του Διονύση Ελευθεράτου
Ο Λου Ριντ δεν υπήρξε ξεχωριστός «περφόρμερ», αλλά πάντοτε ήταν ένας ταλαντούχος «τρανσφόμερ», για να θυμηθούμε τον τίτλο του κλασικού, δεύτερου προσωπικού του άλμπουμ (1972). Τι μετασχημάτιζε; Τα πάντα σε διεισδυτική μουσική. Άφθονα προσωπικά βιώματα, κοινωνικές «ματιές» και απόψεις, θυμό, περιφρόνηση.
Αρχές Μαρτίου 1966. Υπό την καθοδήγηση του μάνατζέρ τους Άντι Γουόρχολ, οι Velvet Underground του νεοϋορκέζου Λου Ριντ και του ουαλού Τζον Κέιλ προετοιμάζονταν για την ηχογράφηση του πρώτου τους άλμπουμ. Τότε ήταν που ο Τζον Λένον -μιλώντας στην εφημερίδα Ίβνινγκ Στάνταρντ- εκστόμισε μια από τις πλέον διάσημες φράσεις του: «Τώρα οι Beatles είναι δημοφιλέστεροι κι από τον Χριστό».
Ο Λου Ριντ που, εκτός των άλλων, δεν αγωνιούσε πολύ για τη δημοτικότητά του, ουδέποτε θα έμπλεκε τον Χριστό σε «αναμετρήσεις» με το ροκ. Ως δεδηλωμένος άθεος, δεν θα «καταδεχόταν» τέτοια μονομαχία. «Ο δικός μου θεός είναι το ροκ εντ ρολ» έλεγε συνεχώς. Κι αυτόν τον «θεό» τον υπηρέτησε επί τόσες δεκαετίες με απλότητα ιδιοφυή και γοητευτική. Τον υπηρέτησε ή τον έπλασε; Ίσως και τα δύο – κάπως περισσότερο το δεύτερο.
Ο Λου έπλασε έναν ροκ «θεό» λιτό, άμεσο, αληθινό, τραχύ μα και τρυφερό. Το καταλάβαινες διαπιστώνοντας πόσο αβίαστα έκανε τη «θεματολογία του δρόμου» σήμα κατατεθέν των Velvet Underground, οι οποίοι, έτσι, δεν σημαδεύτηκαν «μονομερώς» από την εγκεφαλική αβανγκάρντ και την κλασική παιδεία του Κέιλ. Ο Λου ήταν απλός και στις μουσικές του φόρμες, όπως υπογράμμιζε το σαρκαστικό -και μάλλον αυτοσαρκαστικό- απόφθεγμά του: «Ένα ακόρντο είναι εντάξει, με δυο αρχίζει ο πονοκέφαλος, από τρία και πάνω παίζεις… τζαζ!».
Απλός και στη σκηνική του παρουσία. Θα ’λεγε κανείς ότι «σνομπάριζε» τα θεαματικότερα χαρακτηριστικά των φίλων και -κατά καιρούς- συνεργατών του. Δεν διέθετε -ή δεν μιμήθηκε- τη θεατρικότητα ενός Μπάουι, ούτε τον επί σκηνής εκρηκτικό δυναμισμό ενός Ίγκι Ποπ. Ο Λου δεν υπήρξε ξεχωριστός «περφόρμερ», αλλά πάντοτε ήταν ένας ταλαντούχος «τρανσφόμερ», για να θυμηθούμε τον τίτλο του κλασικού, δεύτερου προσωπικού του άλμπουμ (1972).
Τι μετασχημάτιζε; Τα πάντα σε διεισδυτική μουσική. Άφθονα προσωπικά βιώματα, κοινωνικές «ματιές» και απόψεις, θυμό, περιφρόνηση. Ναι, θυμό, σαν αυτόν που ένιωθε για τους γονείς του, οι οποίοι τον είχαν υποβάλει σε «θεραπευτικό» ηλεκτροσόκ, όταν διέγνωσαν πως πιθανόν θα γινόταν αμφιφυλόφιλος. Η περιφρόνηση προς τη γλυκανάλατη ποπ των πρώιμων 60’s τον ώθησε, το 1964, να γράψει το τραγούδι «The Ostrich» (Η στρουθοκάμηλος), με στίχους όπως «Βάλε το κεφάλι σου στο πάτωμα κι άσε κάποιον να σ’ το πατήσει».
