Κώστας Τζιαντζής
Την 1η Νοέμβρη 2011 έφυγε από κοντά μας ο σύντροφος Κώστας Τζιαντζής, ηγετική φυσιογνωμία του αντιδικτατορικού αγώνα και της κομμουνιστικής Αριστεράς, ιδρυτικό στέλεχος του ΝΑΡ. Το Πριν αναδημοσιεύει άρθρο του Κ. Τζιαντζή στα 30χρονα του Πολυτεχνείου.
Προγραμματίζεται το μέλλον; Έχει υλική δυνατότητα να «ανταποκρίνεται» στην πραγματική κίνηση και στις πολλαπλές δυναμικές των μεγάλων σημερινών διεργασιών και ανακατατάξεων; Ή μήπως είναι το μέλλον μια «ιστορία» τόσο δαιμονική και αλαφροΐσκιωτη, που τελικά δεν μπορεί με τίποτε να διαταράξει την αιώνια κυρίαρχη «τάξη» του παρόντος και της υπάρχουσας βαρβαρότητας; Από την πρώτη εποχή του αντεπαναστατικού «κατήφορου» της αστικής τάξης, και ιδιαίτερα σήμερα, η κοινωνία καλείται στο σύνολό της να αποστρέφεται τα «μεγάλα σχέδια» για το μέλλον, τις μεγάλες ανατρεπτικές απόπειρες, να βολεύεται το πολύ με τα «οράματα» και τα μεγάλα λόγια, τις αντιδραστικές «ιδεοληψίες» και τις αγνές «προθέσεις δίχως σκέψη», να προσαρμόζεται συνεχώς στην απέραντη δικαιοδοσία της υπάρχουσας κατάστασης. Ωστόσο, στην εποχή μας τα ερωτήματα για το «μεγάλο σχέδιο» της επαναστατικής ανατροπής θα επανέρχονται τόσο πιο ορμητικά όσο πιο αντιφατικά θα κλιμακώνεται η κοινωνική και πολιτική οπισθοδρόμηση, όσο πιο βίαια και παράλογα θα κυριαρχεί ο καταναγκασμός των σημερινών συντριπτικών δυσκολιών πάνω στις τεράστιες προσδοκίες και στις δυνατότητες του καιρού μας. Και το Πολυτεχνείο του ‘73, στα μέτρα κυρίως του δικού μας κινήματος, αλλά όχι μόνο, έχει «κατακτήσει» ήδη αρκετά, αλλά διεκδικεί ακόμα τον πραγματικό «μελλοντικό» ρόλο του, μαζί με κάθε άλλο μικρό ή μεγάλο αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό φτερούγισμα, στη «συγκρότηση» ενός νικηφόρου, επαναστατικού «υποκειμένου» της σύγχρονης εργασίας. Το Πολυτεχνείο δεν είναι μόνο η εξέγερση του Νοέμβρη. Αλλά συμπεριέχει και ό,τι προηγήθηκε απ’ αυτό, και ό,τι το ακολούθησε στα τριάντα χρόνια της επίμονης πάλης για να «επιζήσει», και ό,τι κρίνεται σήμερα. Και σε αυτό το επίπεδο αποτελεί πεδίο οξύτατης αντιπαράθεσης, κυρίως γύρω από τις κρίσιμες πλευρές της «συμβολής» του στο νέο «μεγάλο σχέδιο» της εποχής μας.
