Εισήγηση του Παναγιώτη Μαυροειδή* στην Ημερίδα εργασίας και διαλόγου της Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2022 με κεντρικό θέμα «Ο σύγχρονος καπιταλισμός».
Συντρόφισσες και σύντροφοι, φίλες και φίλοι
Η καπιταλιστική διεθνοποίηση –βασική πλευρά της κεφαλαιοκρατίας από τις απαρχές της- στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό έχει ενισχυθεί σημαντικά.
Παρέμεινε βασική κατεύθυνση του κεφαλαίου –ιδιαίτερα του πολυεθνικού- και μετά την κρίση του 2008-9, παρότι η ίδια η διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου λειτούργησε ως μηχανισμός διάδοσης και γενίκευσης εκείνης της κρίσης. Ακριβώς γιατί είναι μια διαδικασία άρρηκτα συνδεδεμένη με τις εγγενείς τάσεις αναζήτησης μειωμένου εργατικού κόστους, πρώτων υλών, νέων αγορών, ευκαιριών τοποθέτησης πλεονάζοντας κεφαλαίου σε εποχή πτωτικής τάσης για τα ποσοστά καπιταλιστικών κερδών.
Η τάση αυτή εξελίσσεται μέσα από πολλούς μηχανισμούς και διαδικασίες όπως ξένες άμεσες επενδύσεις, χρηματοοικονομικές ροές, ροές εμπορευμάτων, εργατικού δυναμικού, πληροφοριών και άλλες.
Υλοποιείται από πολλά «υποκείμενα» όπως πολυεθνικές πολυκλαδικές επιχειρήσεις , αστικά κράτη, καπιταλιστικές ολοκληρώσεις περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένες, παγκόσμιους ή περιφερειακούς οργανισμούς και συμφωνίες και άλλα.
Ας το πούμε από την αρχή: Η εξέλιξη της καπιταλιστικής διεθνοποίησης όχι μόνο δεν καταργεί τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, αλλά αντίθετα τον απογειώνει. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση δεν αποτελεί τάση ενοποίησης του κόσμου, αλλά αντίθετα εντός της δουλεύει η δυναμική του θρυμματισμού του, ακόμη και μέσω πολέμου.
Λαχανιάζει σήμερα η παγκοσμιοποίηση;
Το ξέσπασμα της πανδημίας τροποποίησε αρκετά δεδομένα, καθώς η έως τότε μορφή «παγκοσμιοποίησης» αποδείχθηκε παράγοντας που επιτάχυνε τη γενίκευση της πανδημίας αλλά επιβράδυνε την αντιμετώπισή της, ενώ παράλληλα αποδείχθηκαν «ευπαθή» κάποια από τα σημεία που προ πανδημίας παρουσιαζόντουσαν ως «ισχυρά χαρτιά» της (π.χ. εφοδιαστικές αλυσίδες).
Επίσης, ήρθαν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση οι γεωπολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις των μεγάλων κυρίως «παικτών» της.
Δρομολογούνται μια σειρά διεργασίες, που ακόμη δεν έχουν πλήρως αποκρυσταλλωθεί.
Η πρώτη αφορά τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, που είναι στην πραγματικότητα αλυσίδες παραγωγής και διακίνησης εμπορευμάτων (ή τμημάτων τους), πρώτων υλών και καυσίμων, αλλά και ταυτόχρονα αλυσίδες υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και λεηλασίας της γης και των φυσικών πόρων –δηλαδή, αλυσίδες απόσπασης υπεραξίας και συμβολής στην πραγμάτωσή της υπεραξίας (μέσω της πώλησης των προϊόντων).
Αυτές οι αλυσίδες αποτέλεσαν στην προ πανδημίας φάση ατμομηχανή της τάσης για καπιταλιστική διεθνοποίηση. Αυτό έγινε διότι έδιναν τη δυνατότητα κερδοφόρας τοποθέτησης υποαξιοποιούμενων κεφαλαίων σε μεγάλο βαθμό λόγω της αξιοποίησης πάμφθηνου εργατικού δυναμικού (ενδεικτικά: το εργατικό κόστος σε Ινδία είναι το 37% αυτού στις ΗΠΑ, της Κίνας το 46% των ΗΠΑ, του Μεξικού το 43% των ΗΠΑ) αλλά και λόγω της εκμετάλλευσης άφθονων γαιών προς καλλιέργεια από τις πολυεθνικές του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος.
Από την άλλη, έδιναν δυνατότητα παραγωγής φτηνότερων προϊόντων που αντιστοιχούσαν στα λεηλατημένα εργατικά εισοδήματα, που είχαν συμπιεστεί από τις περικοπές που επιβλήθηκαν για να αντιμετωπιστεί η κρίση του 2008-9.
Παράλληλα, η λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων ισχυροποιούσε και πολιτικά τη θέση του κεφαλαίου έναντι της εργασίας, καθώς διέλυε ιστορικά βιομηχανικά κέντρα και μετέφερε την παραγωγή σε περιοχές με σχεδόν μηδενική συνδικαλιστική συγκρότηση και δράση.
