της Μαριάννας Τζιαντζή
Ο όρος «χάσμα γενεών» (generation gap) πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60 στις ΗΠΑ. Παρέπεμπε στη μεγάλη έως αβυσσαλέα διαφορά ως προς τις απόψεις, τα γούστα και τον τρόπο ζωής ανάμεσα στη «χορτασμένη» μεταπολεμική γενιά, τους λεγόμενους baby boomers, και τους «μεγάλους».
Σήμερα ένα άλλο χάσμα κατασκευάζεται: από τη μια η γενιά των δήθεν χορτασμένων και προνομιούχων συνταξιούχων και από την άλλη η κακοπληρωμένη ή άνεργη νέα γενιά. Επομένως, όπως διατείνονται κυβέρνηση, θεσμοί και βαποράκια αμφοτέρων, οι παλιοί πρέπει να κάνουν κάποιες θυσίες, να δεχτούν περικοπές στη σύνταξή τους, ώστε να ανασάνουν οι νέοι και να μην αναγκάζονται να μεταναστεύουν στο εξωτερικό.
Ο κοινωνικός αυτοματισμός παίρνει πολλές μορφές: εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα εναντίον δημόσιων υπαλλήλων, Έλληνες εναντίον αλλοδαπών, συμβασιούχοι εναντίον μονίμων. Και τώρα, τόπο στα νιάτα! Όμως με τις 12 περικοπές/εισφορές, που επιβλήθηκαν στους συνταξιούχους την τελευταία 6ετία, οι νέοι σήμερα θα έπρεπε να χρυσοπληρώνονταν! Φαίνεται ότι εκείνες ήταν οι «κακές» περικοπές ενώ τώρα, με την «πρώτη φορά Αριστερά», έρχονται οι «καλές».
Γι’ αυτούς που επιζήσαν και «θυμούνται τα λόγια του πατέρα» ότι «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες» έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στα χρόνια της δικτατορίας. «Δεν έχει σημασία αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους». Μόνο που οι σημερινοί γονείς δεν τολμούν να πουν το ίδιο μάημα, καθώς βλέπουν χειρότερες μέρες και για τα παιδιά τους και για τους ίδιους.
Πράγματι υπάρχει ένα χάσμα. Ανάμεσα στις υποσχέσεις και τις πράξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ανάμεσα στις σύγχρονες ανάγκες και τη δυνατότητα ικανοποίησης αυτών των αναγκών. Ανάμεσα στη μακριά μνημονιακή νύχτα και το ξημέρωμα που αργεί. Τόσο πολύ αργεί που ξεχνάμε ότι υπάρχει.