Γιάννης Ελαφρός
Από πολλές πλευρές κυκλοφορούν επιχειρήματα «εκλογικής χρησιμότητας», με βάση τον αντιδημοκρατικό εκλογικό νόμο. Λες και η εκλογική χρησιμότητα μπορεί να διαχωριστεί από την πολιτική χρησιμότητα, από το πρόγραμμα και την πολιτική κατεύθυνση κάθε σχηματισμού. Λες και μπορεί να σταθεί το ερώτημα εάν «μπαίνεις στη Βουλή;», χωρίς το «για ποιο λόγο και προς όφελος τίνος μπαίνεις στη Βουλή;»
Κυρίαρχο πλαίσιο – εκλογικός νόμος: Διπλός «κόφτης» προσδοκιών
Τα κόμματα που απαξίωσαν και αρνήθηκαν τις ελπίδες και τους αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας κι ενίσχυσαν το ΤΙΝΑ και τις μειωμένες προσδοκίες, έρχονται μετά τις εκλογές της 21ης Μάη να ζητήσουν και τα ρέστα. Αφού περιέκοψαν τα πολιτικά τους «προγράμματα» στον Προκρούστη της δημοσιονομικής σταθερότητας και της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων και ζήτησαν από τον λαό να γίνει ιδανικός αυτόχειρας σε αυτά, έρχονται τώρα και ζητούν από τον κόσμο να κοντύνει κι άλλο το μπόι των απαιτήσεών του και να ψηφίσει με βάση τους κόφτες του εκλογικού νόμου. Μεταξύ άλλων, πιέζουν τον κόσμο που ψήφισε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς, με επιχειρήματα εκλογικής χρησιμότητας, αξιοποιώντας τον αντιδημοκρατικό εκλογικό νόμο. Λες και η εκλογική χρησιμότητα μπορεί να ξεχωριστεί από την πολιτική χρησιμότητα, από την αξία του προγράμματος και της πολιτικής κατεύθυνσης του κάθε σχηματισμού. Λες και μπορεί να σταθεί το ερώτημα εάν «μπαίνεις στη Βουλή;», χωρίς το «για ποιο λόγο και προς όφελος τίνος μπαίνεις στη Βουλή;»
Από διάφορες πλευρές πλασάρονται διάφορα αριθμητικά σενάρια, σύμφωνα με τα οποία η ΝΔ θα έχει λιγότερους βουλευτές στην επόμενη Βουλή. Λες και δεν κατάφερε ο Κ. Μητσοτάκης να περάσει χωρίς απώλειες (και κοινοβουλευτικές) την τετραετία, λόγω του ότι δεν αντιμετώπισε ουσιαστική και μαχητική αντιπολίτευση, κυρίως στην πραγματική ζωή. Κάποια πιο ευφάνταστα σενάρια μιλούν όχι για απώλεια της αυτοδυναμίας, άλλα για το πώς η ΝΔ δεν θα είναι «παντοδύναμη» (λες κι αυτό κρίνεται κυρίως εντός Βουλής) και κάποια για να μην αποκτήσει 180 έδρες, παρότι αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο και απαιτεί ποσοστά άνω του 43%.
Η ήττα και η κρίση της διαχειριστικής λογικής του ΣΥΡΙΖΑ θέτουν νέα ερωτήματα και μπορούν να οδηγήσουν κόσμο να στραφεί σε ανατρεπτική κατεύθυνση, στηρίζοντας-ψηφίζοντας την αντικαπιταλιστική Αριστερά, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Μετά τις εκλογές της 21ης Μάη και μπροστά στις «επαναληπτικές» κάλπες της 25ης Ιούνη από πολλές πλευρές γίνεται μια προσπάθεια να αντικατασταθεί η πολιτική από την… αριθμητική. Να μην συζητήσουμε για το «τι» θα ψηφίσουμε με βάση την πολιτική του, αλλά μόνο με βάση το εάν και πόσους βουλευτές βγάζει, με βάση τον καλπονοθευτικό εκλογικό νόμο της ΝΔ.