Ωστόσο, αυτές οι ίδιες οι εφοδιαστικές αλυσίδες από σημαία του κεφαλαίου και της διεθνοποίησης αποδείχτηκαν και αδύναμοι κρίκοι τους. Ας θυμηθούμε μόνο τι επιπτώσεις είχε απλά και μόνο η προσάραξη ενός πλοίου της Evergreen στη διώρυγα του Σουέζ.
Άλλο παράδειγμα: Η πανδημία ξέσπασε στη Wuhan της Κίνας που οι περισσότεροι δεν είχαμε καν ακουστά. Βρέθηκαν όμως 51.000 παγκόσμιες επιχειρήσεις να έχουν τουλάχιστον 1 προμηθευτή α’ επιπέδου στη Γουχάν, ενώ υπήρχαν συνολικά 5 εκ επιχειρήσεις του είχαν 1 τουλάχιστον προμηθευτή 1ου και 2ου επιπέδου. Τα δεδομένα αυτά μαρτυρούν πολλά πράγματα για το μηχανισμό μετάδοσης της πανδημίας.
Οι παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς αξιών του σύγχρονου καπιταλισμού διαμόρφωσαν σε ένα βαθμό το πλαίσιο για την εκδήλωση της COVID-19 και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό το πλαίσιο για την ταχύτατη μετάδοση και εξέλιξή της.
Η ταχύτητα και η χρονική σειρά της μετάδοσης της πανδημίας συνδέονται με τη δομή των παγκόσμιων επικοινωνιών των ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων παραγωγής. Η covid-19 εμφανίστηκε στην Ασία, για να κινηθεί άμεσα στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες με την υψηλότερη διασύνδεση και στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο. Η πρώτη φάση της πανδημίας έπληξε κυρίως τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες. Αντίθετα, χώρες λιγότερο ανεπτυγμένες αρχικά έμειναν σχεδόν ανέπαφες. Η εικόνα αντιστράφηκε πλήρως στα επόμενα κύματα της πανδημίας, όταν αυτή ξέφυγε.
Διατυπώνεται η άποψη ότι ίσως το κεφάλαιο εγκαταλείψει τις εφοδιαστικές αλυσίδες, με συνέπεια την ανάσχεση ή και αντιστροφή της «παγκοσμιοποίησης».
Δεν έχει βάση αυτό το σενάριο.
Φυσικά το πολυεθνικό κεφάλαιο και τα κράτη θα προσπαθήσουν να τις κάνουν πιο «ανθεκτικές», να θωρακιστούν απέναντι στα τρωτά τους σημεία.
Άλλωστε, τα καθηλωμένα εργατικά εισοδήματα (που ήδη αντιμετωπίζουν την ακρίβεια και ίσως συμπιεστούν ακόμη περισσότερο όταν θα κλιμακωθεί και άλλο η ενεργειακή κρίση και χρειαστεί να πληρωθεί ο λογαριασμός των χρεών που συσσώρευσε η αντιμετώπιση της πανδημίας) δεν μπορούν να αντέξουν την αύξηση της τιμής των προϊόντων που η παραγωγή τους θα γίνεται «εντός έδρας» και όχι σε περιοχές πολύ χαμηλού εργατικού κόστους.
Έτσι, λοιπόν, η έως τώρα συζήτηση αφορά κυρίως το «κόντεμα» του μήκους των αλυσίδων αυτών με την αναζήτηση πιο κοντινών περιοχών φτηνού και πάλι εργατικού κόστους. Έτσι βλέπουμε ευρωπαϊκές εταιρείες να αναζητούν εντονότερα δραστηριοποίηση πχ. σε Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία κλπ. Επίσης τον τελευταίο χρόνο, πολλά μεγάλα επιχειρηματικά ονόματα των ΗΠΑ εγκαθίστανται στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, με αποτέλεσμα να έχει ενοικιαστεί το 98% του χώρου για ανέγερση βιομηχανικών ακινήτων και οι τιμές της γης να έχουν αυξηθεί 20%.
Τα όποια προβλήματα στη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων, πολιτικές στιγμές με άρωμα “επιστροφής εντός των εθνικών ορίων” όπως το BREXIT ή η εκλογή του Τράμπ με σύνθημα America First, η αναγκαστική προσφυγή στην περίοδο της πανδημίας στον «αναπνευστήρα» της κρατικής ενίσχυσης οι συγκρούσεις για τους ενεργειακούς πόρους και δρόμους κ.λπ., αποτυπώνουν τάσεις κρίσης και επιβράδυνσης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όχι όμως αντιστροφής της.
Αποτυπώνουν την ενίσχυση των τάσεων ανταγωνισμού καπιταλιστικών κέντρων, την κρίση ενός ορισμένου μοντέλου που σχετίζεται με τον κυρίαρχο ρόλο των ΗΠΑ και τη Δύσης γενικά, αλλά και μαρτυρούν την ανάδυση νέων παικτών και συσχετισμών για την ευρύτερη και βαθύτερη καπιταλιστική διεθνοποίηση, μαζί και την άγρια διαπάλη για αποτύπωση νέου συσχετισμού, διαπάλη που αναπόφευκτα θα πάρει εκτός από οικονομική και πολιτικο-στρατιωτική μορφή.
