του ‘Αρη Χατζηστεφάνου
Σε μεγάλο χαμένο των δημοτικών εκλογών, που διεξήχθησαν στην Ιταλία αναδείχθηκε ο Πέπε Γκρίλο και το Κόμμα των Πέντε Αστέρων (M5S), το οποίο είδε το ποσοστό του στη Ρώμη να κατρακυλάει στο 12% από το θριαμβευτικό 27% που είχε συγκεντρώσει στις εθνικές εκλογές. Σε όλη τη χώρα έχασε πάνω από το 50% της δύναμής του. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι το M5S, το οποίο είχε αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος από τη μεγάλη δεξαμενή των αναποφάσιστων, χτυπήθηκε σκληρά από την τεράστια αποχή η οποία στις δημοτικές εκλογές πλησίασε το 40%. Παρόλα αυτά η ήττα δείχνει και τα όρια ενός προσωποπαγούς κόμματος το οποίο στηρίχθηκε στην παταγώδη αποτυχία της ιταλικής αριστεράς να προτείνει εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης, χωρίς όμως και το ίδιο να έχει να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο και αξιόπιστο πρόγραμμα. Εκμεταλλευόμενος τη λαϊκή οργή για τη λιτότητα των τεχνοκρατών και τον ολοένα αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό των Ιταλών πολιτών ο Γκρίλο έκανε την έκπληξη στις βουλευτικές εκλογές αλλά δεν κατάφερε να κρύψει το λαϊκιστικό και πολιτικά αυταρχικό προφίλ του. Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών ο επικεφαλής του M5S αντί να προχωρήσει σε αυτοκριτική προτίμησε να επιτεθεί στους ψηφοφόρους και συγκεκριμένα στους δημοσίους υπαλλήλους τους οποίους κατηγόρησε για «διαπλοκή» με το πολιτικό status quo. «Μισό εκατομμύριο άνθρωποι που σχετίζονται με την πολιτική, τέσσερα εκατομμύρια δημόσιοι υπάλληλοι και 19 εκατομμύρια συνταξιούχοι ψήφισαν για τον εαυτό τους και όχι για τη χώρα» έγραψε στην ιστοσελίδα του αποδεικνύοντας όχι μόνο την προσωπική κακεντρέχεια του αλλά και ένα υψηλό επίπεδο πολιτικής ηλιθιότητας. Υπό αυτή την έννοια η ρητορική του δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτή της προηγούμενης κυβέρνησης και των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης που επιχειρούν να διχάσουν τον πληθυσμό ανάμεσα στους εργαζομένους του δημοσίου και τους άνεργους και τους μικροεπιχειρηματίες.
Από τις υπόλοιπες παρατάξεις το δημοκρατικό κόμμα του νέου πρωθυπουργού Ενρίκο Λέττα σημείωσε συνολικά μικρά κέρδη και προπορεύεται στους περισσότερους δήμους όπου θα πραγματοποιηθεί και δεύτερη ψηφοφορία την επόμενη Κυριακή. Στη Ρώμη ο υποψήφιος του κόμματος έχει άνετο προβάδισμα με 42.7% έναντι 30.2 του φασίστα Τζιάνι Αλεμάνο ο οποίος βρήκε καταφύγιο στο κόμμα του Μπερλουσκόνι “Ο Λαός της Ελευθερίας”.
Σε συνδυασμό με τη συμμετοχή του και στην κυβέρνηση συνασπισμού ο Μπερλουσκόνι φαίνεται να παγιώνει την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή πλασάροντας το προφίλ μιας λαϊκής δεξιάς – το οποίο φυσικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Παρά την γελοιότητα πάντως που χαρακτηρίζει πάντως τον Μπερλουσκόνι, η θέση που τήρησε στο θέμα του ευρώ δεν αποτελεί ένα απλό καιροσκοπικό παιχνίδι. Όπως έχουμε σημειώσει και στο παρελθόν ο πρώην πρωθυπουργός εξέφρασε με τη στάση του ένα σημαντικό κομμάτι της Ιταλικής αστικής τάξης το οποίο ασφυκτιά από τις πιέσεις του Βερολίνου και θεωρεί ότι η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα ενισχύσει τα συμφέροντά του απέναντι στο κέντρο της ευρωζώνης. Η πολιτική αυτή ήταν εύκολο να βρει ανταπόκριση και σε ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα των Ιταλών ψηφοφόρων, οι οποίοι βιώνουν καθημερινά τις καταστροφικές συνέπειες της ευρωζώνης για τα χαμηλά αλλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Ήταν όμως η στήριξη τμήματος της οικονομικής ελίτ που ξέθαψε τον Μπερλουσκόνι από τον πολιτικό του τάφο και τον έφερε στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής.
Σήμερα αποτελεί κοινή παραδοχή ότι ο γηραιός πολιτικός αναμένει απλώς την κατάλληλη στιγμή για να άρει την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση, γεγονός που θα οδηγήσει σε άμεση κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού. Θα το κάνει όμως μόνο όταν αισθανθεί ότι πατάει αρκετά γερά στα πόδια του για να ανατρέψει, προς όφελός, του το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών. Ο Μπερλουσκόνι έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι σε βάθος χρόνου η κεντροαριστερά θα φθαρεί πολύ πιο γρήγορα μέσα σε αυτή την ανίερη συμμαχία σε σχέση με τη δική του παράταξη. Και η κεντροδεξιά βέβαια θα πληρώσει πολύ γρήγορα το γεγονός ότι δεν θα άρει το δυσβάσταχτο χαράτσι που έχει επιβληθεί στην ακίνητη περιουσία, όπως είχε υποσχεθεί πριν από τις εκλογές.
Το αποτέλεσμα φυσικά των δημοτικών εκλογών όπως και ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού ανάμεσα στη λεγόμενη κεντροαριστερά (που είναι δεξιά) και στη λεγόμενη κεντροδεξιά (που είναι ακροδεξιά) δεν μειώνει σε τίποτα τα κοινωνικά πολιτικά και οικονομικά αίτια που προκάλεσαν τον πολιτικό σεισμό των βουλευτικών εκλογών. Το ποσοστό των Ιταλών που ζει πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας διπλασιάστηκε μέσα σε μόλις δυο χρόνια για να φτάσει το 14% δηλαδή οκτώ εκατομμύρια ανθρώπους. Στο ίδιο χρονικό διάστημα η ανεργία των νέων έφτασε το 40% ενώ ένας στους πέντε Ιταλούς πέρασε το χειμώνα χωρίς να καταφέρει να ανάψει τη θέρμανση στο σπίτι του ενώ ένας στους έξι έκοψε οριστικά το κρέας. Το μίσος για την πολιτική διαφθορά αλλά και τις αντιλαϊκές τεχνοκρατικές λύσεις γιγαντώνεται μαζί με την αμφισβήτηση για την ευρωζώνη, η οποία μετέτρεψε την Ιταλία από ισχυρή βιομηχανική δύναμη σε ένα ακόμη θύμα της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η έλλειψη μιας γνήσιας αριστερής απάντησης στην κρίση ήταν δεδομένο ότι θα άνοιγε το δρόμο για διάττοντες αστέρες, τύπου Γκρίλο, οι οποίοι τελικά θα λειτουργούσαν σαν πρόχειρη βαλβίδα εκτόνωσης της οργής επιτρέποντας όμως στο πολιτικό κατεστημένο να διατηρηθεί στην εξουσία. Ποτέ άλλοτε όμως αυτή η ισσορροπία δεν ήταν τόσο εύθραυστη.