Η ΝΔ, που με αυτόν τον νόμο-έκτρωμα μπορεί να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία άνω των 151 εδρών και με αρκετά μικρότερο ποσοστό από το 40,8% (ακόμα και με κάτω του 39%), κινδυνολογεί με την απειλή να στήσει τρίτη κάλπη τον… Αύγουστο για να μην επιτρέψει διαφοροποίηση ή αποχή λόγω σιγουριάς ψηφοφόρων που την ψήφισαν. Βεβαίως, «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», κι αν χρειαστεί κάποιο συμπλήρωμα ο Κ. Μητσοτάκης (είτε μεμονωμένους βουλευτές, είτε κάποιο κόμμα) θα το βρει, εάν έτσι ορίσουν τα αστικά κέντρα σε Αθήνα και Βρυξέλλες. Ενδιαφέρον, πάντως έχει το πώς επιχειρεί η ΝΔ να μαζέψει τη χασούρα προς τη θρησκόληπτη Νίκη. Όπως διαβάζουμε σε mainstream εφημερίδες, η κυβέρνηση θα «ασκήσει πιέσεις εάν η εμπλοκή (σ.σ. μονών) συνεχιστεί, τότε θα κοπούν προνόμια που παραδοσιακά απολαμβάνουν οι μονές»… Εάν βέβαια οι ρασοφόροι του Αγίου Όρους (τουλάχιστον οι θεσμικοί εκπρόσωποι) στηρίξουν τον «μεταρρυθμιστή» Μητσοτάκη, τότε τα προνόμια θα συνεχιστούν μια χαρά…
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε πολιτική τρικυμία και για την αποτίμηση του αποτελέσματος και για τους επόμενους στόχους. Όλο και πιο συχνά από τον χώρο του ακούγεται πως το αποτέλεσμα της 21ης Μάη ήταν αποτυχία και ήττα και της απλής αναλογικής (Δ. Τεμπονέρας στο ραδιόφωνο του Σκάι 7/6, ΕφΣυν 3/6), με τον Α. Τσίπρα να ρίχνει το βάρος στις άλλες δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25) που δεν θέλησαν να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πόσα αυτογκόλ συνεχίζει να βάζει η Κουμουνδούρου για να συγκαλύψει πως αποδοκιμάστηκε η πολιτική της και η ξενέρωτη «αντιπολίτευσή» της. Πρώτο, βαφτίζει απλή αναλογική ένα σύστημα που απέκλεισε από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση το 16% του εκλογικού σώματος με τον απαράδεκτο κόφτη του 3%, που διατήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεύτερο, την «απλή αναλογική» την έκαψε ο αφόρητα συστημικός Α. Τσίπρας από τον Σεπτέμβριο του 2022 στη ΔΕΘ, όταν είπε πως δεν στηρίζει «κυβέρνηση ηττημένων»! Τρίτο, με την παραδοχή πως η «απλή αναλογική» δεν κάνει για την Ελλάδα, δικαιώνει μετεκλογικά ένα βασικό επιχείρημα της ΝΔ. Έξοχα…