Η κρίση του 2008-9 φανέρωσε αλλά κι επιτάχυνε τάσεις κλονισμού της ηγεμονίας των ΗΠΑ. Αυτό περιγράφηκε συχνά ως «επιστροφή στο έθνος-κράτος». Ο Τραμπ απλώς το εξέφρασε ηχηρά, η παρουσία του δεν ήταν κάποιο «ατύχημα». Μην ξεχνάμε ότι είχαν προηγηθεί οι ήττες στους πολέμους κατά της «τρομοκρατίας» (με συμβολικό ορόσημο την πρόσφατη αποχώρηση από το Αφγανιστάν), η γιγάντωση του ελλείματος και του χρέους των ΗΠΑ (το χρέος είναι περίπου 130% του ΑΕΠ), η υποβάθμιση της συμμετοχής των ΗΠΑ σε πολυμερείς συμφωνίες και οργανισμούς. Η πανδημία ήρθε συνδυαστικά να επιφέρει ένα ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα σε μια προ-υπάρχουσα κατιούσα πορεία.
Ο κλονισμός της ηγεμονίας των ΗΠΑ γίνεται ταυτόχρονα με την ορμητική οικονομική αλλά και γεωπολιτική ανάδυση της Κίνας, αλλά και άλλων αναπτυσσόμενων και πολυπληθών κρατών Νότου και Ανατολής. Το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο ΑΕΠ από 3,4% το 1990 και 17,4% το 2019, αναμένεται να φτάσει στο 21,4% το 2024. Αντίστοιχα, το μερίδιο των ΗΠΑ και της Ευρώπης από 20% και 21,2% το 1990, έπεσε στο 16% και 15% το 2019, ενώ αναμένεται να φτάσει στο 14,3% και 13,9% το 2024. Εκτός από την ποσοτική ανάπτυξη του κινεζικού καπιταλισμού, κρίσιμο ρόλο έχει η αναβάθμιση της Κίνας στους τομείς της τεχνολογίας και της έρευνας.
Η Κίνα εμφανίζεται πλέον ως ο εγγυητής της εξέλιξης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Είναι φανερό ότι θα επιδιώξει ένα άλμα στη θέση της όχι μόνο οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά. Αξιοποιεί την υποχώρηση των ΗΠΑ και εμφανίζεται ως σημαιοφόρος της «καλής παγκοσμιοποίησης», «μέσω του δίκαιου εμπορίου, και όχι του στρατιωτικού και πολιτικού εξαναγκασμού», όπως δήλωσε ο πρόεδρος Σι. Εμφανίζονται όμως και ενδείξεις «κούρασης» του κινεζικού καπιταλισμού, καθώς η βαθύτερη ένταξη στο διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα τον κάνει επίσης ευάλωτο σε κρίσεις «παραδοσιακού» τύπου (χαρακτηριστική η πρόσφατη φούσκα ακινήτων με κατάρρευση εταιριών-κολοσσών).
Στη διεθνή συζήτηση το δίπολο «παγκοσμιοποίηση ή “επιστροφή στο εθνικό κράτος’’» που τόσο επιπόλαια ενσωμάτωσαν στην ανάλυσή τους και ρεύματα της αριστεράς, συνδέεται πλέον όλο και πιο στενά ή/και αντικαθίσταται από άλλο εξίσου σχηματικό δίπολο «νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός της αχαλίνωτης αγοράς ή παραγωγικός καπιταλισμός με ισχυρή κρατική παρέμβαση και στοιχεία κεντρικού σχεδιασμού», με τον δεύτερο να παρουσιάζεται συχνά από ρεύματα της δεξιάς αλλά και της αριστεράς ως η θεραπεία έναντι του πρώτου.
Παρά το γεγονός ότι το ασιατικό αναπτυξιακό μοντέλο του καπιταλισμού της ισχυρής κρατικής παρέμβασης και στήριξης ειδικά εταιρειών γιγάντων (κρατικών ή ιδιωτικών), έχει ορατές διαφορές στη θεωρία και στην πράξη από τις διδαχές περί «λιγότερου κράτους» και «αόρατου χεριού της αγοράς», δεν αναιρούνται τα κοινά, ουσιώδη εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν τον καπιταλισμό ως ενιαίο κοινωνικό υπόδειγμα.
Ορισμένα στοιχεία που ξεχωρίζουν:
Πρώτο: Δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός καμιάς παραλλαγής χωρίς ισχυρό ρόλο του «γενικού επιτελείου» της αστικής τάξης, δηλαδή του κράτους.
