Και ο ακροδεξιός εθνικιστικός «τραμπισμός» και ο κοσμοπολίτικος αστικοδημοκρατικός «ομπαμισμός» είναι πολιτικά τέκνα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και του εξαιρετικά αυταρχικού κράτους του. Η αγιοποίηση του πρώτου ρεύματος και η δαιμονοποίηση του δεύτερου, απολυτοποιεί την αντίθεσή τους και αγνοεί την ενότητά τους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ
Η ακροδεξιά αναθαρρεί
Όξυνση ενδοαστικών αντιθέσεων
Ορυμαγδό διαφορετικών και αντιφατικών ιδεολογικών και πολιτικών εκτιμήσεων προκαλεί το φαινόμενο Τραμπ. Μέσα απ’ την πανσπερμία αναλύσεων διαμορφώνονται δύο αντίποδες σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο. Στο πρώτο επικρατεί ένας θεωρητικισμός, που μια δεσπόζουσα έστω τάση την εμφανίζει ως σχεδόν πραγματοποιημένη, ενώ η έκβασή της και ιδίως η μορφή και η έκτασή της μέλλει να κριθεί από πλέγμα οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και διεθνών αντιθέσεων. Στον αντίποδα, ένας αγνωστικισμός του τύπου «μπορεί έτσι, μπορεί κι αλλιώς» ή δογματικού τύπου, που αρνείται την ιδιαιτερότητα και κρισιμότητα του φαινομένου και υποστηρίζει ότι η πολιτική θα είναι ίδια απλώς «με άλλες μεθόδους και τακτικές» (ΚΚΕ). Ο εθνικιστικός, ακροδεξιός ή και φασίζοντας χαρακτήρα του φαινομένου Τραμπ οξύνει τις ενδοαστικές αντιθέσεις, οδηγεί σε αναδιάταξη του κομματικού συσχετισμού. Η ακροδεξιά, απ’ τις πιο ήπιες ως και τις πιο ακραίες εκφάνσεις της, αναθαρρεί και ανασυντάσσεται. Προάγγελο εξελίξεων στο χώρο αυτό αποτελεί η σύναξη στο Κόμπλεν της Γερμανίας (21/1) των ηγετών των ακροδεξιών κομμάτων της ΕΕ, της Μαρί Λεπέν του Εθνικού Μετώπου, του Γκερτ Βίλντερς του ολλανδικού Κόμματος για την Ελευθερία, του Ματέο Σαλβάνι της ιταλικής Λέγκας του Βορρά, της Φράουκε Πέτρι της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Κυριάρχησαν συνθήματα υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, του «εθνικού» κεφαλαίου, εναντίον της ΕΕ (έξοδος από ευρώ ή και ΕΕ) και άκρατη ξενοφοβία. Διθυραμβικές εκδηλώσεις υποστήριξης του Τραμπ διατυπώνονται και απ’ τα άλλα ακροδεξιά και νεοφασιστικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής και του εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ, Π. Καμμένου. Η έξαρση διεθνώς του ακροδεξιού ρεύματος αυξάνει τους κινδύνους ενίσχυσής του και στη χώρα μας σε συνθήκες όξυνσης των λαϊκών προβλημάτων και του προσφυγικού ζητήματος. Στον «αντίποδα» δρουν οι αστικές δυνάμεις που κινούνται στον αστερισμό της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και του κοσμοπολιτισμού. Δηλαδή στη χώρα μας οι συντηρητικές νεοφιλελεύθερες κεντρώες, σοσιαλδημοκρατικές και σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου πλέον και του ΣΥΡΙΖΑ. Ο φόβος ενίσχυσης των ξενοφοβικών ακροδεξιών δυνάμεων ενισχύει και νομιμοποιεί τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική αυτών των δυνάμεων, την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Σ’ αυτό το χώρο διευρύνονται οι δυνατότητες και ποικιλίες συμμαχιών. Από συμμαχία των αστικών δυνάμεων με άξονα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ προ της επέλασης του νεοφασισμού, μέχρι συμμαχία ακραιφνούς νεοφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού με άξονα τη ΝΔ ή μια συμμαχία με ηγεμόνα το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του με τις λοιπές αστικές δημοκρατικές δυνάμεις και ει δυνατόν και με τις ριζοσπαστικές αριστερές ενάντια σε «θυλάκους ακροδεξιού παρακράτους που επιβουλεύονται συστηματικά τα θεμέλια της δημοκρατίας» (Εφ.Συν. 23/1).