Για τις επερχόμενες εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά ψήφο για την κυβερνητική εναλλακτική του (ποια;) απέναντι στη ΝΔ, όταν έχει καταγραφεί πως κινείται εντός του ίδιου πλαισίου. Η τοποθέτηση του Νίκου Μαραντζίδη ως επικεφαλής της εκλογικής εκστρατείας, η σύνθεση της εκλογικής επιτροπής, η πρόταση Τσίπρα να πάνε με τον Μητσοτάκη στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους να μετρήσουν (κοστολογήσουν) τα προγράμματά τους, η διαρκής υπενθύμιση πως στο διάστημα 2015-19 άφησαν «πλεόνασμα» (αφού λεηλάτησαν φορολογικά και ασφαλιστικά τους εργαζόμενους και τους αυτοαπασχολούμενους) κάνει καθαρό πως το τιμόνι στον ΣΥΡΙΖΑ έχει στραφεί ακόμα περισσότερο δεξιά. Κανένας λόγος δεν υπάρχει για αριστερούς ψηφοφόρους κι ευρύτερα εργαζόμενους να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Και μερικούς βουλευτές παραπάνω να βγάλει ο ΣΥΡΙΖΑ, πάλι τα μισά νομοσχέδια Μητσοτάκη θα ψηφίσει, όπως το διάστημα 2019-23. Απεναντίας, υπάρχουν πολλοί λόγοι η ήττα και η κρίση της διαχειριστικής λογικής του ΣΥΡΙΖΑ να οδηγήσουν κόσμο του κινήματος ή με αριστερή αναφορά που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ στις 21/5 να θέσει τα πραγματικά πολιτικά ερωτήματα και να στραφεί σε ανατρεπτική κατεύθυνση, στηρίζοντας-ψηφίζοντας την αντικαπιταλιστική Αριστερά, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το ΠΑΣΟΚ στοχεύει να μειώσει τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε να διεκδικήσει την ηγεμονική θέση στη σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα, αργότερα. Τίποτα δεν θα αλλάξει προς όφελος του λαού, από ένα πιο δυνατό ΠΑΣΟΚ, απεναντίας. Το κόμμα, που μόλις τελευταία υψώνει τους τόνους κατά της κυβέρνησης της ΝΔ, όχι μόνο δεν κρύβει πως συγκυβέρνησε με τη ΝΔ (κυβέρνηση Σαμαρο-Βενιζέλων), εφαρμόζοντας τα τρομερά μνημόνια, αλλά περηφανεύεται πως «θυσιάστηκε» για τον λαό (παθαίνοντας pasokofication).
Ο αριθμητικός στόχος του ΚΚΕ, όπως συχνά διατυπώνει ο Δ. Κουτσούμπας, είναι να διατηρήσει τους 26 βουλευτές, που έβγαλε στις 21/5 και θα μειωθούν στις επερχόμενες εκλογές με το ίδιο ποσοστό, λόγω διαφορετικού εκλογικού νόμου. Άρα, το ΚΚΕ ζητάει αύξηση ποσοστού και ψήφο για να… παραμείνει στους 26. Δεν θα αλλάξει όμως τίποτα ποιοτικά στην αντιπολίτευση του ΚΚΕ, που θα παραμείνει να κινείται σε δρόμους διαμαρτυρίας, πολιτικά αφοπλισμένη από στόχους ανατροπής, με την επιδίωξη «ο λαός να βγάλει συμπεράσματα» και όχι να προκαλέσει ρωγμές στο ασφυκτικό αντεργατικό πλαίσιο, να αποσπάσει κατακτήσεις και νίκες, να μετρήσει και ήττες με αποφασιστικούς αγώνες, προετοιμάζοντας τους όρους για την επαναστατική πάλη. Μια τέτοια αντιπολίτευση από το ΚΚΕ δεν φοβίζει το σύστημα, λειτουργεί ως εκτόνωση της διαμαρτυρίας και γι’ αυτό και τυχόν ενίσχυση του ΚΚΕ σε ψήφους και βουλευτές δεν θα κάνει τη διαφορά.
