Η εκλογική σύμπραξη στη Γαλλία των ρεφορμιστικών δυνάμεων της Αριστεράς υπό τον Μελανσόν (ΝUPES) προκάλεσε παραλληλισμούς με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου το 1936. Βεβαίως, το Λαϊκό Μέτωπο, παρά τον ρεφορμιστικό χαρακτήρα του, είχε σαφώς προοδευτικότερο χαρακτήρα από το πρόγραμμα του εκλογικού συνασπισμού υπό τον Μελανσόν. Ο σύγχρονος καπιταλισμός όμως δεν επιτρέπει πολυτέλειες παραχωρήσεων. Απαιτείται ανατρεπτικό εργατικό κίνημα, εξάλλου αυτό επέβαλλε και τις μεγαλύτερες κατακτήσεις το 1936, με σκληρό απεργιακό αγώνα.
25/7/-20/8 1935 ● 7ο συνέδριο
της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Μάρτιος 1936 ● Ένωση της ΓΣΕ (CGT) και της Ενωτικής ΓΣΕ.
3 Μαΐου 1936 ● Εκλογικός θρίαμβος του Λαϊκού Μετώπου.
7 Ιουνίου 1936 ● Συμφωνία
του Ματινιόν: οι εργοδότες υποχρεώνονται σε αυξήσεις, σεβαστό
το δικαίωμα της απεργίας.
1 Οκτωβρίου 1936 ● Σεβασμός στην αστική ιδιοκτησία από τον Μπλουμ.
Φεβρουάριος 1937 ● Αναστολή αυξήσεων των μισθών.
Ιούλιος 1937 ● Παραίτηση Λέον Μπλουμ – Διαδοχή από Εντουάρ Νταλαντιέ
Νωπή είναι η σύναψη συμφωνίας της Ανυπότακτης Γαλλίας υπό την ηγεσία του Μελανσόν ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 12ης και 19ης Ιουνίου, με το ΚΚΓ, τους Οικολόγους Πράσινους και τους Σοσιαλιστές, υπό το ακρωνύμιο NUPES («Νέα Οικολογική και Κοινωνική Λαϊκή Ένωση»). Ορισμένα ηχεία της ρεφορμιστικής ρητορικής δράττονται της ευκαιρίας, λόγω της χρονικής σύμπτωσης αυτής της συμφωνίας με την επέτειο της εκλογικής νίκης του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία στις 3 Μαΐου του 1936, για να προεκτείνουν τη χρονική σύμπτωση και σε πολιτική σύμπτωση. Ο παραλληλισμός παραπέμπει σε τραγική ειρωνεία ή αφελή ρομαντισμό. Πρώτο: Γιατί το Λαϊκό Μέτωπο και η κυβέρνηση του, παρά τον ρεφορμιστικό χαρακτήρα τους, είχαν σαφώς προοδευτικότερο χαρακτήρα από το πρόγραμμα του NUPES. Προχώρησαν σε ορισμένες ιστορικές μεταρρυθμίσεις, όπως η καθιέρωση των συλλογικών συμβάσεων, η εβδομάδα των 40 ωρών, η άδεια με αποδοχές, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των εργοδοτών. Πρόκειται για κατακτήσεις που καταργούνται ή καταστρατηγούνται σε ευρεία έκταση από τον σύγχρονο καπιταλισμό. Απεναντίας, ο συνασπισμός του Μελανσόν απλώς αναπαράγει το χιλιοειπωμένο και χιλιοπαραβιασμένο μότο του σύγχρονου ρεφορμισμού για «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», που έρχεται όμως σε κραυγαλέα αντίθεση με τον βάρβαρο ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας.
Δεύτερο: Γιατί η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, παρά τις όποιες θετικές μεταρρυθμίσεις που ψήφισε, ή μάλλον εξαιτίας τους, δεν αποτελεί πρότυπο ενός μακροχρόνιου προοδευτικού μεταρρυθμισμού, στο πλαίσιο του συστήματος έστω, αφού μόλις το 1938 επήλθε η κατάρρευσή της, ως αποτέλεσμα των αγεφύρωτων εσωτερικών αντιθέσεων των πολιτικών συνιστωσών της, της δυσαρμονίας της με το, πολύ πιο προωθημένο απ’τη λαϊκομετωπική κυβέρνηση, εργατικό κίνημα και της αντίδρασης του κεφαλαίου και της πολιτικής εξουσίας του στη διεύρυνση των στόχων και των αγώνων του λαϊκού κινήματος.
Τρίτο: Ο σύγχρονος «αριστερός κυβερνητισμός», όπως κατάφωρα επιβεβαιώνουν τα παραδείγματα Ισπανίας, Πορτογαλίας και στα καθ’ ημάς του ΣΥΡΙΖΑ, είναι οπωσδήποτε πιο συντηρητικός και αστικοποιημένος απ’ τον ρεφορμισμό του Λαϊκού Μετώπου, όπως αποδεικνύει περίτρανα η άνευ όρων συμμόρφωσή τους στη βάρβαρη μνημονιακή πολιτική αλλά και η υποτελής στάση τους στον φιλοπόλεμο ιμπεριαλισμό.