Μετασχημάτιζε σε ελεγεία την οδύνη την οποία του προκαλούσαν οι φίλοι που χάνονταν (άλμπουμ Magic and Loss, 1992). Μετασχημάτιζε σε εμπλουτισμό της τέχνης του την αγάπη του προς τον Έντγκαρ Άλαν Πόε (άλμπουμ The Raven, 2003). Μετασχημάτιζε τις εικόνες της βίας και των γκέτο σε εξομολόγηση της βαθύτατης απέχθειάς του προς την Αμερική του ριγκανικού νεοσυντηρητισμού, των γιάπηδων, της οικονομικής και θεσμικής ισχύος που πατά επί θυμάτων. Αυτό, στην ουσία, έκανε το 1989 με το άλμπουμ New York. Ενώ ο «υπαρκτός» κατέρρεε κι ο καπιταλισμός απολάμβανε την παντοδυναμία του, ο Λου έσπευδε ενστικτωδώς, με τον τρόπο του, να υπενθυμίσει στους «νάρκισσους» και τους δυνάμει τελάληδες του «τέλους της Ιστορίας» ορισμένες από τις εσωτερικές πληγές που βασάνιζαν το απαστράπτον θηρίο. Το όνειρο της Δύσης να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο εκπληρωνόταν, αλλά ταυτοχρόνως το αμερικάνικο όνειρο ξεφτιλιζόταν στους δρόμους της Ν. Υόρκης και στο «μικροσκόπιο» του Ριντ.
Συνολικά στη μουσική του διαδρομή ο Λου μετασχημάτισε -για την ακρίβεια, ανέτρεψε- κάθε «καθιερωμένη» σχέση και αναλογία ανάμεσα στο εμπορικά αποδεκτό και το καλλιτεχνικά σημαντικό. Τα άλμπουμ του δεν «πάτησαν» τις κορυφές των τσαρτς, ούτε οι περιοδείες του «έσπαγαν ταμεία» και ρεκόρ. Επηρέασε όμως σε βαθμό σημαντικό έως και καταλυτικό ένα ευρύτατο, πολυποίκιλο, ανομοιογενές φάσμα καλλιτεχνών – από πανκ σχήματα έως τους Roxy Music και τον Μπάουι, κι από τους Talking Heads μέχρι σύγχρονα συγκροτήματα, όπως οι Strokes.
Ναι, τον εκτιμούσε σχεδόν άπασα η «ροκ κοινότητα». Κι όχι μόνο, συμπληρώνουμε. Αρκεί να σκεφθεί κανείς κάτι: Περίοπτη θέση στην προσωπική δισκοθήκη του Μάνου Χατζιδάκι κατείχε το θρυλικό άλμπουμ The Velvet Underground & Nico, με τη γνωστή, ζωγραφισμένη από τον Γουόρχολ, κίτρινη μπανάνα στο εξώφυλλο. Ο Χατζιδάκις είχε κρατήσει σημειώσεις για κάθε τραγούδι. Χαρακτήριζε αριστουργήματα τα «I’ m Waiting for the Man» και «Venus in Furs» και σπουδαίο τον ίδιο τον Λου Ριντ.
Προσφάτως ο Λου δήλωσε συγκλονισμένος από τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν και το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας (NSA) των ΗΠΑ. Συγκλονισμένος αλλά και απογοητευμένος από τον Ομπάμα: «Μα να συνεχίσει αυτές τις πρακτικές; Ένας άνθρωπος στον οποίο είχαμε πιστέψει να κάνει αυτά τα πράγματα; Όλα όσα έκανε ο Μπους ο Ομπάμα τα συνέχισε. Πώς έγινε αυτό;» (Ρητορικό ή όχι το ερώτημα, παλιόφιλε; Τόση έκπληξη;).