Ένα νέο επαναστατικό σχέδιο προϋποθέτει στοιχειωδώς να ανατραπεί η χρόνια αποστασιοποίηση του εργατικού και αριστερού κινήματος από την υλική αναγκαιότητα της κομμουνιστικής επαναστατικής στρατηγικής. Να καλυφθεί το μεγάλο «ιστορικό ρήγμα» ανάμεσα στους άμεσους στόχους και στο «στρατηγικό σκοπό» και όχι ασφαλώς να παρακαμφθεί η αναγκαία και πολύ πιο δύσκολη σχετική αυτοτέλεια και η διαλεκτική διαφοροποίηση και επανασύνδεση ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Αλλά φυσικά ο εντοπισμός αυτού του προβλήματος δεν αρκούσε ποτέ και πολύ περισσότερο δεν αρκεί σήμερα. Το «Πολυτεχνείο» έδωσε τη δική του τίμια και άνιση μάχη σέ αυτό το καθοριστικό ζήτημα του επαναστατικού προγράμματος, σε μια εποχή γενικευμένης απουσίας και ήττας της κομμουνιστικής στρατηγικής και τακτικής, μέσα στο διεθνές εργατικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Και οι όποιες πολύτιμες απόπειρες για τη θεωρητική και πρακτική επανακατάκτηση και ανάπτυξή τους προσέκρουαν μέχρι τότε σε δύο βασικούς παράγοντες. Από τη μια μεριά, στη μη προωθημένη ακόμα ωριμότητα του βαθύτερου κομμουνιστικού περιεχομένου των ανατρεπτικών αντικαπιταλιστικών σχέσεων, που γεννιόνταν μέσα στις αντιθέσεις της τότε καπιταλιστικής κοινωνίας. Και, από την άλλη, στην επικράτηση ενός εκμεταλλευτικού αστικού τελικά κακέκτυπου του «κομμουνισμού» (μιας ταξικής και προγραμματικής έκφρασης του «μη κομμουνισμού») σε Δύση και Ανατολή, με τη μία ή την άλλη μορφή, που διεκδικούσε την ασφυκτική ηγεμονία πάνω στις αναδυόμενες τάσεις χειραφέτησης, πάνω στα μαζικά όσο και ηρωικά εργατικά, αντικαπιταλιστικά και αντιιμπεριαλιστικά ρεύματα της ταξικής πάλης. Και το μόνο που κατάφερνε τελικά, όπως απέδειξε πλέον η Ιστορία, ήταν να συμβάλλει να λεηλατηθούν όλα αυτά, αργά η γρήγορα, από τις πιο αυθεντικές παραλλαγές του αστικού συμβιβασμού και του αριστερού ή νεοαναρχικού ρεφορμισμού. Αυτό συνέβη άλλωστε τηρουμένων των αναλογιών και με το Μάη του ‘68, την πορτογαλική επανάσταση και μια σειρά άλλα εργατικά εθνικοαπελευθερωτικά αντιιμπεριαλιστικά και εν μέρει αντικαπιταλιστικά κινήματα της εποχής.
Ωστόσο, όπως και τα παραπάνω κινήματα, το Πολυτεχνείο, με όλες τις ιδιομορφίες των εσωτερικών συνθηκών και συσχετισμών στη χώρα μας, γεννήθηκε στην περίοδο της γενικής διαρθρωτικής κρίσης του κεφαλαίου στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, που οδήγησε τελικά σε μια μακράς πνοής καπιταλιστική ανασυγκρότηση και στη μετάβαση στο νέο στάδιο του ολοκληρωτικού, του «καταστροφικού», καπιταλισμού της εποχής μας. Σε αυτό το πλαίσιο το Πολυτεχνείο σημαδεύτηκε από τη σύγχυση, αλλά και από την αγωνιώδη αντιφατική όσο και ριζοσπαστική αναζήτηση της εποχής και από τα οξυμένα αδιέξοδά τους, που οδήγησαν, ως γνωστόν, όχι σε ένα νέο μεγάλο «επαναστατικό σχέδιο», αλλά αντίθετα στην κατασυκοφάντηση, στην εγκατάλειψη, στον κατακερματισμό και στην ενσωμάτωση μιας τέτοιας δυνατότητας. Το Πολυτεχνείο, έτσι, δεν μπόρεσε, και δεν μπορούσε μάλλον, να υπερβεί τελικά τα όρια μιας αντιδικτατορικής, ταξικά μικροαστικής και τελικά αστικής, «αντιιμπεριαλιστικής ή αντιμονοπωλιακής ρήξης», που χωνεύτηκε στο πλαίσιο της ανανέωσης και ενίσχυσης της διεθνούς θέσης του αστικού συστήματος.
