Γιάννης Φραγκούλης
«Μέσα σε κλίμα οδύνης και πένθους» ολοκληρώθηκε την Κυριακή 12 Μαρτίου το επετειακό 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Το φεστιβάλ ματαίωσε την τελετή λήξης του όπως και την τελετή έναρξης.
Το 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έγινε υπό τη σκιά του δυστυχήματος στα Τέμπη. Ήταν δυνατόν να πέσει φως και να σβήσει αυτή η σκιά, αν το Φεστιβάλ έκανε μια απλή ενέργεια: να καλέσει τους φοιτητές και σπουδαστές των κινηματογραφικών σχολών στη Θεσσαλονίκη να κάνουν μια ταινία ανά σχολή με θέμα τη σύγκρουση των τρένων, η οποία θα προβαλλόταν την Κυριακή στη λήξη του Φεστιβάλ. Η ατολμία νίκησε και χάθηκε η ευκαιρία να δείξουμε έμπρακτα ότι η τέχνη μιλά κυρίως πολιτικά.
Οι ταινίες που προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ είναι πολλές. Ας μιλήσουμε για τις ελληνικές, αφού η εγχώρια παραγωγή μας ενδιαφέρει περισσότερο. Οι περισσότερες ελληνικές ταινίες ήταν ρεπορτάζ, που μερικές φορές είχαν κάποια δραματοποίηση. Η ταινία Ο γάμος στο Αφρίν, του Θωμά Σίδερη, ήταν μια φωτεινή εξαίρεση. Δύο παράλληλες ιστορίες, η βιντεοσκόπηση ενός γάμου και η κινηματογράφηση της κατεστραμμένης πόλης στη Συρία μας ωθούν να δημιουργήσουμε τη δική μας αφήγηση. Η απάντηση στο ερώτημα «πόσοι από τους καλεσμένους στο γάμο ζουν;», είναι το έναυσμα για να φτιάξουμε μια εικόνα της βίας που έχουν υποστεί αυτοί οι άνθρωποι, της απαξίωσης της ζωής, της ανθρώπινης καταστροφής. Με αυτό τον τρόπο στέλνει το δυνατό αντιπολεμικό μήνυμά της.
Η ταινία της Κωστούλας Τωμαδάκη, Η μητέρα του σταθμού, ήταν άλλη μία ευχάριστη έκπληξη. Οι γυναίκες που μετανάστευσαν στη Γερμανία, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν, οι οικογενειακές τραγωδίες που εγγράφτηκαν όλα αυτά τα χρόνια, το πισωγύρισμα μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, το αντίκτυπο στην ψυχολογία του ανθρώπου, είναι κάποια από τα θέματα που δημιούργησε η υπογραφή της διακρατικής σύμβασης από τον Καραμανλή, όταν ήταν στην ΕΡΕ. Η ταινία απλά αναφέρει τα θέματα, μας αφήνει να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα, η συγκίνηση είναι έκδηλη στους θεατές.
Οι δικοί μου άνθρωποι, της Άννας Ρεζάν, αναφέρεται στους Έλληνες εβραϊκής καταγωγής που κυνηγήθηκαν από τους Ναζί και τους πλήγωσαν οι Έλληνες συμπατριώτες τους. «Εγώ είμαι άτυχη που γύρισες», η κουβέντα μιας φίλης της επιζώσας από το Άουσβιτς, που δεν ήθελε να της επιστρέψει την περιουσία της. Το μήνυμα είναι ηχηρό. Αυτό το τραύμα θα πρέπει κάποια στιγμή να ιαθεί. Ο κινηματογράφος μπορεί να συμβάλει σε αυτό.
Μια ιρλανδική παραγωγή, Το γελαστό παιδί, του Άλαν Γκίλσεναν, αφηγείται δύο ιστορίες. Το θεατρικό έργο Όμηρος, που αναφέρεται στον Μάικλ Κόλινς, τον Ιρλανδό επαναστάτη, και το τραγούδι «Το γελαστό παιδί» του Μίκη Θεοδωράκη, για τη μεταφορά του έργου στην Ελλάδα. Τα γεγονότα στην Ιρλανδία και όσα έγιναν στην Ελλάδα, Λαμπράκης, Πολυτεχνείο, χούντα, είναι δύο παράλληλες ιστορίες που μας δείχνουν ότι η πάλη εναντίον του φασισμού είναι παγκόσμια και παντού περίπου όμοια. Ο εχθρός είναι ο φασισμός. Στο τέλος της ταινίας αυτό το τραγούδι ερμηνεύεται από ένα τρίο στα αγγλικά, ιρλανδικά και ελληνικά, με μοναδικό τρόπο, δείχνοντας την παγκοσμιότητα αυτού του αγώνα.
Στη μικρού μήκους ταινία Έλευσις, του Τάκη Μπαρδάκου, βλέπουμε τους ανθρώπους που ατενίζουν τα μέρη που θέλουν να πάνε από την Ελευσίνα. Ουσιαστικά παρατηρούμε αυτό που βλέπει η Ελευσίνα, άρα μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τον χαρακτήρα της, κάπου ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό.
Να αναφερθούμε, τέλος, στο αφιέρωμα στον Σταύρο Ψυλλάκη. Ο σκηνοθέτης όλα αυτά τα χρόνια αποτυπώνει τον ανθρώπινο χαρακτήρα, τα πάθη του και τις χαρές του με μεγάλη ευαισθησία. Ένα συνολικό αφιέρωμα στον Ψυλλάκη θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει. Οι ταινίες του είναι όντως αριστουργηματικές. Ελάχιστες έχουν βγει σε διανομή, άρα δεν έχουν βρει ακόμα το κοινό τους. Ο ανθρωποκεντρικός του κινηματογράφος εστιάζει σε οριακές καταστάσεις του ανθρώπου, αποτυπώνει αυτό το θείο δράμα και συγκινεί.
Σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου δεν χωρούν ταινίες που είναι ένα απλό ή δραματοποιημένο ρεπορτάζ
Το φεστιβάλ είναι οι ταινίες. Κάποιες από αυτές μας ενδιέφεραν πολύ, κάποιες άλλες έθεσαν πάλι το πρόβλημα της κινηματογραφικής παιδείας. Σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου δεν χωρούν ταινίες που είναι ένα απλό ή δραματοποιημένο ρεπορτάζ. Αυτό είδαμε στις περισσότερες ελληνικές ταινίες και ήταν λυπηρό. Το πρόβλημα εστιάζεται στις οδηγίες των παραγωγών και στο μέσο προβολής των ντοκιμαντέρ που είναι η τηλεόραση. Έχουμε δει πολλές ταινίες από άλλες χώρες που αν και το μέσο τους είναι η τηλεόραση, η αφήγησή τους είναι κινηματογραφική. Αυτό είναι ένα θέμα της ελληνικής κινηματογραφίας που θα πρέπει κάποια στιγμή να γίνει αντικείμενο μελέτης, ακόμα και αν ενοχλήσει πολλούς ιθύνοντες. Με την 25η διοργάνωση του φεστιβάλ να έχει τελειώσει, στρέφουμε το βλέμμα μας στο ντοκιμαντέρ, στον κινηματογράφο του, για να βρούμε τη γοητεία της αποτύπωσης της «πραγματικότητας».