Τέταρτο: Ειδικά στη Γαλλία υπάρχει ο θεσμός του προεδρικού συστήματος, που επιβάλλει τη διανομή της εκτελεστικής εξουσίας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στην κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος σε σοβαρά ζητήματα μπορεί να αποφασίζει χωρίς την έγκριση της κυβέρνησης και της βουλής. Η συγκατοίκηση λοιπόν μιας «προοδευτικής» κυβέρνησης τύπου Μελανσόν με τον πρόεδρο Μακρόν, λάτρη του κράτους έκτακτης ανάγκης, δεν προοιωνίζεται προοδευτική διακυβέρνηση.
Μια πιο αναλυτική αναφορά στη δίχρονη έστω διακυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου επιβεβαιώνει ότι ο σύγχρονος ρεφορμισμός είναι κατώτερος του λαϊκoμετωπικού ρεφορμισμού του μεσοπολέμου.
Οι αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (25/7-20/8 1935) για τη δημιουργία αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου έδωσαν ώθηση στην πολιτική αυτή. Βάση του λαϊκού μετώπου θα αποτελούσε το Ενιαίο Μέτωπο, που θα εξασφάλιζε την ενότητα της εργατικής τάξης. Στο μέτωπο συμπεριλαμβάνονται και δημοκρατικές αστικές δυνάμεις. Στην Αγγλία, επί παραδείγματι, οι κομμουνιστές υποστήριζαν τον σχηματισμό κυβέρνησης από Εργατικούς, διαχωρίζοντάς τους από τους συντηρητικούς και τους φασίστες του Μόσλεϊ. Στη Γαλλία είχαν προηγηθεί οι συζητήσεις για τη δημιουργία Λαϊκού Μετώπου, που δημιουργήθηκε στις 14/7/1935, ενώ τον Μάρτιο του 1936 πραγματοποιήθηκε η ένωση των δύο εργατικών συνομοσπονδιών που υποστήριζαν οι Κομμουνιστές και οι Σοσιαλιστές. Το Λαϊκό Μέτωπο περιλάμβανε αριστερά και δημοκρατικά κόμματα και την πλειοψηφία των συνδικάτων.
Στις εκλογές του Μαΐου 1936 το Λαϊκό Μέτωπο θριαμβεύει. Πρωθυπουργός της κυβέρνησης αναλαμβάνει ο σοσιαλιστής Λεόν Μπλουμ. Η θέση του Μπλουμ και του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι σαφής και οριοθετεί στα συστημικά αστικά όρια την αποστολή της κυβέρνησης, η οποία οφείλει να σεβαστεί τη νομιμότητα. Σύμφωνα με τον Μπλουμ, η δημοκρατική ανάληψη της εξουσίας δεν δίνει το δικαίωμα σε καμία πολιτική δύναμη ή συμμαχία να «χρησιμοποιήσει την εξουσία επαναστατικά». Την 1/10/1936, μιλώντας στη Γερουσία, οριοθετεί τον σεβασμό της καπιταλιστικής οικονομίας: «Η κυβέρνησή μου δεν έχει ούτε την εντολή ούτε την πρόθεση να προβεί σε μία επαναστατική απαλλοτρίωση ορισμένης μορφής της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας». Οι τοποθετήσεις αυτές προσδίδουν αστικορεφορμιστικό δημοκρατικό χαρακτήρα στην κυβέρνηση Μπλουμ.
Εκπρόσωποι της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας προτείνουν εκτεταμένο σχέδιο εθνικοποιήσεων: εθνικοποίηση σιδηροδρόμων, ασφαλίσεων, μεταλλείων, εταιρείας παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, εθνικό έλεγχο των τραπεζών, έλεγχο των σιδηροβιομηχανιών, κρατικό καθορισμό της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων κ.ά. Η έντονη αντίδραση των αστικών μονοπωλίων και της πλειοψηφίας του Λαϊκού Μετώπου περιόρισε σε τρεις τις εθνικοποιήσεις: Της Γαλλικής Τράπεζας, της πολεμικής βιομηχανίας και δημιουργία ενός Εθνικού Γραφείου Σίτου. Ρητά διατυπώνει ο Μπλουμ τη θέση ότι η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου δεν έχει αποστολή να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό αλλά να εφαρμόσει τα συμφωνημένα: «Αυτό το πρόγραμμα οφείλει η κυβέρνηση να πραγματοποιήσει στο ακέραιο».
Η ισχυρή πίεση του εργατικού κινήματος υποχρεώνει τον Μπλουμ σε σημαντικές υποχωρήσεις: στην αναγνώριση των συνδικάτων, στο επίδομα ανεργίας, στην εβδομάδα των 40 ωρών εργασίας, στην αύξηση μισθών και συντάξεων, στις άδειες με αποδοχές, στην ψήφιση νόμου για όργανα εργατικού ελέγχου. Ωστόσο τον Φλεβάρη του 1937 ανακόπτει τις εργατικές μεταρρυθμίσεις, για «να ανακάμψει η οικονομία».