Ωστόσο, αυτή η «πρωτόλεια», έστω νέα, κυρίως εργατική ριζοσπαστική τάση της περιόδου, του έδωσε τη δυνατότητα να επιχειρήσει βαθύτερους κλονισμούς σε όλα τα επίπεδα, να βάλει από μια πλευρά τα πρώτα σχετικά μαζικά θεμέλια για μια εργατική ταξική, προγραμματική αντικαπιταλιστική και βαθύτερα κομμουνιστική αναζήτηση στη νέα εποχή. Και όπως έδειξαν όλες οι κρίσιμες φάσεις της 30χρονης πορείας του και ιδιαίτερα η τόσο υποτιμημένη και φυσικά αντιφατική απόπειρα για ένα «εργατικό κοινωνικό Πολυτεχνείο της μεταπολίτευσης», καθώς και η τελευταία μεγάλη καμπή των αντιπολεμικών, «αντικοσμοπολιτικών» και διεθνικών αγώνων, αυτή η γενικότερη ταξική, προγραμματική πλευρά του Πολυτεχνείου έχει εν δυνάμει μεγαλύτερη ακτινοβολία και επίδραση από ποτέ στις σύγχρονες επαναστατικές προσπάθειες.
Στη νέα «κοσμογονική» καμπή της πρώτης βαθιάς συνολικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού, το εγχείρημα για το νέο μεγάλο σχέδιο στην εποχή μας, έχει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα, όχι μόνο να τα αξιοποιήσει όλα αυτά, αλλά και να αναδείξει, περισσότερο από ποτέ, το «ρεαλισμό» της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Κι αυτό στηρίζεται κυρίως στη διαρκώς αυξανόμενη ανικανότητα του κεφαλαίου να τιθασεύει και να «αξιοποιεί» τις νέες εκρηκτικές δυνατότητες του χρόνου εργασίας καθώς και τις γενικότερες αντικαπιταλιστικές σχέσεις και αντιφάσεις, που εκτινάσσονται μέσα στη σημερινή κοινωνία, με πιο έκδηλη από κάθε άλλη φορά την «κομμουνιστική» τους καθοριστικότητα και την επιτακτική αντικαπιταλιστική τους αμεσότητα.
Παράλληλα, το νέο επαναστατικό σχέδιο έχει τη δυνατότητα να διεκδικεί την επανακατάκτηση και το σχετικό «μετασχηματισμό » του παρελθόντος και της ιστορίας των επαναστάσεων από την «ιδιοκτησία» της υπάρχουσας κατάστασης. Έχει την ανάγκη και τη δυνατότητα να προωθεί την πιο τολμηρή κριτική «υπέρβαση» (με βάση τις σημερινές δυνατότητες) των αντικειμενικών ορίων, των υποχωρήσεων και των λαθών, ακόμα και των πιο καινοτόμων επαναστατικών στιγμών του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος και να τη διαχωρίζει από την αδιάλλακτη αντιπαράθεσή του απέναντι στις αστικές και αντεπαναστατικές μορφές επικυριαρχίας, εκφυλισμού και εξόντωσής του.
