Ο Γιάννης Γκλαρνέτατζης στις Στιγμές Σαλονίκης, Θερινές, το τρίτο της τετραλογίας, διαπραγματεύεται στιγμιότυπα της ιστορίας της πόλης από το 1882 έως το 1946, συνδυάζοντας για ακόμη μια φορά με μαστοριά την εξονυχιστική έρευνα, την διασταυρούμενη καταγραφή και λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων, την συσχέτισή τους με τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες της εποχής και ένταξή τους τελικά στο ιστορικό γίγνεσθαι της πόλης.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του ο συγγραφέας δεν διστάζει να πάρει θέση στα γεγονότα. Αυτό όμως δεν μετατρέπει τις «Θερινές στιγμές» σε ένα κλασσικό ιστορικό δοκίμιο. Και αυτό γιατί ο συγγραφέας παίρνει μεν θέση, όχι όμως προκρίνοντας το διδακτισμό. Όχι κουνώντας δασκαλίστικα το δάκτυλο ως παντογνώστης, αλλά χρησιμοποιώντας με τέχνη τον υπαινιγμό και την ειρωνεία.
Οι Θερινές στιγμές δεν είναι όμως ούτε μια κλασσική ιστορική μελέτη, έστω ενταγμένη στον αντίποδα της επίσημης αφήγησης και των εθνικών στερεότυπων. Σε αρκετές περιπτώσεις ο συγγραφέας επιλέγει συνειδητά την ενασχόληση με το δευτερεύον, το φαινομενικά περιττό, ασήμαντο και περιθωριακό, επιχειρώντας έτσι να ανακαλύψει απόκρυφες πτυχές της ιστορίας της πόλης, δευτερεύουσες όψεις της, να διεισδύσει στα άβατά της.
Με μια έννοια ο συγγραφέας των Στιγμών της Σαλονίκης είναι ένας ρακοσυλλέκτης της ιστορίας. Μαζεύει όσα «απορρίμματα» έχει πετάξει η επίσημη αφήγηση στο καλάθι των αχρήστων και μας τα ξαναδίνει συνδέοντας τα με μια τεχνική που άλλοτε θυμίζει κολάζ και άλλοτε παζλ.
Με άλλα λόγια – και επηρεασμένος ίσως και τις σπουδές του στη φυσική – επιλέγει την μικροσκοπική μελέτη, που σε αντίθεση με την μακροσκοπική, είναι από τη φύση της ως μεθοδολογική προσέγγιση, πιο διεισδυτική και εντοπισμένη. Έτσι μέσα από τη μικρή αφήγηση αμφισβητείται η μεγάλη αφήγηση που συνήθως γράφεται από τους νικητές.
«Το τι θυμάται μια κοινωνία είναι ταυτολογικά – κοινωνικά κατασκευασμένο, αποτέλεσμα αντιπαραθέσεων, από τις οποίες οι νικητές στήνουν τα τρόπαια τους στο σώμα της πόλης», έγραφε ο συγγραφέας στην εισαγωγή του στις «Χειμερινές στιγμές». Πράγματι το στερεότυπο της επίσημης αφήγησης ότι οι βενιζελικοί ήταν οι δημοκράτες, οι προοδευτικοί της εποχής, καταρρίπτεται πολύ εύκολα αν διαβάσει κανείς την ενότητα «Δημοκρατικοί τραμπούκοι: Η δίκη των μελών του τάγματος της δημοκρατικής φρουράς». Ή ακόμα πόσο σφαιρική εικόνα μπορεί να αποκτήσει κάποιος για το κλίμα που επικρατεί την περίοδο ανάμεσα στην απελευθέρωση και τον εμφύλιο, αν δεν έχει διαβάσει το: «Εργατικές συγκεντρώσεις και συνδικαλιστικές διεργασίες», όπως και το «Οι πρώτες εκτελέσεις του Γ΄ ψηφίσματος».
