ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΟΛΙΤΑΚΗ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί την εμμονική επικέντρωση στις πολιτικές ασφάλειας των συνόρων και την εδραίωσή τους ως τη μοναδική αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική για τη διαχείριση του ζητήματος των προσφυγικών ροών. Ταυτόχρονα, παραμένει στο καθεστώς περιστολής δικαιωμάτων και ελευθεριών του «ευρωπαίου πολίτη» και στο πολυπρόσωπο δράμα των στερούμενων σχεδόν κάθε βασικού δικαιώματος προσφυγικών πληθυσμών –«μη ευρωπαίων πολιτών».
Η Ευρώπη δεν έχει ούτε στρατηγική ούτε σχέδιο για την αντιμετώπιση του προσφυγικού γιατί αν είχε, απέτυχε.
Περιμέναμε να τελειώσει ο χρόνος και να έρθει η στιγμή. Κάτι σαν αντίστροφη μέτρηση που μάλιστα ξέραμε ότι θα κρατήσει λίγο. Η στιγμή ήταν κοντά αν και όχι βέβαιη. Η επίσημη ομολογία της αποτυχίας της Ευρώπης στο προσφυγικό ζήτημα από την κυρίαρχη γερμανική ηγεσία, έδωσε τέλος στην αντίστροφη μέτρηση, αλλά μόνο σε αυτήν. Κάτι παραπάνω από μία καμπή ιδεών και αξιών και πολύ μακριά από πολιτικά και ιστορικά κληροδοτήματα η Ευρώπη μετατρέπει το προσφυγικό σε ένα προμηθεϊκό μαρτύριο, μία ατέλειωτη επιθανάτια αγωνία, η δύναμη της ζωής που αναγεννιέται παρά τα μαρτύριά της, αλλά στερημένη από κάθε μεταμορφωτική δύναμη.
Η διαδικασία μετεγκατάστασης των αιτούντων άσυλο και η οικογενειακή επανένωση ήταν δύο πυλώνες που αποτελούσαν τις μόνες ρεαλιστικές προοπτικές διαχείρισης του προσφυγικού και ταυτόχρονα στρατηγικής σημασίας πολιτικές. Η μοναδική τους αξία έγκειται στο ότι αποτελούν διακριτές επιλογές από όποιες άλλες που έχουν εφαρμοστεί και καταλήγουν στις άθλιες και τραυματικές για την ανθρώπινη υπόσταση συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων που όλοι γνωρίζουμε. Πρόκειται επίσης για διαδικασίες που μπορούν να γίνουν με όρους σεβασμού στην ανθρώπινη ύπαρξη και αξιοπρέπεια. Δεν προκρίθηκαν όμως από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρχικά αφέθηκαν σε ένα χαλαρό πλαίσιο ανακοινώσεων. Στη συνέχεια κάμφθηκαν από την άρνηση των ευρωπαϊκών κρατών να αναλάβουν έστω και αυτή τη συμβατική τους υποχρέωση, καθώς πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ προσβλέπουν και επιθυμούν να απαλλαγούν από το ενδεχόμενο της παρουσίας των προσφύγων και εργάζονται σε αυτήν την κατεύθυνση. Στο τέλος, μετατράπηκαν σε ένα κενό γράμμα που απροκάλυπτα πια πετάχτηκε στον κάδο με τις ανεπιθύμητες προτάσεις (Τον Ιούλιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την έκθεση προόδου σχετικά με τα προγράμματα επείγουσας μετεγκατάστασης και επανεγκατάστασης, αξιολογώντας τις ενέργειες που έγιναν κατά τον τελευταίο μήνα. Ο συνολικός αριθμός των μετεγκαταστάσεων από Ελλάδα και Ιταλία ανέρχεται σε 3.056. Μέχρι στιγμής μόνο 8.268 άτομα έχουν μετεγκατασταθεί από το σύνολο των 22.504 που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Ιουλίου 2015 και από τις 160.000 που συνολικά είχε συμφωνηθεί τον Σεπτέμβριο του 2015. Στο πλαίσιο της δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας μόλις 802 Σύριοι πρόσφυγες έχουν μετεγκατασταθεί από την Τουρκία. http://europa.eu/rapid/press-release_IP-16-2435_el.htm). Μετά από ένα σύντομο διάστημα εκκλήσεων για επιτάχυνση των ρυθμών μετεγκατάστασης, που δεν είχαν καμία τύχη, η πρόσφατη παραδοχή ότι η «ευρωπαϊκή πολιτική» στο προσφυγικό απέτυχε ήταν θέμα χρόνου.