Δεύτερο: δεν μπορεί κανένα αστικό κράτος να είναι αποτελεσματικό στο συνολικό του ρόλο, στη εσωτερική και τη διεθνή αρένα, στο βαθμό που δεν επιτυγχάνει τελικά κερδοφόρα εργασιακή εκμετάλλευση και πολιτική ηγεμόνευση στο εσωτερικό.
Αυτοί οι «νόμοι» είναι που τελικά καθορίζουν τόσο τη φύση του Κινεζικού κράτους ως παράγοντα καπιταλιστικής ανάπτυξης και μάλιστα αναγέννησης του παγκόσμιου καπιταλισμού όσο και τα όρια των «αριστερών κυβερνήσεων» στη Δύση που φιλοδοξούν να «κυβερνήσουν» το κράτος.
Την ίδια στιγμή, στο πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο ο συσχετισμός είναι συντριπτικός υπέρ του στρατοπέδου ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η διαμόρφωση του συσχετισμού στο γεωπολιτικό πεδίο είναι αδύνατο να προβλεφθεί με ασφάλεια. Το μόνο βέβαιο είναι ότι είμαστε ήδη στην εποχή όπου γίνεται αγώνας ζωής και θανάτου για την αποτύπωση μιας νέας ηγεμονίας στον κόσμο.
Δύο μήνες πριν τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το πολεμικό αμόκ που ακολούθησε στη Δύση, στο πρώτο κείμενο εργασίας στο πλαίσιο της ομάδας, είχαμε διατυπώσει κάποιες πιθανές υποθέσεις:
Πρώτη υπόθεση: Διατήρηση της ηγεμονίας και κυριαρχίας των ΗΠΑ και της Δύσης, μέσα από μια υπερ-επιθετική πρωτοβουλία, δηλαδή με μια άνευ προηγουμένου προσφυγή στην οικονομική και πολεμική βία, όχι μόνο επί της Κίνας ή της Ρωσίας. Σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως γεωπολιτικές πυριτιδαποθήκες, κρίσιμες για την παγκόσμια ηγεμονία, όπως η Ανατολική Ευρώπη, ο Ειρηνικός, η Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και αλλού, η τακτική των ΗΠΑ φαίνεται πως είναι η παγίωση της αστάθειας με αποτέλεσμα τον παροξυσμό των πολεμικών συγκρούσεων, την ολοκληρωτική διάλυση κρατών και τη δημιουργία προτεκτοράτων. Η στρατηγική περικύκλωσης της Ρωσίας είναι σταθερή και αναπτύσσεται συνεχώς ανοίγοντας νέα μέτωπα.
Προς το παρόν, η στρατιωτική αντιπαράθεση με την Κίνα μοιάζει μακρινό σενάριο, ωστόσο εκδηλώνονται κινήσεις αναβάθμισης μιας επιθετικής τακτικής και στον Ειρηνικό με τη συμφωνία AUKUS, την αμφισβήτηση του status quo σε Ταιβάν και Χονγκ Κονγκ, τη συμμαχία ΗΠΑ- Φιλιππίνων (με αστάθεια και με Βιετνάμ) στη Σινική Θάλασσα. Στο εσωτερικό αυτού του ηγεμονικού πόλου ωστόσο, οι αντιθέσεις είναι επίσης μεγάλες. Οι ηπειρωτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία) πέφτουν σε σημαντική γεωπολιτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, πλήττονται από το νέο «σιδηρούν παραπέτασμα» με τη Ρωσία και τον πόλεμο με την Κίνα.
Η Ρωσία είναι ο κύριος προμηθευτής της ΕΕ σε πετρέλαιο (27% των εισαγωγών, στοιχεία 2019), άνθρακα (47%) και φυσικό αέριο (41%). Υποθέτοντας μείωση κατά το ήμισυ της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου και αύξηση του κόστους κατά 50% για τις νέες αποστολές από μη Ρώσους προμηθευτές (βασικά τις ΗΠΑ), ο επιπλέον λογαριασμός θα είναι 25 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022. Οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου θα ανέρχονται σε 370 δισεκατομμύρια ευρώ έναντι 60 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2019 και ευρώ 170 δισεκατομμύρια το 2021. Για να έχουμε μια σαφή εικόνα για τα πραγματικά αίτια του πολέμου στην Ουκρανία, πρέπει να θυμηθούμε τον 2ο βόρειο αγωγό αερίου που είχαν κάνει συνεταιρικά Ρωσία-Γερμανία, αλλά και τις τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές για υγροποιημένο φυσικό αέριο στις ΗΠΑ, οι οποίες φιλοδοξούν όχι μόνο να πλήξουν οικονομικά και στρατηγικά τη Ρωσία, αλλά και να καταστήσουν πιο πιστό σύμμαχο αλλά και αδύναμο πελάτη την Ευρώπη. Με λίγα λόγια: Πόλεμος των αγωγών, πόλεμος των αγορών, πόλεμος των κεφαλαίων και των ανταγωνισμών τους.
