Η αρχή έγινε με τον Στέλιο Πέτσα. «Υπήρξε Ολυμπιονίκης, Αξιωματικός, Βασιλιάς. Πάντα Έλληνας», έγραψε στο twitter για τον θάνατο του Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ. Ακολούθησε ο Μάκης Βορίδης. «Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της Ελληνικής ιστορίας», έγραψε ο υπουργός Εσωτερικών, «ξεχνώντας» ότι στην Ελλάδα ούτε υπάρχουν ούτε αναγνωρίζονται τίτλοι ευγενείας. Το τελικό «χτύπημα» όμως ήρθε (από ποιον άλλον;) από τον Αντώνη Σαμαρά. Και τι δεν είπε στη μακροσκελή του δήλωση. Τι «η ιστορία θα τον κρίνει», τι «τίμησε τα ελληνικά χρώματα διεθνώς», τι «μόνο τα αυταρχικά καθεστώτα συνηθίζουν να «σβήνουν φωτογραφίες» και σελίδες ολόκληρες» — και όλα αυτά επειδή ο Γκλύξμπουργκ δεν θα κηδευτεί με τιμές αρχηγού κράτους.
Η φιλομοναρχική πλειοδοσία των τελευταίων ημερών από κυβερνητικά στελέχη, δημοσιογράφους και δημοσιολογούντες δεν είναι ούτε όσο γραφική ούτε όσο «αθώα» φαντάζει. Και αυτό όχι γιατί υπάρχει κάποιο σενάριο επαναφοράς της βασιλείας, αλλά επειδή επιχειρείται να κλείσει ένα από τα πολλά ρήγματα που άνοιξε η δυναμική της Μεταπολίτευσης. Επιχειρείται, δηλαδή, να παρουσιαστεί η έξωση του Γκλύξμπουργκ ως ένα «βελούδινο διαζύγιο», σχεδόν «κοινή συναινέσει», γι΄ αυτό και υπερτονίζεται η δήθεν «αποδοχή» του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος από τον Κωνσταντίνο — που αυτοπαρουσιαζόταν ως «βασιλιάς» μέχρι τον θάνατό του.
Όμως ο Γκλύξμπουργκ δεν (αυτο)εξορίστηκε. Εκδιώχθηκε κακήν κακώς, με το συντριπτικό 69,2% του «όχι» στη μοναρχία να εκφράζει τον καυτό παλμό ενός λαού που «έβραζε», χαράσσοντας τη μία μετά την άλλη τις τομές που καθόρισαν τη Μεταπολίτευση και έκαναν συντρίμμια τα «πέτρινα χρόνια» των μεταπολεμικών δεκαετιών. Σχεδόν 50 χρόνια μετά, τα απόνερα εκείνης της ορμητικότητας παραμένουν ακόμα εδώ. Γι’ αυτό και κάθε Νοέμβρη οι δρόμοι θα συνεχίσουν να γεμίζουν ως φόρος μνήμης και αγώνα για το Πολυτεχνείο. Ενώ τον Γκλύξμπουργκ σύντομα δεν θα τον θυμάται κανείς, πέραν των οικείων του.