Κι έτσι βρισκόμαστε ξανά στο σημείο μηδέν: η Ευρώπη δεν έχει ούτε στρατηγική ούτε σχέδιο για την αντιμετώπιση του προσφυγικού γιατί αν είχε απέτυχε. Η «στρατηγική» επιλογή να κρατήσει το ζήτημα όσο πιο μακριά από το έδαφός της δεν απέδωσε, καθώς εμπεριείχε αναπόφευκτα την ανάγκη ενός άλλου «παίκτη» που θα διαχειριζόταν το πρόβλημα στο δικό του έδαφος. Έτσι, προέκυψε μεν η διμερής συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία τον Μάρτιο 2016, αλλά η ανακούφιση που θα πρόσφερε ως προς την ανακοπή των προσφυγικών ροών σε συνδυασμό με την κατακερματισμένη από φράκτες πλέον Ευρώπη στο εσωτερικό της, δεν ήρθε. Οι ροές αυξάνονται συνεχώς επιβεβαιώνοντας τον επισφαλή χαρακτήρα της. Η Τουρκία ως «μη-εταίρος» συνομιλητής δεν συμμερίζεται τα «ευρωπαϊκά ιδεώδη» και επενδύει με ένα εκβιαστικό περίβλημα τις συνομιλίες δυσκολεύοντας τους ευρωπαίους συνομιλητές της και χωρίς κανείς –πέρα από τον κύκλο των συνομιλητών της– να ξεχνά τη θέση και τις πρακτικές της σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αποσιώπηση σχετικά με το πρόσφατο «επιχειρούμενο πραξικόπημα» και τις πολιτικές του προεκτάσεις.
Είναι όμως ένα ιδιόμορφο «σημείο μηδέν» καθώς θεμελιώδεις αποφάσεις πρέπει εκ νέου να ληφθούν για τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος στην Ευρώπη. Έχουν όμως ήδη προηγηθεί οι αποφάσεις του Συμβουλίου της ΕΕ για την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο, οι νέοι φράκτες στα εσωτερικά σύνορα της Ευρώπης, η ενίσχυση των παλιών, η αύξηση των συνοριακών ελέγχων, ο πολλαπλασιασμός και η ενίσχυση των δυνάμεων για την επιτήρησή τους, η επιβολή νέων έκτακτων μέτρων και συνθηκών για λόγους ασφάλειας και η χρήση απειλών προς πάσα κατεύθυνση για σκλήρυνση των υπαρχόντων μέτρων ή λήψη και άλλων. Η επιστροφή σε αυτό το «ιδιόμορφο σημείο μηδέν» μετά από έναν χρόνο πάσχοντα από την καταιγιστική διαδοχή αποφάσεων περιστολής σημαίνει κάτι παραπάνω. Σημαίνει την παραμονή στην εμμονική επικέντρωση στις πολιτικές ασφάλειας των συνόρων και την εδραίωσή της ως τη μοναδική αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική για τη διαχείριση του ζητήματος των προσφυγικών ροών. Σημαίνει ταυτόχρονα, παραμονή στο καθεστώς περιστολής δικαιωμάτων και ελευθεριών του «ευρωπαίου πολίτη» και στο πολυπρόσωπο δράμα των στερούμενων σχεδόν κάθε βασικού δικαιώματος προσφυγικών πληθυσμών –«μη ευρωπαίων πολιτών». Σημαίνει τέλος, την επιμήκυνση επ΄ αόριστον της κατάστασης «έκτακτης ανάγκης» που μαζί με άλλα, από την περιστολή των δικαιωμάτων έως την άνοδο της ακροδεξιάς, εκφράζει και τη συρρίκνωση του πολιτικού και της πολιτικής δράσης.
Αυτή, ακριβώς, τη συρρίκνωση αποκαλύπτει το προσφυγικό ζήτημα στις κρισιακές του εκφράσεις, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε για το αν αυτές τελείωσαν και συνεχίζει πλέον ως ένα status quo. Το τι θα προταθεί από εδώ και πέρα και ποιες πολιτικές θα εφαρμόσει η Ευρώπη αποκτά, υπό αυτή την ανάγνωση, εξαιρετική σημασία. Μία έσχατη όψη του ευρωπαϊκού πολιτισμού; Μοιάζει. Μια αποφασιστική ρήξη; Θα μπορούσε.