Τι θα έλεγε άραγε αν ήξερε ότι έπειτα από το θάνατό του τα ηλεκτρονικά μέσα προτίμησαν να τον δείχνουν σε παλιά κλιπ και φωτογραφίες, αποφεύγοντας επιμελώς πρόσφατες εικόνες που αναπόφευκτα έδειχναν πόσο καταβεβλημένος -από την ασθένεια στο ήπαρ και τις παλιές καταχρήσεις- ήταν;
Ας μας επιτραπεί να εικάσουμε σε τι είδους αστεϊσμούς θα κατέφευγε: «Π’ ανάθεμά σας, δεν πήρατε τίποτε από τον αντικομφορμισμό μου; Έζησα όπως ήθελα, γιατί κρύβετε το αντίτιμο που πλήρωσα; Θέλετε να με κατηγορήσουν για ιδιότυπη φοροδιαφυγή διάφοροι χαρτογιακάδες;». Κάτι τέτοιο φανταζόμαστε…
Σημαντικά έργα
Νew York, Μagic and Loss
Μια παλιά κριτική του Πριν
Αλήθεια, τι να πρωτοθυμηθείς από τον Λου; Ας εστιάσουμε σε κάτι «δικό μας», ξεσκονίζοντας αρχεία και συρτάρια: Δεκέμβριος του 1989 ήταν όταν το -περιοδικό τότε- Πριν έκανε ανασκόπηση στα καλύτερα άλμπουμ του έτους. Ως «πιο ολοκληρωμένο της χρονιάς», αξιολόγησε πρώτο πρώτο το New York του Λου. Αν όχι ασυζητητί επιβεβλημένη, η επιλογή εκείνη ήταν αν μη τι άλλο λογική, βάσιμη. «Ο Λου Ριντ του ’89 δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από το δυναμισμό των ράπερ που κατακλύζουν την αγαπημένη του πόλη» σημείωνε το Πριν και προσθέτει: «Καταλυτικές στη λιτότητά τους φόρμες του ροκ -και όχι μόνο- μεταφέρουν το σχόλιο, κοφτό και σκληρό, του Ριντ για τη Ν. Υόρκη. Γκέτο, βία, ρατσισμός, φυλετικές συγκρούσεις, καταστροφή του περιβάλλοντος και των παραδοσιακών πολιτισμών, κοινωνική ανισότητα. Αμείλικτη καταγγελία της συναίνεσης της επίσημης πολιτικής. (…) Δεν είναι καιρός να γυρίσεις την πλάτη σου… / Είναι καιρός να μαζέψεις δύναμη / να διαλέξεις το στόχο και να επιτεθείς…».
«Να δεις που ο Λου Ριντ διαισθάνεται ότι πλησιάζει ο θάνατός του, γι’ αυτό γράφει τέτοιους στίχους». Το έλεγε μια φίλη στο τέλος Ιανουαρίου του 1992, έχοντας ακούσει το Magic and Loss. Ευτυχώς αποδείχθηκε λανθασμένη η εικασία της και ο Λου έζησε σχεδόν 22 χρόνια παραπάνω, προσφέροντάς μας τέσσερα ακόμη -καλά έως εξαιρετικά- προσωπικά άλμπουμ κι άλλα τρία, προϊόντα συνεργασιών. Ίσως ηχεί αλλόκοτο το «ευτυχώς», για έναν καλλιτέχνη που έφυγε μόλις «πάτησε» τα εβδομήντα. Από την άλλη πλευρά όμως είναι και η… «άγρια πλευρά». Πώς να παραβλέψεις πόσο νωρίτερα θα μπορούσαν να τον έχουν πνίξει όλοι εκείνοι οι ποταμοί ναρκωτικών και αλκοόλ; Επιβίωσε όμως. Και ο ίδιος και η ανήσυχη φλόγα της δημιουργίας που τον χαρακτήριζε.
Καλό ταξίδι, παλιόφιλε. Κάθε φορά που θα ακούμε τα ακόρντα σου, από τα κομμάτια της «μπανάνας» και του Transformer μέχρι το «Dirty Boulevard» και τα τραγούδια του Ecstasy, του άλμπουμ με το οποίο εισήλθες στον 21ο αιώνα, θα προτάσσουμε το «ευτυχώς». Ευτυχώς που ο «θεός» του ροκ, ώριμος πλέον, δεν ζητά τόσο συχνά από τα αυτοκαταστροφικά παιδιά του να πεθαίνουν προτού «πιάσουν» τα τριάντα, όσο στην εποχή του Χέντριξ, της Τζάνις, του Μπράιαν Τζόουνς, του Τζιμ Μόρισον. Ευτυχώς, η Wild Side πρόλαβε να αποκτήσει τόσους ανεκτίμητους ύμνους.