Δεύτερη υπόθεση: Κατάκτηση ηγεμονίας από την Κίνα μέσα από συμμαχίες. Η συμμαχία Κίνας-Ρωσίας έχει διαμορφώσει έναν ισχυρό πυλώνα σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η Κίνα δεν διαθέτει στρατιωτική παρουσία εκτός των συνόρων της και η στρατηγική της είναι η εξάπλωση της οικονομικής και πολιτικής επιρροής της μέσω της Πρωτοβουλίας “One belt, one road” (ΟΒΟR), της πρωτοκαθεδρίας στο 5G, της πρωτοβουλίας “Made in China 2025”, που θα της επιτρέψει να γίνει πρώτη τεχνολογική δύναμη το 2024 και της ενοικίασης τεράστιων καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε άλλες χώρες. Η παρουσία της στον Ινδικό Ωκεανό, την Αφρική αλλά και τη Λατινική Αμερική ενισχύεται με γρήγορο ρυθμό. Η στρατηγική της ενδυναμώνεται μέσω της συμμαχίας της με τη Ρωσία, που είναι στρατιωτική υπερδύναμη και χώρα με το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο. Κίνα και Ρωσία από κοινού μιλούν για αντικατάσταση της ηγεμονίας του ατλαντισμού με μια «πολυπολική ηγεμονία» την οποία ήδη αποτυπώνουν με πλέγμα συμμαχιών συμφέροντος με χώρες όπως Ινδία, Βραζιλία, Πακιστάν, Ιράν, Τουρκία, ακόμη και Σαουδική Αραβία.
Αν παρακολουθήσει κανείς τα ρωσικά κρατικά μέσα μετά την εισβολή στην Ουκρανία θα διαπιστώσει ότι συνδέουν τα γεγονότα αυτά με την επιλογή της Ρωσίας να μπει επικεφαλής της πρωτοβουλίας για το «τέλος της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας της Δύσης». Μπορεί αυτά να ακούγονται αλαζονικά ή/και να προκαλούν ανατριχίλα ισχυρισμοί ότι «το μέλλον της ανθρωπότητας βρίσκεται στα χέρια των Ρώσων στρατιωτών» (πρακτορείο RIA Novosti), όμως βασίζονται σε στρατηγικές επιλογές που προετοιμάζονται από καιρό, που έχουν αποτυπωθεί μεταξύ των άλλων με κοινές δηλώσεις Πούτιν και Σι.
Ανεξάρτητα από την εξέλιξη και τις τάσεις που διαμορφώνονται, κοινό πεδίο είναι η άνοδος της πολεμικής απειλής και η έκρηξη του εθνικισμού. Η μετάβαση σε μια νέα ιστορική εποχή είναι δύσκολο να γίνει χωρίς ολοκληρωτικές ή «υβριδικές» μορφές πολέμου. Οι πόλεμοι «δι’ αντιπροσώπων» πληθαίνουν και γίνονται όλο και πιο αιματηροί. Πλέον όμως έχουμε και άμεση εμπλοκή, αλλά και ανοιχτή απειλή για χρήση των πυρηνικών όπλων (δηλώσεις Πούτιν), που είναι πολύ σοβαρή εξέλιξη. Οι πολεμικές πιστώσεις θυμίζουν παραμονές πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Η Γερμανία ανήγγειλε πολεμικές δαπάνες 100 δις. Αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 8,1% σε σχέση με φέτος προβλέπει το σχέδιο δαπανών του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ για το 2023, που θα φτάσουν σε ρεκόρ, ύψους 813 δισ.
Πώς πορεύτηκαν, εντός όλου αυτού του πλαισίου, οι διεθνείς καπιταλιστικές ολοκληρώσεις;
Σε πολλές περιπτώσεις κλονίστηκαν και σε άλλες αμφισβητήθηκαν (κυρίως από τα πάνω), σε κάποιες φάνηκε ότι το υφιστάμενο επίπεδο ενοποίησης είναι κατώτερο των αναγκών (π.χ. στο να δράσει η ΕΕ με ενιαίο τρόπο για την πανδημία) ενώ σε μερικές ακόμη οι συγκρούσεις μεταξύ των μελών τους (π.χ. κατανομή πόρων Ταμείου ανάκαμψης) σε τίποτα δεν θύμιζαν κατοίκους «κοινού σπιτιού».
Ωστόσο, δεν υποχώρησαν ούτε αποδιαρθρώθηκαν∙ αντιθέτως, μετά από επαναδιαπραγματεύσεις βαθαίνουν τον αντιδραστικό -για τον κόσμο της εργασίας- χαρακτήρα τους. Επιπλέον, με την προοπτική μιας ενεργειακής κρίσης διαρκείας και τον επανασχεδιασμό της λειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων, οι μορφές ολοκλήρωσης γίνονται πιο αναγκαίες.
Στη Βόρεια Αμερική, η NAFTA βρέθηκε στο στόχαστρο τόσο του Τραμπ, όσο και του Ομπραδόρ, του νέου προέδρου του Μεξικού που εκλέχτηκαν με μια ρητορική ενίσχυσης της εθνικής κυριαρχίας. Μετά από διαπραγματεύσεις, η NAFTA ωστόσο παραμένει και μάλιστα ενισχυμένη στις πολιτικές επιπτώσεις της: π.χ., με τη συμφωνία ελέγχου της μετανάστευσης από κοινού και προς τις φτωχότερες χώρες της κεντρικής Αμερικής.
