του Μιχάλη Ψύλου
Καταπέλτης ο διάσημος γάλλος οικονομολόγος Μαρκ Τουατί: «Ουδεμία έκπληξη μού προκάλεσαν τα τεστ αντοχής των τραπεζών. Ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι εκεί. Το μεγάλο πρόβλημα είναι το δημόσιο χρέος. Τι θα συμβεί αν ξεσπάσει η κρίση του δημόσιου χρέους;» διερωτάται ο γάλλος οικονομολόγος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Παριζιέν, αμφισβητώντας εμμέσως τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οργάνωσε τα τεστ αντοχής των ευρωπαϊκών τραπεζών. «Οι οργανισμοί αξιολόγησης δεν έχουν κάνει τη δουλειά τους. Είμαστε σε μια κατάσταση όπου οι χώρες με υψηλό χρέος μπορούν να δανείζονται με επιτόκιο 1% για πάνω από δέκα χρόνια. Αυτό είναι μαγικό! Αλλά αν αύριο σκάσει η φούσκα των ομολόγων, δεν είμαι σίγουρος ότι οι τράπεζες θα περάσουν τα τεστ κοπώσεως» λέει ο Toυατί.
Στο ίδιο μήκος κύματος και το βρετανικό περιοδικό Εκόνομιστ. «Το δημόσιο χρέος φαίνεται πλέον δύσκολο να αντιμετωπιστεί» γράφει το βρετανικό περιοδικό και αποκαλύπτει ότι «πρόσφατη ανάλυση από τον οίκο αξιολόγησης Φιτς δείχνει ότι θα είναι πολύ δύσκολο για οποιαδήποτε υπερχρεωμένη χώρα της ευρωζώνης να μειώσει το ποσοστό του χρέους της ως προς το ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια, και ακόμη λιγότερο να το επιστρέψει στα προ της κρίσης επίπεδα. Πρακτικά δηλαδή για την Ελλάδα, με το δημόσιο χρέος της να τρέχει στο 175% του ΑΕΠ, θεωρείται και επίσημα πλέον πολύ δύσκολο να μειωθεί κάτω από το 155% ως το 2022. Ανοησίες είναι όσα ισχυρίζονται οι υπέρμαχοι των Μνημονίων ότι μπορεί να μειωθεί το χρέος στο 122% σε οκτώ χρόνια. Ούτε στην Ελλάδα ούτε στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου μπορεί να μειωθεί δραστικά το χρέος. Σύμφωνα με την τελευταία Αναφορά της Γενεύης το παγκόσμια χρέος έχει φτάσει στο συγκλονιστικό ποσό των 158,8 τρισ. δολαρίων, που αποτελεί νέο ιστορικό ρεκόρ σε σχέση με το παγκόσμιο ΑΕΠ. «Είναι σαφές ότι η αποπληρωμή του χρέους θα είναι εξοντωτική για τις περισσότερες χώρες την επόμενη δεκαετία, γεγονός που θα εμποδίσει περαιτέρω τις όποιες προσπάθειες για τη μείωση της φτώχειας και την παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών».
Μελέτη των 54 αναδυόμενων και αναπτυγμένων οικονομιών από τους καθηγητές Ούγκο Πανίτσα του Πανεπιστημίου της Γενεύης και Μπάρι Έιχενγκριν του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας αποδεικνύει ότι μεγάλα και διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα είναι εξαιρετικά σπάνιο να επιτευχθούν. «Οι πολίτες στον ευρωπαϊκό Νότο έχουν πλέον απηυδήσει με τη λιτότητα, η οποία είχε επιφέρει τεράστιο κόστος στο θέμα της αύξησης της ανεργίας και της πτώσης του βιοτικού επιπέδου. Τα νέα είναι άσχημα, καθώς η κατάσταση θα μπορούσε να αποβεί κρίσιμη για άλλη μια φορά» συμπληρώνει ο Εκόνομιστ και προειδοποιεί: «Το δημόσιο χρέος της ευρωζώνης είναι μη βιώσιμο». Από το 2007 ως το 2013 το ποσοστό του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ στις χώρες της ευρωζώνης αυξήθηκε από το 66% στο 93%. Ειδικά στην Ελλάδα έφτασε στο 175% και στην Πορτογαλία σχεδόν διπλασιάστηκε φθάνοντας στο 129%. Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας ξεπέρασε τον προηγούμενο μήνα τα 2 τρισ. ευρώ. Η Ιταλία είναι η τρίτη πιο υπερχρεωμένη χώρα της ευρωζώνης και σύμφωνα με υπολογισμούς του οίκου Μούντις θα πρέπει να βρει του χρόνου κάπου μισό τρισ. ευρώ –σχεδόν το ένα τρίτο του ΑΕΠ της– για να χρηματοδοτήσει το χρέος. Αυτή είναι η ουσία της πολιτικής της λιτότητας που έχει επιβάλει η Γερμανία σε όλη την ευρωζώνη, με τη σύμφωνη γνώμη φυσικά των κατά τόπους οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Το πρόβλημα του χρέους είναι πανευρωπαϊκό και μπορεί να λυθεί μόνο με μια καθαρά πολιτική απόφαση.