του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
12η Ιανουαρίου (EuroWorkingGroup) και η 26η Ιανουαρίου (Eurogroup) υπογραμμίζονται από την πλευρά της κυβέρνησης ως οι κομβικές ημερομηνίες όπου θα καθοριστεί ή έκβαση του κλεισίματος της 2ης αξιολόγησης. Με διαρροές και σενάρια του είδους «η θα βρέξει, ή θα χιονίσει, ή καλό καιρό θα κάνει» οι διαχειριστές του τρέχοντος μνημονίου επιχειρούν να θολώσουν το βασικό στοιχείο: Ότι προετοιμάζεται νέα δέσμευση με ορίζοντα μεγαλύτερο της κυβερνητικής θητείας σε πολιτικές με υψηλά πλεονάσματα, κόφτες περικοπές, φόρους και σκληρή λιτότητα. Γίνεται ουσιαστικά προσπάθεια να μην μιλάμε για 4ο Μνημόνιο αλλά για …παράταση του 3ου.
Στις 12 Ιανουαρίου παρουσιάζεται στα κλιμάκια των ευρωπαίων τεχνοκρατών η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το ελληνικό χρέος. Αυτή θα καθορίσει και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα μιας και το καταστατικό του ταμείου απαιτεί 18μηνη εγγύηση βιωσιμότητας του χρέους. Την ίδια στιγμή, από την πλευρά της Ε.Ε και ιδίως της Γερμανίας αποσαφηνίζεται ότι σε περίπτωση μη συμμετοχής του ΔΝΤ δεν μπορεί να υπάρξει καμία εκταμίευση ποσών σίγουρα όχι πριν τις γερμανικές εκλογές. Τα όσα θα συμφωνηθούν στο Euro Working Group θα καθορίσουν και την απόφαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης στις 26/1 για το αν θα κλείσει η αξιολόγηση περίπου στα μέσα Φλεβάρη μετά την αποστολή των γνωστών κλιμακίων ελέγχου ή αν θα υπάρξουν άλλες εξελίξεις. Πρακτικά, αυτό για τους εργαζόμενους και τον ελληνικό λαό σημαίνει ότι είτε θα αποφασιστεί η περαιτέρω επιβάρυνσή του με μέτρα που μπορεί να φτάσουν και τα 6 δισεκατομμύρια μέχρι το 2020 –με άμεση εφαρμογή μέτρων 1.8 δις– προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσει του ΔΝΤ για 3.5% πλεόνασμα, είτε θα υπάρξει μία ακόμη περίοδος οικονομικής ασφυξίας λόγω των αποπληρωμών δόσεων που λήγουν το 2017. Πιο σημαντική από αυτές είναι η δόση των 7 δισεκατομμυρίων του Ιουνίου. Αυτή θεωρείται άλλωστε και η πιο πιθανή εκδοχή πράγμα που οδηγεί σε εξελίξεις παρόμοιες με αυτές τις περυσινής χρονιάς, όπου στο τέλος Μαϊου υπογράφθηκαν …τα πάντα. Άμεσες περικοπές συντάξεων, φόροι και αποικιοκρατικού τύπου συμφωνία για την πώληση της δημόσιας περιουσίας. Θυμίζουμε ότι ακριβώς εκείνη την περίοδο θεσμοθετήθηκε και ο περίφημος «κόφτης» για τον οποίο δεν υφίσταται καν ζήτημα του αν θα συνεχίζει να επικρέμεται σαν πέλεκυς πάνω από τα λαϊκά εισοδήματα. Δεδομένη θεωρείται η επ΄ αόριστον λειτουργία του, ανεξαρτήτως εξελίξεων. Εξυπακούεται πως το κλείσιμο της αξιολόγησης είναι αυτό το οποίο θα καθορίσει και την υπαγωγή των ελληνικών ομολόγων (κρατικών και ιδιωτικών) στην περίφημη «ποσοτική χαλάρωση» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ενδεικτικό της ρευστότητας είναι το ότι δεν έχει καν ορισθεί συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ όπου θα τεθεί το ελληνικό θέμα.
Φυσικά όλα αυτά ισχύουν για τους εργαζόμενους και όχι για το εγχώριο κεφάλαιο. Αντιθέτως, η κυβέρνηση ανακοίνωσε περιχαρής τη συνολική συγκέντρωση αιτημάτων πληρωμής από το ΕΣΠΑ 2014-2020 της τάξης του 1,6 δισεκατομμυρίων ευρώ που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία θα καταλήξουν στις μεγάλες επιχειρήσεις. Μάλιστα, προκειμένου να «τρέξει» πιο γρήγορα η διαδικασία, η Νέα Δημοκρατία ασκεί ιδιαίτερες πιέσεις, αφού ερώτηση στη Βουλή με αίτημα μάλιστα την κατάθεση αναλυτικών στοιχείων κατέθεσε η Ντόρα Μπακογιάννη. Κατηγόρησε μάλιστα την κυβέρνηση για καθυστερήσεις προκειμένου να αλλάξει διοικητικούς υπεύθυνους με άτομα της δικής της επιλογής. Ζεστό χρήμα –ιδίως για τους εργολάβους του δημοσίου και τους κατασκευαστές – θα υπάρξει και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, μιας και σε τέτοιες τσέπες κατευθύνονται και αυτά τα κονδύλια.
Τέλος, τα εργασιακά –αν και είναι βασικό ζήτημα της διαπραγμάτευσης– συνεχίζουν να παραμένουν στο σκοτάδι. Από κυβερνητικής πλευράς συνεχίζονται οι αόριστες αναφορές στην αναγκαιότητα των συλλογικών συμβάσεων και αναμονής «θετικών» εξελίξεων. Τέτοιες όμως είναι αδύνατον να υπάρξουν μιας και εκτός από τη γνωστή επιστολή Τσακαλώτου περί μνημονιακής «αφοσίωσης», υπάρχουν συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα που έχουν υπογραφεί στο 3ο Μνημόνι το καλοκαίρι του 2015. Προβλέπουν ξεκάθαρα την κατάργηση του ισχύοντος 1264/82 και την αντικαταστασή του με ένα νόμο που θα προάγει την ανταγωνιστικότητα στον οποίο θα πρέπει να συμφωνήσουν και οι δανειστές.