Αντίθετα η ειρωνεία της ιστορίας αναδεικνύεται νε εμφατικό τρόπο στην ενότητα: «Ποια ήταν η ημέρα η εβδόμη στη Θεσσαλονίκη», όπου με αφορμή την ψήφιση της υποχρεωτικής Κυριακάτικης αργίας στην πόλη που καθιερώνεται με νόμο το 1924, ο συγγραφέας εγχειρίζει μια προβολή του παρελθόντος στο σήμερα και τις επιχειρούμενες τα τελευταία χρόνια μεθοδεύσεις για μερική ή ολική κατάργησή της.
Αλλά ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως ένα επί μέρους περιστατικό μπορεί με την κατάλληλη ματιά του ιστορικού να ιδωθεί και «αλλιώς», είναι η ενότητα: «Το παιδί και η μπουγάτσα: πείνα και παιδική εργασία», όπου ένα μονόστηλο της εφημερίδας «Μακεδονία» στα χρόνια του ερχομού των προσφύγων γίνεται αφορμή για γενικότερες εκτιμήσεις και συμπεράσματα. Εδώ και αρκετά χρόνια ο συγγραφέας με τις τόσο δημοφιλείς, αλλά και αναντικατάστατες περιηγήσεις του στην «άλλη» Θεσσαλονίκη, μας δείχνει πως η ιστορία εκτός των άλλων μπορεί να προσφέρει και το στοιχείο της απόλαυσης. Έτσι και οι Στιγμές Σαλονίκης ως μεταφορά των περιηγήσεων στο χαρτί εμπεριέχουν και όλα τα θετικά τους. Και την ακρίβεια της ιστορικής έρευνας, αλλά και την αμεσότητα, την αυθεντικότητα και την οικειότητα του προφορικού λόγου.
Ο Γκλαρνέταζης δεν προσπαθεί ούτε να «ακαδημαϊκίσει», ούτε να «λογοτεχνίσει», ούτε καν «δημοσιογραφήσει», παρά μόνο να είναι αληθινός. Έτσι ο γραπτός του λόγος είναι τόσο ζωντανός που νομίζεις πως είναι μπροστά σου και τον ακούς να αγορεύει. Οι «Στιγμές Σαλονίκης» ως ένας συνεχής διάλογος του συγγραφέα τόσο με το υλικό του, όσο και με τον αναγνώστη, νομιμοποιεί τη μεταφορά του προφορικού λόγου στο χαρτί και έρχεται να επιβεβαιώσει για ακόμα μια φορά πως το μεγαλύτερο προσόν ενός γραφιά είναι η τιμιότητα και όχι το δήθεν, η επιτήδευση και η πρόκληση εντύπωσης.
Η λήθη, η επιχείρηση απόκρυψης της ιστορίας της πόλης και κυρίως του βασικού στοιχείου της ταυτότητας της στο έδαφος της σημερινής πραγματικότητας του ανελέητου κυνηγητού μεταναστών και προσφύγων, θα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει έναν ιστορικό μελετητή σε μια νοσταλγική αντιμετώπιση του χτες, σε μια ρομαντική αναπόληση της παλιάς πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης, σε μια εξιδανίκευση του παρελθόντος της.
Αντιθέτως και τα 17 κείμενα των «Θερινών Στιγμών» όταν δεν ψηλαφούν ανοιχτές πληγές, είναι μικρές τομές στο σώμα της πόλης που μας δίνουν την δυνατότητα να διερευνήσουμε, χωρίς φόβο και πάθος, την ιστορική εμπειρία που διαμόρφωσε την πόλη. Οι περιηγήσεις και το συγγραφικό έργο του Γιάννη Γκλαρνέτατζη θα μείνουν στην ιστορία ως μια ουσιαστική συμβολή στην επεξεργασία της ιστορικής συνείδησης του Θεσσαλονικιού.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΡΑΚΗΣ