του Γιώργου Μανιάτη
Για τον πρωθυπουργό του τρίτου μνημονίου, ο Γ. Βαρουφάκης είναι «ιδιαίτερης ευφυΐας», «εξαίρετος οικονομολόγος» και «πολύ ικανός». Δεν «κάνει» όμως για πολιτικός. «Η πολιτική θέλει κι άλλα πράγματα…» Ποια ακριβώς; Αυτή η αξιολόγηση του μέχρι πρότινος στενού του συνεργάτη αποκαλύπτει τη γενικότερη αντίληψη του Τσίπρα για το περιεχόμενο της πολιτικής. Πρόκειται για μια «αποηθικοποιημένη» έννοια αφού κριτήριά της είναι όχι η ευφυΐα, η ικανότητα και η εντιμότητα αλλά κάποια άλλα πράγματα. Η «συνάντηση με τον ρεαλισμό», σύμφωνα με τους όψιμους υποστηριχτές του; Η υποταγή στους εκβιασμούς; Η συμμετοχή στο αστικό πολιτικό παιχνίδι με την ψευδαίσθηση των «ίσων όρων»;
Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Βουλής –όπου ο «ρεαλισμός» και η υποταγή ταυτίστηκαν στο επιχείρημα του νέου μνημονιακού μπλοκ- ο Στ. Θεοδωράκης, σ’ ένα μιντιακό του παραλήρημα, επιχείρησε να απαξιώσει ηθικά εκείνους που διαφώνησαν με τις κυβερνητικές επιλογές. Το «χθεσινό» κατασκεύασμα επιτέθηκε με ιταμό τρόπο σε πολιτικούς με δεκαετίες συνεπούς αγωνιστικής δράσης. Εκείνος ίσως να έδινε «εξετάσεις» για το «αντ’ αυτού», για το μέλλον, το πολύ σύντομο. Χαλίφης στη θέση του χαλίφη; Ο πρωθυπουργός και ο οπαδός του Διαφωτισμού Ν. Φίλης γιατί δεν του απάντησαν; Γιατί δεν υπερασπίστηκαν το ηθικό δικαίωμα των συντρόφων τους να διαφωνούν; Νέα πολιτικά ήθη στο χώρο της Αριστεράς; Ο σ. Φίλης επικαλέστηκε τη βεμπεριανή «ηθική της ευθύνης» και τον Διαφωτισμό. Ο αστικός Διαφωτισμός, όμως, ήταν ρεύμα χειραφετικό στο πλαίσιο του αστικού ριζοσπαστισμού. Όχι απλά στείρος ορθολογισμός του δούναι και λαβείν στα τεφτέρια της αστικής πολιτικής : «Μια εποχή δεν μπορεί να δεσμέψει τον εαυτό της και να συνωμοτήσει για να κρατήσει την επόμενη σε κατάσταση όπου θα της είναι αδύτην νατο να επεκτείνει τις γνώσεις της (προπάντων όσες θα της χρειαστούν πιο πολύ), να απαλλαγεί από πλάνες και γενικά να προχωρήσει περισσότερο στο διαφωτισμό. Αυτό θα ήταν κακούργημα κατά της ανθρώπινης φύσης…» (Ι. Καντ). Αυτός είναι Διαφωτισμός. Τα μνημόνια δεν δεσμεύουν μόνο εμάς αλλά, κυρίως, τα παιδιά μας. Ο ενεχυριασμός του μέλλοντος αποτελεί την ύψιστη υποταγή του παρόντος.
Η αστική αντίληψη για την πολιτική, ανάγει την τελευταία σε μια τεχνοκρατική, αξιακά ουδέτερη διαδικασία. Σε μια τεχνική που είναι προνόμιο των «ειδικών» των επαγγελματιών πολιτικών… Oι άλλοι, ο λαός, οι εργαζόμενες μάζες συνιστούν τον «θεατή» των δρώμενων, τον παθητικό δέκτη των επιλογών των αστών και μικροαστών πολιτικών, ακόμη και όταν αυτοί επικαλούνται την δύναμή του όπως στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Η πολιτική προβάλλεται έτσι σαν η «τέχνη του εφικτού», σε αντιπαράθεση προς τις μεγάλες αλλαγές, τα μεγάλα κοινωνικά οράματα. Εξαντλείται σε μια δραστηριότητα που στοχεύει μόνο στο επιμέρους, στον εκσυγχρονισμό του συστήματος και όχι, φυσικά, στην αλλαγή του. Και προσπαθεί η αστική τάξη να περάσει αυτή την αντίληψη για την πολιτική στις γραμμές του εργατικού κινήματος. Επιχειρεί να το στρέψει στον ρεφορμισμό, να το παθητικοποιήσει, να εξουδετερώσει τη δυναμική του, να το κάνει να αφήσει την πολιτική για τους «ειδικούς» να περιχαρακωθεί στο μικρόκοσμο των «καθημερινών» του προβλημάτων και να οδηγεί στο συντεχνιασμό και τον οικονομισμό. Να υποκλιθεί στη συγκυρία και όχι να την αξιοποιήσει στο πλαίσιο των γενικών και μακροπρόθεσμων στόχων του.
Βέβαια η αστική αντίληψη για την πολιτική δεν ταυτίζεται μόνο με την πολιτική πρακτική της αστικής τάξης. Υπάρχει πάντα μια απόσταση, μια διαφοροποίηση ανάμεσά τους που αντανακλά την ίδια την αντιφατικότητα της αστικής τάξης, που όντας μειοψηφία έχει ανάγκη από τη στήριξη της πλειοψηφίας για την όσο το δυνατόν πιο ομαλή γι’ αυτήν κυριαρχία της. Δεν μπορεί επομένως να απευθύνεται με καθαρά ωμό τρόπο στους εργαζόμενους. Είναι αναγκαίο γι’ αυτήν να ντύνει τις ωμές επιδιώξεις και τα συμφέροντά της με ωραία λόγια, να συνεγείρει τις μάζες στο όνομα αξιών και ιδανικών και να τις δένει έτσι στη δική της προοπτική.
Η σχέση αξιών, ιδανικών, αρχών και πολιτικής εκφράζεται συμπυκνωμένα στη σχέση ηθικής και πολιτικής. Ηθικός είναι ο συνεπής, ο σταθερός στις αρχές του. Όχι με τη φορμαλιστική, ηθικολογική διάσταση που δίνει σ’ αυτή τη σχέση η αστική ιδεολογία, αλλά με πλήρη επίγνωση του περιεχομένου αυτών των αρχών, ότι, δηλαδή, αυτές αντανακλούν τα πραγματικά συμφέροντα των εργαζομένων μαζών, τις παραδόσεις και τις προοπτικές της εργατικής τάξης, την ίδια την αντικειμενική κίνηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτή η σταθερότητα όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά, αντίθετα, ενισχύει τη δυνατότητα της θεωρίας και της πολιτικής να κατανοεί την κίνηση των αντιθέσεων της κοινωνίας, το κάθε φορά συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξής τους, τις αλλαγές που συντελούνται και να μπορεί έτσι να παρεμβαίνει αποφασιστικά με σαφείς στόχους και προοπτικές. Να μην προσαρμόζεται, δηλαδή, στη συγκυρία αλλά να την αξιοποιεί στο πλαίσιο του γενικού προσανατολισμού, της προοπτικής, να έχει δηλαδή μια σαφή εικόνα για το μέλλον που να βασίζεται στη γνώση του παρόντος.
Σταθερότητα στις αρχές, τις αξίες, και τα ιδανικά δεν σημαίνει αποστέωση ,δεν σημαίνει ότι ό,τιδήποτε γίνεται στο όνομα μιας αφηρημένης «σταθερότητας» είναι σωστό και συμφέρον για τον εργαζόμενο λαό. Σημαίνει μια ζωντανή, δυναμική σχέση που έχει το κίνημα και η πολιτική του με τις αξίες, τις αρχές και τα ιδανικά του. Η ίδια η σταθερότητα, οι ίδιες οι αρχές αξιολογούνται. Και αυτή είναι η ρεαλιστική στάση απέναντι στη σχέση θεωρίας-πραγματικότητας, αντιπαράθεση με τον πραγματισμό, την αναγωγή του σταθερού στο συγκυριακό, του κοινωνικού συμφέροντος στο ατομικό, στο ότι αληθινό είναι ό,τι κάθε φορά με βολεύει, την αναγωγή της θεωρίας σε ευκαιριακή υπηρέτρια της κάθε φορά τρέχουσας πολιτικής