Η συμμαχία ΜέΡΑ25-ΛΑΕ παλεύει να μπει στη Βουλή ρίχνοντας (μέσω Γ. Βαρουφάκη) το φταίξιμο στον λαό για το αρνητικό αποτέλεσμα στις 21/5, χωρίς ουσιαστική πολιτική αποτίμηση κι αυτοκριτική. Εντύπωση προκαλούν τα διάφορα σενάρια που κυκλοφορούν υποστηρικτές του, που δείχνουν πώς θα είναι ο καταμερισμός εδρών στη Βουλή εάν το ΜέΡΑ25 πιάσει το 3%, με οκτακομματική βουλή, με τα ίδια ή υψηλότερα ποσοστά για ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, με Νίκη και Πλεύση Ελευθερίας εντός της Βουλής και άρα όλη την αύξηση για το κόμμα του Βαρουφάκη να έχει προέλθει από αριστερά ή άλλα κόμματα που δεν μπήκαν στη Βουλή! Πρόκειται όχι μόνο για απαράδεκτο προσανατολισμό, με λογική «χαμένης ψήφου» κατά της άλλης Αριστεράς, αλλά και τελείως αναποτελεσματικό. Η συμμαχία ΜέΡΑ25-ΛΑΕ μετεκλογικά εμφανίζει τάσεις αποσυσπείρωσης, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη απ’ ό,τι στις 21/5 την υπέρβαση του 3%. Αντί να στραφούν τα επιτελεία του ΜέΡΑ25 στο να κερδίσουν ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ, την αποχή κ.α. και να προβάλλουν ένα πειστικό και συνεκτικό λόγο, ασχολούνται με το να εκβιάζουν ή να (παρα)καλούν για ψήφο στη βάση του 3%… Δύσκολα θα έχει αποτέλεσμα αυτό.
Η υπεραντιδραστική Νίκη απέχει ελάχιστα από την υπέρβαση του 3%, όπως και η χρήσιμη για το σύστημα Πλεύση Ελευθερίας, με την πλαστή «αντισυστημική» ταυτότητα και τις εθνικιστικές θέσεις σε μια σειρά από θέματα. Η Νίκη, βέβαια, δεν πρόκειται να ψηφιστεί από αριστερούς ψηφοφόρους, αλλά η Πλεύση και η Ζ. Κωνσταντοπούλου ψαρεύουν σε θολά νερά, σε κόσμο που δεν παρακολουθεί τα πράγματα και την θυμάται ως «αντιμνημονιακή» (αν και είχε αποδεχθεί ως πρόεδρος της Βουλής να περάσει η μνημονιακή συμφωνία γέφυρα από το Eurogroup της 20ης Φλεβάρη 2015, με συμμετοχή Βαρουφάκη). Οι θέσεις της από τότε έχουν μετακινηθεί πολύ προς τα δεξιά.
Οι πολιτικοί συσχετισμοί κρίνονται μέσα στη ζωή
Πιο χρήσιμη η Αριστερά που συμβάλλει σε ένα ανατρεπτικό κίνημα
Απέναντι στα απατηλά προεκλογικά αριθμητικά «παιχνίδια» υπάρχουν για εμάς τρεις σταθερές:
Πρώτο, επιμένουμε –κι έχει επιβεβαιωθεί από τη ζωή– πως κρίσιμη για τους πραγματικούς πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς είναι η δυναμική που αναπτύσσει το κίνημα στη ζωή και όχι οι έδρες μέσα στη Βουλή. Αυτό είναι βασικό κριτήριο ψήφου και γι’ αυτό η ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που πρωτοστατεί σε μια ανατρεπτική αντιπολίτευση, είναι η πιο κερδισμένη, ανεξάρτητα από το αν ο καλπονοθευτικός εκλογικός νόμος δεν της επιτρέπει να εκλέξει βουλευτή/τρια. Καθώς οι αγωνιστές/στριες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνουν τη διαφορά σε μια σειρά κινήματα και μέτωπα πάλης, η συσπείρωση δυνάμεων υπέρ της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και σε εκλογικό επίπεδο μετράει περισσότερο από 2-3 βουλευτές επιπλέον στα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς.
Δεύτερο, η ψήφος δεν είναι σημαία ευκαιρίας, ούτε «εκλογικό βάουτσερ» που κοιτάμε πού θα έχει μεγαλύτερη κοινοβουλευτική απόδοση. Είναι έκφραση της πολιτικής και ταξικής μας συνείδησης και δεν «παζαρεύεται». Κάθε ψήφος υπέρ ενός κόμματος τελικά ερμηνεύεται υπέρ συνολικά του προγράμματος και της φυσιογνωμίας του. Κάθε ψήφος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ δεν γράφει «για να είναι πιο αδύνατος ο Μητσοτάκης», αλλά είναι υπέρ του πιο δεξιού ΣΥΡΙΖΑ. Κάθε ψήφος υπέρ ΚΚΕ επιβραβεύει την «εντός ορίων» πολιτική του και τον άκρατο ηγεμονισμό του κατά της άλλης Αριστεράς. Η ψήφος στο ΜέΡΑ25 δεν γράφει «λιγότεροι βουλευτές της ΝΔ» αλλά είναι υπέρ του ευρω-τεχνοκρατικού διαχειριστικού του προγράμματος. Αντίστοιχα, κάθε ψήφος λιγότερη στην αντικαπιταλιστική Αριστερά «μειώνει το μπόι της» και δυσκολεύει τη μάχη στο κίνημα την επόμενη μέρα.
