Η Γεωργία Μαυραγάνη μιλάει στο ΠΡΙΝ για εκείνους που δεν συνηθίζουν να πηγαίνουν στο θέατρο, για τη μέθοδο που ακολουθεί, για την εμπειρία της από τις πρόσφατες δουλειές της και για τη νέα παράσταση που ετοιμάζει με θέμα το γήρας. Η παράσταση ανεβαίνει στις 28 Νοεμβρίου στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΦΡΑΝΤΖΗ
«Εγώ δεν φοβάμαι καθόλου τη λαϊκότητα»
Όταν κάνεις μία παράσταση έχεις στο μυαλό σου ποιο κοινό θες να τη δει;
Έχω στο μυαλό μου αυτό που μου αρέσει εμένα, αυτό έρχεται πρώτο. Δεν έχω στο μυαλό μου το κοινό, αλλά δεν θέλω να απευθύνεται μόνο σε ανθρώπους που συνηθίζουν να πηγαίνουν στα φεστιβάλ ή βλέπουν θέατρο από συνήθεια. Δεν θα κάνω τα κόλπα που συνήθως αρέσουν σε αυτό το κοινό. Θέλω να κάνω παραστάσεις που δημιουργούν συγκρούσεις. Το θέμα είναι να σε χτυπήσει η παράσταση, κάτι να σου συμβεί. Δηλαδή να ταρακουνηθείς και διανοητικά και συναισθηματικά – και τα δύο. Μέσα από την παράσταση, θέλω κάτι να ανακαλύψω για τη ζωή. Θέλω να συναντήσω μια αλήθεια. Αυτό είναι το ζητούμενό μου.
Θεωρείς ότι έχεις καταφέρει να φέρεις στο θέατρο αυτό το κοινό, που δεν πηγαίνει στο θέατρο;
Ναι, κυρίως με τη δουλειά που έκανα στα καπνά (σ.σ. η παράσταση «Από πρώτο χέρι») – αλλά και με το εφηβικό που έκανα στη Στέγη (σ.σ. η παράσταση «Όχι αθώος πια»). Και με τα καπνά εννοείται ότι ήρθε κόσμος που δεν είχε πάει ποτέ θέατρο. Την ημέρα της πρεμιέρας στο Αγρίνιο είχα φοβηθεί πάρα πολύ. Είχα φοβηθεί γιατί σκεφτόμουν πως εδώ δεν παίζω, μιλάω για τη ζωή τους. Ξεκινούσαμε με τη σκηνή στο χωράφι που τρώνε την ντομάτα στο διάλειμμα από τη δουλειά… κι ακούγονταν αναστεναγμοί από τις γιαγιάδες οι οποίες ξέρανε ακριβώς τι είναι αυτό που βλέπουν. Όχι μόνο συγκινήθηκαν… μιλούσαν μέσα στην παράσταση! Λέγανε «Ναι, έτσι είναι!», «Όχι», «Αυτό!».
Πόσο καιρό παίξατε στο Αγρίνιο;
Ένα μήνα πριν έρθει στην Αθήνα στο BIOS και μετά ξαναπαίχτηκε άλλον ένα μήνα στο Αγρίνιο. Και ξανά φέτος μέσω του Δήμου το ανεβάσαμε μπροστά από τις παλιές καπναποθήκες του Παπαπέτρου και δεν μπορώ να σου πω τι συνέβη. Είχαμε 500 άτομα κάτω… Κλαίγανε, συγκινηθήκανε, γελάγαν, συμπληρώνανε τα λόγια… Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι η περιγραφή των εμπειριών που έχουν οι εργάτριες που δούλευαν στα χλωρά, κι ο τονισμός των ηθοποιών στο Αγρίνιο ήταν διαφορετικός, είναι σαν να μιλάς στο φίλο σου, τον κοίταγες και του έλεγες «Έτσι δεν είναι;» γιατί από τις μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων είχε φτιαχτεί η παράσταση. Είμαι ευτυχισμένη, είμαι πολύ χαρούμενη με αυτό που συνέβη με τα καπνά. Ήταν το θέμα συγκεκριμένο και βοήθησε αυτό. Όταν μιλάς για τη δουλειά, ο άλλος εμπλέκεται πάρα πολύ, και σου μιλάει για όλη του τη ζωή. Η κουβέντα πήγαινε από μόνη της στα μεγάλα θέματα, στα ερωτήματα, στην πολιτική.