Τα ακροδεξιά μορφώματα έχουν μεν αυξημένη αυτοτέλεια, αλλά δεν παύουν να είναι γέννημα και θρέμμα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Στις αστικές και μικροαστικές αναλύσεις του φαινομένου Τραμπ, με τις απολυτότητές τους, αντιπαρατίθεται η μαρξιστική αντίληψη με τη διαλεκτική και ταξική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Ο εθνοκεντρισμός του Τραμπ είναι άρνηση της παγκοσμιοποίησης αλλά εντός της διαλεκτικής ενότητας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Εθνοκεντρισμός και παγκοσμιοποίηση αντιτίθενται αλλά και συνδέονται. Η ύπαρξη του ενός δεν αποκλείει την ύπαρξη του άλλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του «τραμπισμού» αυτή η σχέση διαμορφώνεται ως εξής: Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός των ΗΠΑ προ των οικονομικά ανερχόμενων καπιταλισμών Κίνας και Γερμανίας αναδιπλώνεται στην εθνική οικονομική βάση του, ώστε, όπως ο μυθικός Ανταίος, να αντλήσει δύναμη και με ενισχυμένα καύσιμα να διεξάγει στη διεθνή κονίστρα την πάλη κατά των ανταγωνιστών του. Επιπλέον, η αντίληψη ότι ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός στο σύγχρονο στάδιο μπορεί να ανατραπεί από μιαν άλλη αστική πολιτική είναι ιδεαλιστική και βολονταριστική. Η οικονομία δεν διαμορφώνεται ούτε λειτουργεί με απλά πολιτικά διατάγματα, αν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες οικονομικές προϋποθέσεις. Τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια και το χρηματοπιστωτικό με διεθνή επέκταση κεφάλαιο αποτελούν την καρδιά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Οι πολυεθνικές δεν αρκούνται στην εξαγωγή κεφαλαίου, όπως επί ιμπεριαλισμού. Είναι δικτυωμένες σε μια σειρά χώρες. Αυτός είναι ο τρόπος παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων τους. Οι φορολογικές υποσχέσεις ή οι φορολογικές απειλές του Τραμπ δεν μπορούν να πειθαναγκάσουν τις γιγάντιες αμερικανικές πολυεθνικές να «επανεθνικοποιηθούν», καταλύοντας τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες τους.
Τρίτο, και ο ακροδεξιός εθνικιστικός «τραμπισμός» και ο κοσμοπολίτικος αστικοδημοκρατικός «ομπαμισμός» είναι πολιτικά τέκνα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και του εξαιρετικά αυταρχικού κράτους του. Η αγιοποίηση του πρώτου ρεύματος και η δαιμονοποίηση του δεύτερου, απολυτοποιεί την αντίθεσή τους και αγνοεί την ενότητά τους. Ο Ομπάμα, τον οποίο ιδιαίτερα αντιπαραβάλλουν τα ΜΜΕ και οι αναλυτές με το τέρας Τραμπ, δεν είναι η περιστερά της ειρήνης (Νόμπελ Ειρήνης) και προοδευτικός αστός οραματιστής, του διαμετρήματος ενός Ρούσβελτ. Υπηρετώντας πιστά τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, εφάρμοσε πολιτική συστηματικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, την Ανατολική Ευρώπη. Στην κρίση του 2008, αντί να επιβάλει φραγμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως απαιτούσαν και παράγοντες του συστήματος, άνοιξε τους κρουνούς της FED για να το σώσει, εκτινάσσοντας στα ύψη το χρέος και το έλλειμμα. Ως αντίβαρο στο κύμα ανεργίας που προκλήθηκε, προχώρησε σε εκτεταμένη ελαστικοποίηση της εργασίας, ενώ το Obamacare, παρά τις τυμπανοκρουσίες, ελάχιστα ανακούφισε τα 50 εκατομμύρια των Αμερικανών απόρων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τραμπ θα οξύνει κατά πολύ την αντιδραστική πολιτική των ΗΠΑ. Θα καταργήσει το γλίσχρο Obamacare, θα αυξήσει την ελαστικοποίηση της εργασίας, αλλά και τα προνόμια για το κεφάλαιο, θα εξαπολύσει διώξεις κατά των ομοφυλοφίλων, θα απαγορεύσει τις αμβλώσεις, θα απαγορεύσει την είσοδο μουσουλμάνων στις ΗΠΑ.