Η ΕΕ ως η ανώτερη μορφή οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης στον κόσμο, γνώρισε αλλεπάλληλες κρίσεις με το χρέος των χωρών του Νότου και στη συνέχεια με το Brexit. Παράλληλα, η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων σε κυβερνήσεις στην ανατολική Ευρώπη (Ουγγαρία, Πολωνία) αλλά και σε κυβερνητικούς συνασπισμούς στη δυτική (Ιταλία, Αυστρία) επιδείνωσε την εικόνα κρίσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, η ΕΕ κατάφερε να βγει πιο ενισχυμένη από τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, με παράλληλη ενίσχυση του ειδικού βάρους της Γερμανίας στο εσωτερικό της. Η επιβολή των μνημονίων και των σχετικών με αυτά «μεταρρυθμίσεων» άνοιξε τον δρόμο της βαθύτερης ολοκλήρωσης υπό την ηγεμονία του γερμανικού κεφαλαίου. Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, η ενσωμάτωση των μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και της αμφισβήτησης της ΕΕ και του ευρώ την περίοδο 2010-15 με την ήττα και συστημική ενσωμάτωση κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Podemos, τα 5 Αστέρια κ.ά., ενίσχυσαν τελικά τον «ευρωπαϊσμό», καθώς παρουσιάστηκαν ως αδύνατες αλλαγές σε φιλολαϊκή κατεύθυνση σε κόντρα με την ΕΕ. Το Brexit, παρά τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε, ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τον γαλλογερμανικό άξονα, καθώς αφαίρεσε από το εσωτερικό της ΕΕ μια δύναμη που λειτουργούσε ως εργαλείο των ΗΠΑ.
Σήμερα εμφανίζεται ένας νέος «διχασμός» Δύσης-Ανατολής εντός της ΕΕ. Οι κυβερνήσεις των χωρών της δυτικής Ευρώπης εμφανίζονται ως θεματοφύλακες των «ευρωπαϊκών αξιών» ενάντια στην οπισθοδρομική πολιτική χωρών της ανατολικής σε ζητήματα που αφορούν τη δικαστική εξουσία, το φύλο, τον έλεγχο των ΜΜΕ. Η σύγκρουση αυτή, ωστόσο, μένει σε επίπεδο ρητορείας. Είναι ενδεικτικό ότι τα δύο πρόσωπα που υποτίθεται ότι πρεσβεύουν τα διαφορετικά στρατόπεδα εντός της ΕΕ, ο Μακρόν και ο Όρμπαν, ακολουθούν την ίδια πολιτική στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων αλλά και στον περιορισμό ακόμα και βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Μια σύντομη ματιά στη δική μας γειτονιά.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε την κοινωνική και πολιτική σταθεροποίηση της αστικής μνημονιακής λαίλαπας και το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου συμμαχιών με τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση της ΝΔ ήρθε με φιλοδοξίες -εκτός από την επίθεση στα κοινωνικά εργασιακά ζητήματα – για στρατηγική αναβάθμιση της θέσης της αστικής τάξης στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, πόνταρε σε ρόλο δεύτερου Ισραήλ στο πλευρό των ΗΠΑ, στις συμμαχίες πολέμου με Ισραήλ και Αίγυπτο και στα deals εξορύξεων στις διεθνείς θάλασσες σε μια ΑΟΖ (projects που είχε ανοίξει ο ΣΥΡΙΖΑ) που δεν έχει καν ανακηρυχθεί, με παράλληλο αποκλεισμό της Τουρκίας. Η στρατηγική αυτή έχει υποστεί ήδη σημαντικό πλήγμα. Η Τουρκία αναβαθμίζει τη θέση της, ισορροπώντας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, αποκαθιστά τη σχέση με το Ισραήλ και τα ΗΑΕ, αλλά ζωντανεύει επίσης και τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με Γαλλία, ενώ αναβαθμίζει τις πάντα καλές σχέσεις με Ιταλία και Ισπανία. Η αντίδραση της κυβέρνησης της ΝΔ και της αστικής τάξης εντελώς προβλέψιμα είναι να δηλώσει ΝΑΤΟικότερη των ΝΑΤΟικών με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το νέο αυτό διεθνές, γεωπολιτικό και γεωοικονομικό πλαίσιο, οι νέες θανάσιμες αντιθέσεις εντός του, θα επανα-διαμορφώσουν τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα της αστικής πολιτικής, αλλά και τα πολιτικά ρεύματα εντός των εργατικών λαϊκών στρωμάτων και της αριστεράς.
