O Τάκης Κοντογιάννης δεν έγινε «διάσημος». Εκτός από τους πολλούς φίλους, παλιούς και νέους, εκτός από τον επαγγελματικό του κύκλο, δεν τον γνώρισε το πανελλήνιο, ούτε ως υπουργό, υφυπουργό, γενικό γραμματέα, ούτε ως γκλάμουρ πρόσωπο της μεταπολιτευτικής ευωχίας. Δεν τον γνώρισε ούτε ως θορυβούντα στην πλατεία προκειμένου να τον προσέξουν στη σκηνή ή το αναμένον ακροατήριο. Δεν ενδιαφέρθηκε μάλλον να τραβήξει τη γενική προσοχή. Ήξερε καλά αυτό που θέλει και μ’ αυτό πορευόταν.
Και γιατί, θα πείτε, να γίνει διάσημος; Μα γιατί ήταν της γενιάς του Πολυτεχνείου. Αυτής της κατηγορούμενης πως αντάλλαξε την νεανική της ορμή με θέσεις, δόξα και χρήμα, οδηγώντας, ή έστω συνοδηγώντας, τη χώρα στον αφανισμό και τα ιδανικά σε ανυποληψία δι’ ίδιον όφελος.
Ήταν μέλος της ΚΝΕ στη δικτατορία, πήρε μέρος στα γεγονότα εκείνης της περιόδου, οργάνωσε το ιατρείο τις ημέρες της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο, συνελήφθη και βασανίστηκε το Φλεβάρη του 1974, έμεινε μέλος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, μέχρι το 1991, πήγε στα Άσπρα Σπίτια της Βοιωτίας και δούλεψε μέχρι τώρα ως γιατρός εργασίας. Συνεπής σε εκείνο το ιδανικό της εργατικής τάξης, που υιοθέτησε στην νεανική του ηλικία, υπηρέτησε με τον δικό του τρόπο την εργατική τάξη της Πεσινέ.
Ήταν αυτό που λέμε Η γενιά του Πολυτεχνείου, ακριβώς! Όπως και χιλιάδες άλλοι -κάποιους τους ξέρουμε με τα ονόματά τους και τους συναντάμε ακόμα σε πυρωμένους δρόμους ή στους δρόμους μιας ρέουσας απόγνωσης, αναζήτησης ή αγωνίας απλώς, κι άλλους στη σιωπή ή στη διάψευσή τους!.. (Κι άλλους δεν τους συναντάμε, και δεν έχουμε καμία πιθανότητα πλέον, καθώς άρχισε να περνάει από τα μέρη μας ο χρόνος με τη φθορά του).
Μιλάω λοιπόν για όλους εκείνους που όταν τα γεγονότα κάλεσαν εθελοντές, παρουσιάστηκαν, και έκτοτε, με τον έναν η τον άλλο τρόπο, δεν έπαψαν να υπερασπίζονται εκείνη την εθελούσια είσοδο τους.
Την Πέμπτη στο Χαλάνδρι, όπου πήγαμε για το κατευόδιο, ήταν, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, σχεδόν όλη η ΚΝΕ της δικτατορίας στα πανεπιστήμια. Όχι νέοι πια κι όχι αντάρτες, όχι νικητές ή ηττημένοι οδοφραγμάτων όπως ονειρευόταν η νεότητά μας. Αλλά εξακολουθητικά ωραίοι και, καθένας με τον τρόπο του, συνεπείς. Κανείς τους δεν κατατάχθηκε στον κατάλογο των «διασήμων» της γενιάς μας.