του Διονύση Ελευθεράτου
«Χαμαιλέοντας»; Μπορεί, αλλά με καθαρή, δική του «σφραγίδα»…
Δεν είναι πολλοί, παγκοσμίως, οι καλλιτέχνες που σε 11 χρόνια έχουν δημιουργήσει 12 «LongPlay» δίσκους, εκ των οποίων οι μισοί -κατά γενική ομολογία- προσεγγίζουν ή και «πιάνουν» τα χαρακτηριστικά του αριστουργήματος και οι υπόλοιποι διατηρούν υψηλά «στάνταρντ». Και μόνο αυτό το επίτευγμα του Ντέιβιντ Μπόουι της περιόδου 1970-1980 θα ήταν αρκετό για του χαρίσει μια περίοπτη θέση στην ιστορία της ποπ και ροκ μουσικής. Πολλώ δε μάλλον που η διαρκής ανησυχία του πρόσφερε κι άλλες, καλές στιγμές-και δημιουργίες.
Από εκεί και πέρα, βεβαίως, καθένας μπορεί να κρίνει όπως νομίζει πράγματα και καταστάσεις. Εκεί που κάποια «ξινισμένα μούτρα» έβλεπαν μόνον εκκεντρικές σκηνικές εμφανίσεις (άλλη υπόθεση κάποιες εγωκεντρικές δηλώσεις), η ροκ κουλτούρα αφομοίωνε ιδέες για τη σχέση της μουσικής με τη θεατρικότητα, χωρίς η πρώτη να κάνει το παραμικρό «σκόντο».
Εκεί που κάποιοι έβλεπαν απλώς ένα «χαμαιλέοντα», να υπηρετεί διαφορετικά μουσικά ιδιώματα για να παραμείνει «in», οι πλέον διορατικοί επεσήμαιναν ότι κανένα «εκσυγχρονιστικό» άγχος και καμία «δήθεν» πολυπραγμοσύνη δεν χαρακτήριζε τη δουλειά και τους εκάστοτε μουσικούς προσανατολισμούς του Μπόουι.
Καθαρά διέκρινες τη «σφραγίδα» του Μπόουι, είτε συνέθετε τραγούδια που πρόδιδαν «ατόφιες» επιρροές από τους Στόουνς («Rebel Rebel» «Diamond Dogs», 1974) είτε εισερχόταν στα χωράφια του Πρινς («Let’s Dance», 1983). Την αντιλαμβανόσουν, τότε που ο αεικίνητος καλλιτεχνικά Μπόουι απομακρυνόταν από τις pop και new waveαναζητήσεις των 80ς για να ενωθεί με το hard rock των T in Machine (1989- 1991), τότε που επιδιδόταν στους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς των 90ς, αλλά και όταν -από τη δύση της δεκαετίας εκείνης και εντεύθεν- επέστεφε, αξιοπρεπώς, σε περισσότερο «κλασσικές» φόρμες. Με συσσωρευμένη σοφία από τις μουσικές «περιηγήσεις» δεκαετιών, καθώς και με την ικανοποίηση που παρέχει η διαπίστωση ότι αυτές οι διαδρομές μπορεί να μην είχαν ισοϋψή- μεταξύ τους -αποτελέσματα, αλλά δεν «ξέμειναν» ποτέ από ενδιαφέροντα στοιχεία.
Θα μπορούσε φυσικά να ειπωθεί για τον Μπόουι αυτό ακριβώς που λέγεται και για κάθε «μεγάλο όνομα» της ποπ και ροκ, εξ όσων εμφανίστηκαν στο μουσικό στερέωμα τη δεκαετία του ΄60 ή και σε αυτήν του ’70: «Σύμφωνοι, συνέχισε να έχει απήχηση και εμπορική επιτυχία, αλλά, κακά τα ψέματα, κανένας από τους δίσκους της ύστερης περιόδου του δεν έγινε σήμα κατατεθέν, δεν χάραξε την ιστορία της μουσικής, όσο εκείνοι που …».