Ήδη ανήγγειλε την ανέγερση τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, ενώ ο εμπορικός πόλεμος κατά Κίνας και Ευρώπης, στο βαθμό που θα πραγματοποιηθεί, όπως διδάσκει η ιστορία, θα οξύνει επικίνδυνα τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Εν κατακλείδι, τα ακροδεξιά μορφώματα έχουν μεν αυξημένη αυτοτέλεια, αλλά δεν παύουν να είναι γέννημα και θρέμμα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Προκύπτουν και αυθόρμητα απ’ την κρίση του καπιταλισμού και την αδυναμία της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά ενισχύονται και συνειδητά απ’ το κεφάλαιο, για να ενσωματώνει την εργατολαϊκή δυσαρέσκεια αλλά και να την καταστείλει με το «μακρύ χέρι» της ακροδεξιάς.
Τούτων δοθέντων, ποιος είναι ο ρόλος της Αριστεράς; Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να απολυτοποιεί τη δευτερεύουσα αντίθεση ακροδεξιάς – φασισμού και αστικής δημοκρατίας και να την μετατρέπει σε βασική. Σε μια τέτοια περίπτωση, λογικά, θα σύρεται στο άρμα δυνάμεων αστικοδημοκρατικών, σοσιαλδημοκρατικών ή και «πατριωτικών» (στα καθ’ ημάς ΕΠΑΜ) σε μιαν ετερόκλητη και ηγεμονευόμενη απ’ αυτές τις δυνάμεις συμμαχία.
Ανάλογα φαινόμενα απ’ το παρελθόν παραδειγματικού χαρακτήρα υπάρχουν. Το κυριότερο είναι η απόφαση του 7ου Συνεδρίου (1935) της Τρίτης Διεθνούς για τη σύμπηξη λαϊκών αντιφασιστικών μετώπων σε συμμαχία και υπό την ηγεμονία αστικοδημοκρατικών δυνάμεων. Αυτή η τακτική είχε καταστροφικά αποτελέσματα για το κίνημα. Επέτρεψε στις αστικές δυνάμεις να διατηρήσουν την εξουσία (Γαλλία, Ισπανία) ή να την επανακτήσουν μετά το πέρας του πολέμου, αν και απούσες απ’ την αντιφασιστική αντίσταση χωρίς εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, Ιταλία, με εμφύλιο στην Ελλάδα. Απεναντίας, κινήματα που δεν σύναψαν τέτοιες συμμαχίες κατέκτησαν την εξουσία (Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Κίνα). Παρόμοια περίπτωση απ’ την αντίστροφη πλευρά αποτελεί η συμμαχία το 1989, της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΕΑΡ, προγόνου του ΣΥΡΙΖΑ) με τη συντηρητική ΝΔ, που θεωρήθηκε αυτή «μικρότερο κακό» έναντι του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ. Είναι γνωστό ότι αυτή η «παρά φύση» (όπως και η κάθε αστική) συμμαχία έβλαψε πολιτικά και ηθικά τα μάλα την Αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος, όποτε τον συμφέρει, το ψευδο-αριστερό πρόσημο, θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής απ’ το «τραμπικό» κύμα. Θα προτείνει μια ευρεία συμμαχία (ήδη κονδυλοφόροι του δρουν προς αυτήν την κατεύθυνση), ώστε να προβάλει το αφήγημα του πρόμαχου της δημοκρατίας και της ΕΕ απ’ την απειλή του Τραμπ και των ομοϊδεατών του στην Ευρώπη και τη χώρα μας. Ή θα επιδιώξει μια τυπική ή άτυπη συμμαχία με αριστερές κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις, για να τις αξιοποιήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ ή για να αναστείλει την αντιπολιτευτική δράση τους, με φόβητρο τον Τραμπ και τη Χρυσή Αυγή, την οποία όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ποικιλοτρόπως συνδράμει. Παρατηρητέα επίσης είναι η ερωτοτροπία της σοσιαλρεφορμιστικής ΛΑΕ με το εθνικολαϊκό ΕΠΑΜ. Αλλά και στους κόλπους της επαναστατικής Αριστεράς προβάλλονται απόψεις που υπερτονίζουν το νεοεθνικιστικό – ακροδεξιό χαρακτήρα του φαινομένου Τραμπ, υποτιμώντας την οργανική του ένταξη μαζί με τα άλλα αστικά ρεύματα, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Αυτή η στάση, αντικειμενικά ενισχύει την τάση συμμαχίας και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με αστικοδημοκρατικά, σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα.
Στον αντίποδα, η στάση του ΚΚΕ που υποτιμά (μιλώντας απλώς για διαφορετικές μεθόδους ιμπεριαλιστικής πολιτικής) τους κινδύνους έξαρσης του ακροδεξιού – φασιστικού ρεύματος. Έτσι, όμως υποτιμάται και η αναγκαία έμφαση στον αντιφασιστικό αγώνα.