Θα μας πεις για την καταγωγή της μεθόδου που χρησιμοποιείς; Την έρευνα, τις συνεντεύξεις…
Δούλεψα πολύ ως βοηθός του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Μια παράσταση εικοσαετίας, ο «Εθνικός Υμνος», άλλαξε πολύ τα δεδομένα στο ελληνικό θέατρο. Ήταν μια παράσταση που δομήθηκε από τον Μιχαήλ πάνω σε συνεντεύξεις που είχε πάρει από πάρα πολλούς ανθρώπους, κι εκεί έμαθα τη μέθοδο της συνέντευξης. Μέχρι τα καπνά χρησιμοποιούσα περιφραστικά το υλικό. Όμως εκεί η ίδια η φωνή, ο ίδιος ο τρόπος που περιγράφανε τα πράγματα μού έδειξε ότι είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί από τους ηθοποιούς κι άρχισα να χρησιμοποιώ και το ηχητικό ντοκουμέντο. Αυτή είναι η διαφορά, το ένα βήμα παραπέρα που πήγα αυτή τη μέθοδο των συνεντεύξεων.
Εγώ δεν φοβάμαι καθόλου τη λαϊκότητα. Το λαϊκό στοιχείο. Δεν με πειράζει να χρησιμοποιήσω την ντοπιολαλιά. Στο Αγρίνιο ήταν πολύ έντονο, εννοείται. Δεν φοβάμαι ακόμα να χρησιμοποιήσω λάθη στη σύνταξη, στην εκφορά του λόγου. Μ’ αρέσει ο προφορικός λόγος, όπως το είπε. Μια ποίηση που χάνεται πολλές φορές. Υπάρχει μέσα στον καθημερινό λόγο. Μου αρέσει όταν το θέατρο φωτίζει το λόγο των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων κι όχι μόνο των ποιητών, των διανοούμενων. Ένας πολύ απλός άνθρωπος μου είπε για τα γηρατειά «Είναι σαν να έχει ανοίξει μια σχισμή». Φοβερή ατάκα. Αυτό θεωρώ λαϊκό θέατρο, ότι είναι σαν μια μηχανή που έχει τη δύναμη να φωτίσει τον καθημερινό λόγο, πράγματα που χάνονται μέσα στην καθημερινή ζωή που είναι τέχνη, είναι σπουδαία.
Ποια γεγονότα σε σημάδεψαν, τα τελευταία χρόνια;
Είναι μια σειρά από πράγματα, μέχρι το ξαφνικό σταμάτημα των μεγάλων πορειών που γινόντουσαν μέχρι και τη Μαρφίν… είχα ενθουσιαστεί με αυτό. Ήταν πολύ έντονο, αρκετά πιο πριν υπήρχε και μια μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών που είχαμε αισθανθεί πολύ δυνατά ότι κάτι συμβαίνει, και μετά όταν ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει και δεν εννοώ τόσο τους «Αγανακτισμένους». Το ίδιο αίσθημα είχα και με το δημοψήφισμα ότι ο κόσμος έβγαινε έξω, ενώ συνέβαινε όλη αυτή η τρομοκρατία, ο κόσμος δεν φοβόταν. Υπήρχε η αίσθηση ότι επιτέλους η ζωή μας θα αποκτήσει νόημα. Το τι έγινε μετά δεν θέλω να το περιγράψω. Εγώ πιστεύω ειλικρινά ότι αν πήγαιναν τα πράγματα «στα άκρα», η λαϊκή οργάνωση θα ήταν άμεση, ο κόσμος ήταν έτοιμος να θυσιάσει χώρο, χρόνο, τα πάντα, προκειμένου να αποκτήσει η ζωή του νόημα.
Τι δεν σου άρεσε στις πλατείες το 2011;
Κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί πέρα. Δεν ξέρω γιατί. Σαν να υπήρχε μια προσπάθεια ποιος θα το καρπωθεί. Υπήρχε ακόμα μια μεγάλη διαμάχη με το ατομικό και το συλλογικό. Δεν αισθανόμουν ότι υπάρχει πραγματικό μοίρασμα ιδεών.