Τρίτο, σε μια εποχή που οι εμφανιζόμενες ως «προοδευτικές» ή και «αριστερές» προτάσεις που παραμένουν όμως εντός του πλαισίου της κυρίαρχης πολιτικής περνούν βαθιά κρίση, είναι η ώρα να σκεφτούμε out of the box, για ανατρεπτικές απαντήσεις εκτός πλαισίου. Ώρα για ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το Σύνταγμα, οι 180 βουλευτές και η πείρα του 2006-07
Μετά την 21η του Μάη άνοιξε η συζήτηση για τον κίνδυνο η ΝΔ να συγκεντρώσει 180 βουλευτές στις δεύτερες εκλογές και να προχωρήσει σε μονομερή αλλαγή του Συντάγματος, προχωρώντας και στην κατάργηση του άρθρου 16. Στη βάση αυτή, κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΜέΡΑ25 ζητούν ψήφο με το επιχείρημα της αποτροπής συγκέντρωσης 180 βουλευτών από τη ΝΔ. Βεβαίως, η συνταγματική μεταρρύθμιση χρειάζεται δύο κοινοβουλευτικές θητείες για να ολοκληρωθεί, ακόμα κι αν ξεκινήσει στην επόμενη Βουλή.
Όπως είπαμε, η ΝΔ είναι πολύ δύσκολο να κατακτήσει 180 έδρες και πρέπει να έχει και στη μεθεπόμενη Βουλή αυτοδυναμία για να προχωρήσει σε μονομερή αναθεώρηση του συντάγματος. Επίσης, η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει πως οι συνταγματικές αλλαγές είναι συνήθως αποτέλεσμα ευρύτερης αστικής συναίνεσης, την οποία εκφράζουν περισσότερα του ενός κόμματα. Το πιο κρίσιμο κι εδώ είναι ο κοινωνικός και όχι ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός δυνάμεων, όσο κι αν ο δεύτερος αποτελεί μια στρεβλή αποτύπωση του πρώτου.
Από την άποψη αυτή, πολύτιμη είναι η εμπειρία από την αποτροπή της αναθεώρησης του άρθρου 16 το 2007, ως αποτέλεσμα του συγκλονιστικού φοιτητικού κινήματος των «τεσσάρων εποχών» (γιατί κράτησε από το καλοκαίρι του 2006 μέχρι την άνοιξη του 2007). Την αλλαγή του «16» προωθούσαν από κοινού η ΝΔ (κυβέρνηση) και το ΠΑΣΟΚ, με πάνω από 200 βουλευτές. Το κίνημα στοχοποίησε και τα δύο κόμματα (κι όχι μόνο τη ΝΔ), με αποτέλεσμα να «σπάσει» το ΠΑΣΟΚ και να υπαναχωρήσει. Η ΝΔ δεν είχε πλειοψηφία 180 εδρών και η αλλαγή του άρθρου 16 δεν προχώρησε. Βεβαίως, για να γίνει αυτό, είχε προηγηθεί ένα τρομερό φοιτητικό κίνημα με εκατοντάδες καταλήψεις, δεκάδες χιλιάδες στις διαδηλώσεις, συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, εργατική-λαϊκή υποστήριξη. Εκεί κρίθηκε το πράγμα κι εκεί θα κριθεί και πάλι. Με αυτό το κριτήριο ψηφίζουμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (10.06.23)