του Διονύση Ελευθεράτου
Ο ΣΥΡΙΖΑ, η «μιντιοκρατία», ολίγη… ιστορία και μερικές σκέψεις
Στην πολιτική χρειάζεσαι φίλους, αλλά πάνω από όλα χρειάζεσαι έναν εχθρό», έλεγε ο παλιός καναδός συντηρητικός πολιτικός, Μάρτιν Μπράιαν Μαλρόνεϊ. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει παράδειγμα της διαχρονικής ισχύος του απλού αυτού αξιώματος. Ειδικά όταν στο κοινωνικό πεδίο «ξεμένεις» από φίλους και μετράς άφθονους οργισμένους και κινητοποιούμενους, στις τάξεις όσων είχαν εναποθέσει σε εσένα προσδοκίες, τότε επείγει η κατάδειξη ενός μεγάλου εχθρού. Από άλλο, όμως, φάσμα. Ποιος είναι αυτός ο αναγκαίος εχθρός; Μα φυσικά η διαπλοκή και η «μιντιοκρατία.
Κάπως έτσι το «ταξικό πρόσημο» και τα ψήγματα «αριστερής πολιτικής», πικροί ευφημισμοί που συνοδεύουν την τραγωδία της εφαρμογής του τρίτου μνημονίου, καλούνται να «αναβαπτιστούν» δια της …καραμπόλας και της «προβολής» στο μέλλον: Το σύστημα διαπλοκής-«μιντιοκρατίας» χτυπά αλύπητα την κυβέρνηση, διότι γνωρίζει πως αν αυτή αντέξει, τότε το ίδιο θα αρχίσει αφενός «να πληρώνει τον λογαριασμό» (το άμεσο, πρακτικό στοιχείο της υπόθεσης) και αφετέρου να παρακολουθεί κάποια αφόρητη αντεπίθεση αριστερών ιδεών και πολιτικών (το μεσο-μακροπρόθεσμο…). Πολιτικών οι οποίες θα αρχίσουν σιγά-σιγά να «ανθίζουν» εν μέσω ξεπουλημένων υποδομών, ανέργων, ξεχαρβαλωμένων εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, πολυποίκιλης μα αέναης εσωτερικής υποτίμησης, διαλυμένου παραγωγικού ιστού. Καταφανώς επίπλαστο «όραμα», αλλά κατέχει περίοπτη θέση στο κυβερνητικό προπαγανδιστικό «πανόραμα»…
Προτού δει, όμως, κανείς εάν και κατά πόσο ευσταθούν οι ισχυρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ για τις διαθέσεις της διαπλοκής – «μιντιoκρατίας» απέναντί του, οφείλει να απαντήσει σε ένα ερώτημα: Αλήθεια, από πότε το να σε εχθρεύονται επιχειρηματικοί-«μιντιακοί» πόλοι, που έχουν λόγους να προσβλέπουν σε αναδιατάξεις του πολιτικού σκηνικού, σου παρέχει αυτοδικαίως πειστήρια αριστερά ή, έστω, φιλολαϊκά;
Άσκησε μήπως καμία φιλολαϊκή πολιτική ως πρωθυπουργός ο… Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (θου Κύριε…) , που από τον Οκτώβριο του 1993 «καταριέται» για την πτώση της κυβέρνησής του, σχεδόν αδιαλείπτως, τη σύμπραξη Σωκράτη Κόκκαλη –Αντώνη Σαμαρά;
Εφήρμοζε, μήπως, ή σχεδίαζε να εφαρμόσει καμία …επαναστατική πολιτική ο Ανδρέας Παπανδρέου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τότε που οι εκδότες συνασπίστηκαν εναντίον του, για να αποτρέψουν μια σαρωτική εισβολή του Γ. Κοσκωτά στον επιχειρηματικό-«μιντιακό» χώρο;
Τότε, είχαν ήδη παρέλθει έτη από την απαρχή του «σταθεροποιητικού οικονομικού προγράμματος», το οποίο ανατέθηκε στον …διάσημο για τις δεξιόστροφες αντιλήψεις του Κώστα Σημίτη (έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας τον Ιούλιο του 1985). Επίσης, κανένα «κέντρο» του κατεστημένου δεν ανησυχούσε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μήπως ο Α. Παπανδρέου «ξήλωνε» τις αμερικάνικες βάσεις ή κλόνιζε τη θέση της χώρας στην ΕΟΚ. Οι εκδότες όμως πήραν απόφαση να «τον ρίξουν». Και ασφαλώς όχι επειδή η δημοκρατική ευαισθησία τους απεφάνθη με ελαφρά καθυστέρηση πως αδυνατούσε να συμβιβαστεί με τις υποκλοπές του Τόμπρα ή με τον άγριο ξυλοδαρμό των φοιτητών – σπουδαστών από τα ΜΑΤ, το Νοέμβριο του ’87…
Το «νόστιμο» είναι, μάλιστα, ότι κυρίως από τη δεξιά και κεντροδεξιά προέρχονταν, από τη δεκαετία του ’90 και εντεύθεν, τα συχνότερα – βάσιμα ή μη – παράπονα, για τη στάση διαπλοκής και «μιντιοκρατίας».
Για τον Μητσοτάκη, είπαμε. Στην προεκλογική περίοδο του 1996 ο Μιλτιάδης Έβερτ διαπίστωνε πως, όντως, οι εκδότες – εργολήπτες «κατακρεουργούσαν» τον ίδιο και «έσπρωχναν με χίλια» τον Κ. Σημίτη προς την πρωθυπουργία. Κατήγγειλε ο τότε αρχηγός της ΝΔ: «Εμάς δεν μας στηρίζουν τα διαπλεκόμενα συμφέροντα. Μας πολεμούν (…). Τα λεφτά από την Ευρώπη τα νέμονται πενήντα οικογένειες» (Καρδίτσα, 8/9/96). Μια ημέρα αργότερα ο Α. Σαμαράς, αρχηγός της Πολιτικής Άνοιξης τότε, διεκήρυττε: «Εμείς δεν πρόκειται ποτέ να δεχθούμε τις τύχες αυτού του τόπου να τις ρυθμίζει ο κάθε κ. Λαμπράκης (Άργος, 9/9/96). Λίγα χρόνια αργότερα, ο νεοφιλελεύθερος Κωστής Χατζηδάκης διακήρυττε (με ανεπαρκή εμβρίθεια, είναι αλήθεια) ότι ο λόγος για τον οποίο το «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ» κέρδιζε η μάχη «του μεσαίου χώρου» σε βάρος της ΝΔ, ήταν η προτίμηση του Τύπου στην κεντροαριστερά.
Εν ολίγοις ούτε οι κατά φαντασία, ούτε οι πραγματικές (πχ περίπτωση Έβερτ) εχθρικές κινήσεις εκ μέρους της «μιντιοκρατίας» αποδείκνυαν ποτέ ότι οι «στόχοι» ήταν «στόχοι» λόγω της φιλολαϊκής ή της αριστερής πολιτικής τους. Ιδίως όταν τα εκάστοτε «παλιά τζάκια» ενεργούσαν υπό το κράτος της ανησυχίας ότι θα κέρδιζαν έδαφος, σε βάρος τους, κάποια νέα.
Κατά τα άλλα, ο ισχυρισμός του ΣΥΡΙΖΑ ότι η διαπλοκή – «μιντιοκρατία» έχει λυσσάξει εναντίον του, ποντάρει σε κάτι προσβλητικότερο από την «υπόθεση εργασίας» πως η ελληνική κοινωνία πάσχει από γενικευμένη αμνησία: Ποντάρει στην εικασία ότι δεν είμαστε ικανοί να τοποθετήσουμε τα πράγματα στη λογική τους σειρά.
Ένα-τουλάχιστον-έτος πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, η «μιντιοκρατία» έδειξε να «παίρνει απόφαση» ότι αργά ή γρήγορα θα είχε να κάνει με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήταν ασφαλώς η ευκταία – για αυτήν- εξέλιξη. Δεν ήταν όμως και για ομαδικό χαρακίρι. Γρήγορα άρχισε, ταχύτατα εντάθηκε η «επίθεση φιλίας» προς την Κουμουνδούρου, με αιχμή την ιδέα ότι ήταν επιβεβλημένη η «προσαρμογή» του ΣΥΡΙΖΑ στον «ρεαλισμό» και αναγκαία η «απαλλαγή» του κόμματος από την αριστερή του πτέρυγα. Ειδικά το δεύτερο …αίτημα το πρόβαλλαν με ιδιαίτερο ζήλο «αναλυτές », γνωστοί (και) για τα υψηλόβαθμα πόστα τους στον ΔΟΛ. Κατά το εξάμηνο των συνομιλιών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με τους δανειστές, η «μιντιοκρατία» πίεζε φυσικά για πλήρη υποταγή σε αυτούς. Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος «μετέτρεψε» βεβαίως τον Α. Τσίπρα σε «ανεύθυνο λαϊκιστή», σε προσωποποίηση …αναρχο- μπολσεβικισμού, σε επίδοξο «καταστροφέα της χώρας», αλλά έπειτα από την άνευ όρων συνθηκολόγηση της 13ης Ιουλίου η διαπλοκή – «μιντιοκρατία» αναγνώρισε την «υπεύθυνη» μεταστροφή του, που συντελέστηκε «έστω και την ύστατη ώρα». Γιατί όχι; Ως και ο Άδωνις Γεωργιάδης του το «αναγνώρισε», το «μιντιακό» κατεστημένο θα αποδεικνυόταν μικρόψυχο;
Κι ύστερα; Ύστερα προκηρύχθηκαν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου, για τους γνωστούς λόγους… Εκστασιασμένος με την κίνηση «μνημονιακού ματ», ο Στ. Ψυχάρης «αφιέρωνε» στον Αλ. Τσίπρα κοτζάμ πρωτοσέλιδη φωτογραφία, με την εξής … ηρωική – αγιογραφική επισήμανση: «Μόνος εναντίον όλων – το στοίχημα της αυτοδυναμίας σε μια καθαρή προσωπική κίνηση που είναι η τελευταία σφυριά στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, από τα αριστερά ως τα δεξιά» («Νέα» Σαββατοκύριακου 22-23 Αυγούστου 2015).
Πρωτοσέλιδο-ορόσημο… Με βαθύ κόκκινο χρώμα, παρακαλώ, ως φόντο στο πρόσωπο του Αλ. Τσίπρα. Η «μιντιοκρατία» ήταν σαν να άνοιγε μπουκάλια κόκκινου κρασιού, εορτάζοντας τα …αυτονόητα. Οι αγνοί και άδολοι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, πάλι, είχαν (;) την ευχέρεια να θεωρούν, εμπαίζοντας τον εαυτό τους, ότι οι Ψυχάρηδες «κοκκίνιζαν» από αγωνία, για το τι θα πάθαιναν με κυβέρνηση Αριστεράς…
Τι ακριβώς εννοεί, λοιπόν, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, φωνάζοντας πως τον υπονομεύει η διαπλοκή; Ότι οι οικονομικές – «μιντιακές» ελίτ βλέπουν τώρα στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη έναν πιθανό, μελλοντικό καταλύτη επιθυμητών για αυτές εξελίξεων; Μα όταν «δικαιώνεις» το καθεστωτικό μπλοκ του «Ναι» της 5ης Ιουλίου, μοιραία του επιτρέπεις να «αναστηθεί», να αναστυλωθεί, να ανασυγκροτηθεί.
Μήπως εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η «μιντιοκρατία» ευφραίνεται, «γλεντώντας» με την μεταστροφή του; Μα αυτό δεν είναι «λυσσαλέος πόλεμος». Είναι μειωτική συμπεριφορά προς εκείνον που παραδόθηκε και κατέστη ήδη αιχμάλωτος. Προσωρινά χρήσιμος, βεβαίως, καθώς του ανατίθενται «σκληρές δουλειές», που συν τοις άλλοις διασύρουν την Αριστερά. Αλλά αιχμάλωτος…