Ποιες ήταν οι αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία της Κίνησης Μαβίλη;
Ήταν η χρονιά που είχαν αργήσει να δοθούν οι επιχορηγήσεις, είχαν ανακοινωθεί οι τελευταίες οι οποίες ήταν μία από τα ίδια. Όλοι εμείς αισθανόμασταν στην απέξω όχι τόσο επειδή δεν παίρνουμε χρήματα, αλλά αισθανόμαστε ότι το θέατρο πηγαίνει αλλού κι ότι κάτι πρέπει να κάνουμε, να δούμε αν μπορούμε να βρούμε ένα δικό μας χώρο κατ’ αρχήν. Έτυχε τότε και η φάση με τις επιχορηγήσεις. Πρώτα μαζευτήκαμε για το τι θα κάνουμε μεταξύ μας και μετά ξεκινήσαμε τις ανακοινώσεις, κάναμε μια ημερίδα στο BIOS και μετά οδηγηθήκαμε στην κατάληψη στο Εμπρός. Ούτε κι εμείς περιμέναμε πως θα την κάνουμε. Το πρώτο δείγμα που δώσαμε νομίζω ότι ήταν πολύ σημαντικό και πολύ ωραίο. Είχε φοβερή ανταπόκριση. Ήταν αυτό που κάπως ονειρευόμασταν. Να μπορεί να υπάρχει ένας χώρος όπου μπορείς να δείξεις μια μικρή σου ιδέα, να ανταλλάξεις απόψεις με θεατές και καλλιτέχνες και όλο αυτό ήταν δημιουργικό, σε βοηθάει να προχωρήσεις στο έργο σου. Και ήταν φοβερή η ανταπόκριση του κοινού, με έναν τρόπο δημιουργήθηκε και ένα κοινό μέσα σε αυτό. Υπήρχε μία δράση που λεγόταν «αρχές πρόβας» όπου έμπαινες στη διαδικασία να εξηγήσεις τον τρόπο που δουλεύεις. Κι έτσι συνειδητοποιούσες κι εσύ τι έκανες. Πολύ ωραία πράγματα, πάρα πολύ δημιουργικά. Μετά άρχισαν να μπαίνουν και άλλες συλλογικότητες και άλλοι άνθρωποι, κάπως μπερδεύτηκε. Θεωρώ πάντως πολύ ωραία την τελευταία μας δράση στο Μέγαρο Μουσικής με τον τότε υπουργό Πολιτισμού, τον Παναγιωτόπουλο, το οποίο ήρθε από πολλή απελπισία. Και όλο αυτό μεταφράστηκε σε αυτό το γέλιο που ρίχναμε όταν μιλούσε ο υπουργός.
Υπάρχει σήμερα η ανάγκη για μια αντίστοιχη συλλογικότητα;
Εννοείται ότι υπάρχει, απλώς σκοντάφτει πάντα… είναι πάρα πολύ δύσκολο να ισορροπήσεις ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό. Δεν τα έχουμε καταφέρει ακόμα. Θα κάνουμε άλλα δεκαπέντε εγχειρήματα και κάποια στιγμή θα συμβεί.
Όταν μιλάγαμε οι βασικοί της Κίνησης βρίσκαμε έναν τρόπο να συνεργαστούμε παρότι είχαμε διαφορετικές αντιλήψεις. Όταν συμμετείχε πλέον πολύς κόσμος στις συνελεύσεις ήταν πάρα πολύ δύσκολο να επικοινωνήσουμε και να μην κάνουμε αγώνα λόγου. Όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται γύρω από ένα έργο μπορεί να δουλέψει. Όταν πρέπει πρώτα να συνεργαστούμε και μετά να βρούμε το έργο, τότε υπάρχει πρόβλημα. Αν πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε ιδεολογικά και μετά…
Τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στο θέατρο, στην παραγωγή;
Δεν πληρώνονται. Εχουν συγκεντρωθεί ουσιαστικά οι παραγωγές, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν μικρές ομάδες που δουλεύουν με το τίποτα. Και πόσο δύσκολο είναι να κάνεις κάτι μέσα σε αυτή την πραγματικότητα… Γίνονται παραστάσεις, αλλά δεν υπάρχει κέφι. Χτυπάει άσχημα αυτή η κατάσταση. Για να πεις ότι θες να κάνεις μια σοβαρή δουλειά με δέκα ηθοποιούς, να κάνεις μισό χρόνο πρόβες και άλλο μισό χρόνο να δουλεύεις, να το ερευνάς… Ουσιαστικά σήμερα υπάρχει μόνο η Στέγη και το Εθνικό, που κι αυτό έχει ως κύριο χορηγό τη Στέγη.
Στο «Γήρας» τι θα δούμε;
Έξι νέοι και πέντε συνταξιούχοι ηθοποιοί. Εμφανίζονται σε ζευγάρια οι γέροι με τους νέους και όλη η πρώτη σκηνή είναι φτιαγμένη από αποσπάσματα συνεντεύξεων. Ένας χορός σαν να ακούς τις φωνές των ανθρώπων, αλλά όλα τα αποσπάσματα συνθέτουν ένα νόημα. Είναι ένα χορικό, με αφορμή τα γηρατειά κι αυτό που πραγματεύεται η παράσταση είναι το υπαρξιακό ερώτημα. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται συνεντεύξεις ηλικιωμένων ανθρώπων που λένε τι σημαίνει να γερνάς. Το δεύτερο μέρος της παράστασης είναι ένα ταξίδι στην προσωπική τους μνήμη. Για να καταλήξει όλο σε ένα στάσιμο από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ».