του Θανάση Σκαμνάκη
Κάθε χρόνο λέω: αυτό που έγινε δεν είναι το πιο σημαντικό, σπουδαίο είναι εκείνο που θα γίνει. Αλλά με το τέχνασμα αυτό δεν γλυτώνω από τις ημερομηνίες, σημάδια στο χαρτί που ωστόσο αποτυπώνονται μέσα μου, τόσο βαθύ μελάνι. Είναι και οι λιακάδες!..
Έτσι, παράξενα ζεστός ήταν ο καιρός. Προχωρημένος Νοέμβρης κι ακόμα με πουκάμισα. Και τα ξημερώματα της Παρασκευής, 4 ή 5 η ώρα, αποκαμωμένος από δυο μέρες ξαγρύπνια κι αγωνία, στάθηκα στα σκαλιά, ακούμπισα στην κολώνα τυλιγμένος μ’ ένα τζάκετ κι αποκοιμήθηκα – και το σπίτι μου ήταν 100 μέτρα παραπάνω. Ξύπνησα από την υγρασία κι είχε ξημερώσει. Απ’ όλες τις σκηνές, αυτή έχω στο μυαλό μου, όταν είναι οι μέρες του Νοέμβρη τόσο λαμπερές. Μια νύχτα δίπλα σε μια κολώνα.
Κι αν έχει τόσο πολύ παράπονο η εποχή, δεν είναι γιατί δεν ευδοκίμησαν τα τόσα χρόνια, είναι γιατί οι μέρες είναι τόσο λαμπερές. Κάνουν αντίθεση.
Ο Μάριος Χάκκας το ‘70 μας έδινε το μέτρο μιας παλιάς εξόρυξης που απέβη ατελής. «Τίποτα δεν μένει», έλεγε σε εκείνον τον περίφημο “Μπιντέ”, της απόγνωσης. “Τώρα σοβαντίζεις τα τελευταία ίχνη των πυροβολισμών στο μέτωπό σου, σα γέρικο σκυλί που γλείφει τις πληγές του στην επούλωση…”. Απελπισμένος μας αποχαιρετούσε αλλά δεν ανταποδίδαμε το χαιρετισμό. Είχαμε δικά μας μεταλλεία να ερευνήσουμε. Τραβάγαμε ανήφορο χωρίς βαριά φορτία παρελθόντος και αποφεύγαμε τις ονοματοδοσίες και τα γλυκερά αισθήματα. Φερ’ ειπείν, δεν λέγαμε, εξέγερση, για να περιγράψουμε το τι συμβαίνει, τις λαμπερές ημέρες του Νοέμβρη. Μπροστά είχαμε τα μεγάλα σχέδια, κι ό,τι γινόταν δεν ήταν παρά ένα περιστατικό.
Μετά ήταν που δόθηκαν ονόματα και απονεμήθηκαν τιμές που ματαιώσανε το σχέδιο.
Αργότερα, όσοι έμειναν στα μεταλλεία συνεχίζοντας την αναζήτηση, φόρτωσαν τόσα χρόνια αγωνίας, με σκοτάδι και διαστήματα φωτός, που σιγά-σιγά σα να λησμόνησαν ποιός ήταν ο σκοπός, για που ξεκίνησαν και τι έψαχναν, ώστε όταν έρχονται συμβάντα σπεύδουν να τους δώσουν ένα σπουδαίο όνομα, μήπως και τα κατοχυρώσουν, μήπως θέλοντας να ανταποκριθούν στο όνομα τα γεγονότα γίνουν όντως αντάξια. Την ίδια τακτική ακολουθούν και οι καινούργιοι. Αίφνης ζητούν επειγόντως να ονομάσουν μια εξέγερση. Γιατί το άλλο μεγάλο δεν πιστεύουν βαθειά πως θα το κάνουν οι ίδιοι. Ας έχουμε λοιπόν κι εμείς κάτι δικό μας, λένε. Να μην πάει στράφι μια γενιά.
Έχουν δικιο; Δεν ξέρω… Μέσα σε τόση αμηχανία!