Πως θα καλυφθεί το μεγάλο «ιστορικό ρήγμα» ανάμεσα στους άμεσους στόχους και στον «στρατηγικό σκοπό»
Έχει την ανάγκη και τη δυνατότητα να επανατοποθετεί την ουσιαστική νίκη του κομμουνισμού και την πλήρη κυριαρχία των άμεσων παραγωγών, ως υπέρτατο κριτήριο και κινητήρια δύναμη της εργατικής εξουσίας και της σημερινής, σε τελευταία ανάλυση, εργατικής και αντικαπιταλιστικής πάλης. Έχει την ανάγκη και τη δυνατότητα, σε αυτή τη βάση, να επαναφέρει την καθοριστικότητα του «κοινωνικού χαρακτήρα» της επανάστασης. Να θεωρεί ότι το τσάκισμα της «παλιάς κρατικής μηχανής» και η οικοδόμηση της εργατικής «δικτατορίας-δημοκρατίας» πραγματοποιούνται μόνο με την μεταφορά του κέντρου βάρους του κράτους στον πολιτικό πυρήνα των πεδίων της παραγωγής, μόνο με την κοινωνική και πολιτική κυριαρχία των επαναστατημένων εργατών, μόνο με τη σχετική έστω επικράτηση των σχέσεων σοσιαλιστικού κομμουνιστικού περιεχομένου πάνω στις υπάρχουσες ακόμα καπιταλιστικές σχέσεις, μόνο με την ανάδειξη της εργατικής τάξης σε «κοινωνικά κυρίαρχη» τάξη με την πλήρη έννοια.
Το νέο επαναστατικό σχέδιο, σε αυτό το πλαίσιο, έχει την ανάγκη και τη δυνατότητα να αποκαταστήσει την πολιτική πάλη για το «κοινωνικό ζήτημα» και την κυριαρχία των ίδιων των πρωτοπόρων εργατών, ως το θεμέλιο για την ουσιαστική επανίδρυση του επαναστατικού Κόμματος και όλων των «βαθμίδων» του συνολικού επαναστατικού υποκειμένου, να αναπτύξει την αυτοτελή συνολική μετωπική εργατική πολιτική του, σε διαρκή αλληλεπίδραση και ενωτική κοινή δράση με το σύνολο των εργαζομένων και καταπιεζομένων.
Από αυτή τη σκοπιά, έχει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ανάγκη και τη δυνατότητα να αναπτύξει ποιοτικά την επαναστατική θεωρία του πολύπλευρου μαχόμενου υλισμού, πάντα ανοικτού στην πάλη και στις κατακτήσεις του κοινωνικού πολιτισμού και να αντιμετωπίσει την κυρίαρχη λογική του ρηχού θεωρητικού και πολιτιστικού ζάπινγκ, μέσα στους εργαζόμενους και το εργατικό κίνημα. Έχει την ανάγκη να αναδείξει και να προωθήσει τις διαδικασίες επαναστατικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης, όχι μόνο ως προοπτική μετατροπής τους σε υλική πολιτική δύναμη, αλλά και ως δύναμη που γεννιέται από υλικές αφετηρίες, πηγάζει μέσα από το κρυμμένο μυστικό των σχέσεων κοινωνικής υποδούλωσης και χειραφέτησης και αποτελεί την καθοριστική στιγμή στην ανάπτυξη του εργατικού αγώνα και το μετασχηματισμό του σε επαναστατική ταξική πάλη με την πλήρη έννοια.
Σε όλα αυτά τα ζητήματα το Πολυτεχνείο του ‘73 πέρασε τις δικές του δοκιμασίες, πριν και μετά την εξέγερση. Είχε τις «επιτυχίες» και τις «αποτυχίες» του, σε πολλά σημεία ξεπέρασε τα όριά του, αλλά σε κάθε περίπτωση η επαναστατική πλευρά του άνοιξε νέους δρόμους για την ταξική και κομμουνιστική επαναθεμελίωση. Από το νέο ταξικό κίνημα της σημερινής συγκλονιστικής εποχής θα εξαρτηθεί αν αυτοί οι δρόμοι θα ολοκληρωθούν για να δικαιωθούν, αν θα οδηγήσουν σε μια ιστορική στροφή των συσχετισμών και σε ένα νέο «μεγάλο σχέδιο» της εργατικής χειραφέτησης.