Το αστικό «κοσμοπολίτικο» μπλοκ αποδυναμωμένο από τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας, αλλά και με τη δυναμική που παίρνουν τα πράγματα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, δανείζεται όλο και περισσότερο στοιχεία πολιτικής της alt right, μετριάζοντας τη ρητορική περί παγκοσμιοποίησης και ανεβάζοντας τους εθνικούς τόνους, με μπόλικη αντικινέζικη και αντιρωσική φιλολογία και περίσσιο αντικομουνισμό, με εμφατικό παράδειγμα τη διοίκηση Μπάιντεν.
Στο «αριστερό» του άκρο, ρεύματα τύπου Μελανσόν, Die Linke ή ΣΥΡΙΖΑ, παρουσιάζουν όλο και πιο συχνά την προσθήκη «δημόσιων πολιτικών» στη λειτουργία των αστικών κρατών ως «εναλλακτική στο νεοφιλελευθερισμό».
Ποικίλα ρεύματα στην αριστερά, φαίνεται πρόθυμα να αρκεστούν σε μια τέτοια προσέγγιση, ενώ αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η λαθεμένη άποψη ότι η Κίνα αποτελεί τον «υπαρκτό σοσιαλισμό στην εποχή μας», όπου εφαρμόζεται η «Νέα Οικονομική Πολιτική» και «ανάπτυξη του κρατικού καπιταλισμού» ως αναγκαίο στάδιο για τον …κομμουνισμό.
Η λεγόμενη «ριζοσπαστική» δεξιά με ποικίλες μορφές -από τον νεοφασισμό τύπου Μπολσονάρου έως τον ευρωσκεπτικισμό στην Ευρώπη- με κοινή συνισταμένη την επιθετική αστική πολιτική, την διαπραγμάτευση μιας καλύτερης θέσης για την αστική τάξη κάθε χώρας μέσα στο πλαίσιο καπιταλιστικής διεθνοποίησης και τον εθνικιστικό παροξυσμό, επιχειρεί να ισχυροποιηθεί μέσα και από υιοθεσία όλων των ανορθολογικών ρευμάτων που βγαίνουν στην επιφάνεια.
Οι τάσεις αμφισβήτησης ακόμα και των επιτευγμάτων του Διαφωτισμού και της δυτικής αστικής δημοκρατίας σε Ευρώπη-Αμερική δεν είναι «ατυχήματα», αλλά δηλώνουν διεργασίες που αναφύονται εντός του καπιταλισμού σε μια εποχή κρίσης και γεωπολιτικής ταραχής. Σε χώρες της περιφέρειας όπως η Ινδία, Τουρκία ή η Ινδονησία, η άνοδος ηγετών που μιλούν στο όνομα του εθνικισμού και ενισχύουν τον θρησκόληπτο ανορθολογισμό συνοδεύεται από μεταρρυθμίσεις-τομές για το πλήρες άνοιγμά τους στην αγορά και τον πιο άγριο καπιταλισμό (π.χ. αγροτική μεταρρύθμιση στην Ινδία, νόμος για επενδύσεις στην Ινδονησία). Σε πολιτικό επίπεδο, τα κοσμικά κράτη και τα κόμματα που τα συγκρότησαν στον προηγούμενο αιώνα (π.χ. κεμαλιστές στην Τουρκία, Κόμμα Κογκρέσου στην Ινδία, Εργατικό Κόμμα στο Ισραήλ, Μπάαθ στον αραβικό κόσμο) υποχωρούν, δίνοντας τη θέση τους σε εθνικιστικά-θρησκευτικά κόμματα με ακραία νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική.
Κρίσιμη είναι η συζήτηση για τον πόλεμο, συχνά από-πλαισιωμένη από τις συνθήκες στις οποίες αυτός έρχεται στο προσκήνιο και από τις τάσεις εξέλιξης του καπιταλισμού και των αντιθέσεων και ανταγωνισμών παγκόσμια
Δε θα αναφερθώ διεξοδικά. Ωστόσο, ζητώ να θυμηθούμε μια καίρια τοποθέτηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ενώ μαινόταν ο Μεγάλος Πόλεμος:
«Η ιμπεριαλιστική πολιτική δεν είναι το έργο μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών Είναι το προϊόν τής παγκόσμιας εξέλιξης του καπιταλισμού σέ μια δοσμένη στιγμή τής ωρίμανσής του. Είναι από την ίδια του την φύση ένα διεθνές φαινόμενο, ένα αδιάσπαστο σύνολο πού δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε παρά μόνο μέσα μέσα στις αμοιβαίες σχέσεις απ’ τίς οποίες καμιά χώρα δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί».
Ο μαρξισμός εστιάζει στις αντικειμενικές αντιθέσεις που διαμορφώνονται στην πραγματική -και πάντα δυναμική- οικονομική και πολιτική ζωή, την εξέλιξή της σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, τη σύνδεσή της με τα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων και τη διαπάλη τους. Δεν υπάρχει καμία σημαντική κρίση που συνδέεται με πόλεμο, πολύ περισσότερο στην εποχή του καπιταλισμού, που να μην έχει ως καθοριστικό υπόβαθρο τον ανταγωνισμό διαφορετικών πόλων των εκμεταλλευτριών τάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας και ισχυρών καπιταλιστικών κρατών/οργανισμών διεθνώς και ταυτόχρονα που να μη διαμορφώνει αντίθετες εσωτερικές δυναμικές των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων τάξεων και στρωμάτων.