Ναι, είναι αλήθεια ότι καμία δουλειά του Μπόουι των τριών τελευταίων δεκαετιών δεν θα μνημονεύεται στο διηνεκές, όσο το «Hunky Dory», ο «Ziggy», το «Aladdin Sane», το «Low» και κάμποσοι άλλοι. Είναι όμως επίσης αλήθεια πως αυτό δεν αφορά τόσο την ποιότητα των μεταγενέστερων έργων του, όσο το «αντίτιμο» που μοιραία καταβάλλει κάθε καλλιτέχνης, ο οποίος φθάνει νωρίς-νωρίς σε ζηλευτά επίπεδα δημιουργικότητας και έμπνευσης: Σχεδόν καθίσταται «όμηρος» του θρύλου, που έχει ήδη «φτιάξει». Κοινό και κριτικοί συνήθως αναμένουν «έπη» κι ο βασικός λόγος για τον οποίον δεν τα βλέπουν ή δεν τα αναγνωρίζουν είναι πως προηγήθηκαν πολλά «μαζεμένα»…
Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει άφθονα σχετικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου, από την ιστορία της ροκ. Προτιμούμε όμως να αναζητήσουμε την πεμπτουσία του, σε αυτό -το τόσο χαρακτηριστικό- που είχε αναφέρει κάποτε ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Μάνο Χατζηδάκη: «Έπειτα και από τον “Μεγάλο Ερωτικό”, κάθε έργο του Μάνου ήταν καταδικασμένο να θεωρηθεί περίπου ως αποτυχία. Αλλά θα κάναμε όλοι μας τα πάντα για να είχαμε τέτοιες “αποτυχίες”…».
Φυσικά δεν ήταν όλα, πάντα, «ΟΚ» με την προσωπικότητα του Μπόουι. Στη δεκαετία του ’70 προκάλεσε την οργή σημαντικού τμήματος της βρετανικής ροκ σκηνής, πότε δηλώνοντας ότι ίσως ένας φασίστας ηγέτης ωφελούσε τη Βρετανία κι άλλοτε χαρακτηρίζοντας τον Χίτλερ ως έναν «από τους πρώτους ροκ σταρ»…
Απολογήθηκε για όλα αυτά αργότερα. «Ήμουν εκτός ελέγχου, απολύτως τρελαμένος» είπε, αφήνοντας τους πάντες να υποθέτουν εάν για τις «εθνικοσοσιαλιστικές» του αρλούμπες είχε φταίξει περισσότερο η κατανάλωση ουσιών ή ο άγραφος νόμος του μάρκετινγκ: «Όσο προκλητικότερα, τόσο καλύτερα- κάνε την πρόκληση αυτοσκοπό».
Ένας-ένας φεύγουν, λοιπόν, οι «μεγάλοι» με των οποίων τη μουσική μεγαλώσαμε… Μεγαλώσαμε, αλλά δεν σταματήσαμε να ακούμε τραγούδια τους και στο ραδιόφωνο, όχι μόνο στους προσωπικούς μας CD players. Κι αυτό κάτι σημαίνει, κάτι αποδεικνύει. Καλές είναι (ενίοτε όντως είναι) οι εφήμερες μόδες, «καλές» και οι «εκρηκτικές επιτυχίες» που βασίζονται περισσότερο στη νεανική επιδερμίδα και λιγότερο στη μουσική. Ενδιαφέρον και το ερώτημα εάν ο Τζάστιν Μπίμπερ θα ξεχαστεί γρηγορότερα από όσο τα Spice Girls ή οι New Kids On The Block. Αλλά το βέβαιο είναι πως κι όταν οι εκάστοτε… «Osmond Brothers» θα αποσύρονται στη γενική λήθη, άφθονοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο θα νιώθουν το αίμα τους να κυλά γρηγορότερα επειδή θα ακούν κάποιο τραγούδι σαν το «Jean Genie» και την ψυχή τους να συγκινείται, με τους «Ήρωες» της «μιας μέρας»…