάς ρεφορμιστικής αξιοποίησης, εκφράζεται από τη θέση ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση, αλλά δεν πήρε την εξουσία». Πρόκειται για αποθέωση της πολιτικής υποκρισίας και ενός κυνικού απολογητισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνώρισε προεκλογικά, όπως θα απαιτούσε η πολιτική και ηθική λογική (αντί της βουλησιαρχίας και της δημοκοπίας), τη δευτερεύουσα αντίθεση της κυβέρνησης ως μέρους και του κράτους ως όλου της εξουσίας. Επέμεινε στην επάρκεια της αριστερής κυβέρνησης ως μοχλού της αλλαγής στα όρια και τους κανόνες του αστικού θεσμικού πλαισίου και στη μέγγενη των λαοκτόνων μνημονίων, που επέβαλε ο διεθνής καπιταλιστικός παράγοντας (ΕΕ-ΗΠΑ) σε συμμαχία με την εγχώρια αστική τάξη. Αγνόησε την ιστορική αλήθεια ότι στην περίπτωση ανάδειξης μιας αριστερής κυβέρνησης, η εξουσία μετατοπίζεται κυρίως στους κατασταλτικούς μηχανισμούς και σε πολύμορφες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και, επομένως, ότι μόνο ένα ισχυρό εργατολαϊκό κίνημα μπορεί ν’ αποτελέσει τον πρωταγωνιστικό παράγοντα στην αντικαπιταλιστική πάλη και ανατροπή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, απεναντίας, όπως και άλλα σοσιαλρεφορμιστικά ρεύματα, παρά την παταγώδη αποτυχία της διακυβέρνησής του, εξακολουθεί να θεωρεί πανάκεια την αριστερή κυβέρνηση, χωρίς τη χρονική και πολιτική προτεραιότητα της κινηματικής έξαρσης. Κατόπιν εορτής η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αφού πλέον αμετάκλητα και ως μυελού οστών έχει διαβρωθεί από την αστική ιδεολογία και πολιτική, με άκρα υποκρισία επικαλείται ως δικαιολογία τη μη κατάληψη της εξουσίας, την οποία, όμως, όχι μόνο δεν επιχείρησε να καταλάβει, αλλά, απεναντίας, ενσωματώθηκε στα πλαίσιά της.
Αυτή η, καθυστερημένη έστω, «αυτοκριτική» θα είχε νόημα, αν συνδεόταν με την προοπτική μιας άλλης πολιτικής, που θα αναγνώριζε την πρωταρχικότητα ενός ρωμαλέου εργατολαϊκού κινήματος στην πάλη κατά του κεφαλαίου και του κράτους του. Η απουσία αυτής της σύνδεσης επιβεβαιώνει απόλυτα τον καθαρά υποκριτικό και απολογητικό χαρακτήρα του επιχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ ότι η εγκατάλειψη του προγράμματός του οφείλεται στη μη κατάληψη της εξουσίας εκ μέρους του, αφού ούτε προεκλογικά ούτε μετεκλογικά, παρά την οδυνηρή εμπειρία, δεν τολμά, έστω για τους τύπους, να θέσει θέμα εξουσίας.
Στην πραγματικότητα η αντίθεση κυβέρνησης-εξουσίας ισχύει για τα επαναστατικά κόμματα που επιζητούν τη συνολική λύση του ζητήματος της εξουσίας ως αναφαίρετο όρο για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Για τα ρεφορμιστικά ρεύματα, αντίθετα, δεν τίθεται θέμα υπέρβασης αυτής της αντίθεσης, αφού αποτελούν ιδιότυπα στοιχεία της σύνολης αστικής εξουσίας, είτε ως κυβερνώντα κόμματα είτε ως αντιπολιτευόμενα. Είτε επαναστατικά κόμματα καταλαμβάνουν, σε ιδιότυπες ιστορικές συνθήκες, την κυβερνητική εξουσία, είτε δημιουργούνται λαογέννητα όργανα εξουσίας (κομμούνες, σοβιέτ, συμβούλια), ωθούνται στη δυαδική εξουσία και στην επανάσταση για τη συνολική κατάληψη της εξουσίας. Η αντιπαλότητα ταξικά αντίθετων κέντρων εξουσίας αίρεται με την ολοκληρωτική νίκη και κατάληψη της εξουσίας από το ένα ή το άλλο κέντρο. Η ταξική αντίθεση λύνεται με την επικράτηση της μιας ή της άλλης πλευράς.
Απεναντίας, μεταξύ συστημικών κομμάτων αναπτύσσονται ενδοαστικές αντιθέσεις για τη διανομή της λείας και τη διαχείριση της εξουσίας που δεν λύνονται, όπως οι ταξικές αντιθέσεις, με το «ποιος-ποιον» στο ζήτημα της εξουσίας αλλά με την ενίσχυση και την αντίστοιχη αποδυνάμωση των διαφόρων πλευρών της αστικής εξουσίας, την οποία όλα τα συστημικά κόμματα, με δευτερεύουσες αντιθέσεις, αποδέχονται και υπηρετούν. Ιδίως, όταν ανέρχονται στην κυβερνητική εξουσία κόμματα συστημικά «ετερόδοξα» (ΠΑΣΟΚ παλιότερα, ΣΥΡΙΖΑ σήμερα) και σε αντιδραστικές στροφές της καπιταλιστικής κοινωνίας, αυτά τα κόμματα , επιχειρώντας να κερδίσουν τα εύσημα του κεφαλαίου με τη προώθηση δυναμικών νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων αλλά και φοβούμενα την υποχώρηση στα μονοψήφια ποσοστά, επιδιώκουν να ενισχύσουν τις θέσεις τους στο αστικό κράτος έναντι του παλαιού πολιτικού κατεστημένου για μικροκομματικά οφέλη. Γι’ αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός απ’ τη δαιμονοποίηση και τη σκανδαλολογία στην οποία επικεντρώνεται για την αντιμετώπιση των πολιτικών του αντιπάλων, στρέφεται και κατά της δικαιοσύνης, όταν αυτή εκδίδει αποφάσεις μη συμβατές με την πολιτική του. Χαρακτηρίζει τον Στουρνάρα αποτυχημένο, επειδή ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας προτείνει την προληπτική πιστωτική γραμμή, επιχειρεί να αφαιρέσει από το ΕΣΡ τις αρμοδιότητές του για να χειραγωγήσει τα ΜΜΕ, υποστηρίζει (Τσακαλώτος) ότι ο απεργιοκτόνος νόμος ενισχύει την απεργία!