Στη μεγάλη εικόνα του κόσμου, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ χρησιμοποιούν το στρατιωτικό πλεονέκτημα ως αντιστάθμιση στην οικονομική ανάδυση της Κίνας και τη διαμόρφωση του σινο-ρωσικού άξονα. Ουσιαστικό στοιχείο αποτελεί η ΝΑΤΟική περικύκλωση της Ρωσίας. Θέλουν να φτάσουν μια ανάσα από τη Ρωσία με ικανότητα καταστροφής της, να σπάσουν τον άξονα κοινού εμπορο-επιχειρηματικού συμφέροντος Ρωσίας-Γερμανίας στο πεδίο της ενέργειας, να ενώσουν αποφασιστικά μεγάλους και μικρούς συμμάχους, μαζί και κυβερνήσεις μαριονέτες όπως η Ουκρανική στο πλαίσιο της διαρκούς επέκτασης του ΝΑΤΟ, αλλά και της ανάγκης των ΗΠΑ να μεταφέρουν δυνάμεις στον Ειρηνικό. Η Ελλάδα είναι οργανικό μέρος του επιθετικού άξονα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, ενώ με την φιλοξενία των βάσεων των ΗΠΑ αποτελεί αντικειμενικά στρατιωτικό στόχο της Ρωσίας.
Η προβολή ισχύος της Ρωσίας σε αυτό που θεωρεί αυτοκρατορικά «αυλή» της, δεν αφορά μόνο τη «γειτονιά» της. Φιλοδοξεί, όχι την «αναστήλωση της ΕΣΣΔ», αλλά την αίγλη και την ισχύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας σε ρόλο ισχυρής παγκόσμιας πυρηνικής δύναμης, ένας στόχος που δε θα μπορούσε να διεκδικηθεί παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποστήριξη της οικονομικής ανόδου της Κίνας. Ο σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένος ρωσο-κινέζικος άξονας, στηριγμένος μεταξύ των άλλων στον άγριο συνδυασμό παλιών και νέων μεθόδων εργασιακής εκμετάλλευσης στην αχανή παραγωγή της Κίνας, αλλά και τη στέρηση βασικών πολιτικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, έχει συνδυαστικά τη δυνατότητα και σαφή επιδίωξη για διαμόρφωση ενός νέου ηγεμονικά άξονα σε αντικατάσταση και με ήττα των ΗΠΑ.
Η είσοδος στη νέα πολεμική εποχή, απαιτεί επανεξέταση των πολιτικών και θεωρητικών εργαλείων, «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», αλλά και αναστοχασμό πάνω στην ίδια την «ορολογία» που δεν είναι χωρίς σημασία. Η απόσπαση της Λενινιστικής ανάλυσης για τον ιμπεριαλισμό από την ουσία της, δηλαδή την αντιδραστική ωρίμανση του καπιταλισμού και τη φονική εξέλιξη του ανταγωνισμού στο πλαίσιό του, η ταύτιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής με αυτή του ως τώρα ηγεμόνα, δηλαδή των ΗΠΑ και μόνο, αλλά και η κατανόηση του καπιταλισμού γενικά αποκλειστικά στη μορφή συγκεκριμένου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στη Δύση, έχουν συνέπειες την πολιτική αμηχανία, την αδύναμη προβλεπτική ικανότητα και τελικά προβληματικές τοποθετήσεις.
Το κρίσιμο θέμα είναι η συγκρότηση ενός μαζικού, διεθνούς, ανεξαρτήτου «στρατοπέδου» των λαών που θα απειλήσει την πολεμική στρατηγική, χωρίς να μπαίνει στην ουρά κανενός πόλου του πολέμου. Αν αυτός δεν υπάρξει με διακριτό, μαχητικό, επαναστατικό πνεύμα, τότε οι τακτικές απαντήσεις θα αποδειχτούν αν όχι αυτοκτονικές, τουλάχιστον αδύναμες να επηρεάσουν τα πράγματα, καθώς θα αιχμαλωτίζεται κάτω από ξένες σημαίες. Γενικότερα, το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανεξαρτησία της εργατικής πολιτικής και κομμουνιστικής απάντησης συνολικά για την ανθρωπότητα στη σημερινή εποχή, για το σύνολο των μεγάλων θεμάτων της εποχής μας, από την εργασία ως την περιβαλλοντική κρίση, από τη δημοκρατία έως την συνύπαρξη των ανθρώπων και των λαών, σε αναζήτηση ενός νέου γύρου σοσιαλισμού/κομμουνισμού, ενάντια στο πλαίσιο βίας και νεκροφιλίας, πολέμου και καταστροφής που εγγενώς συγκροτεί ο καπιταλισμός.
Ο Παναγιώτης Μαυροειδής είναι μέλος της πανελλαδικής γραμματείας της Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα