Γιώργος Παυλόπουλος
Τα μίντια υπηρετούν και αντιπροσωπεύουν μια κρίσιμη λειτουργία του συστήματος εξουσίας και, γι’ αυτό, χειραγωγούνται ασφυκτικά
Επί περίπου δύο ώρες, το μεσημέρι της περασμένης Τετάρτης 19 Ιανουαρίου, στις οθόνες των τηλεοπτικών καναλιών της Ελλάδας, ιδιωτικών και δημόσιων, δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από τα έξι γαλλικά Ραφάλ που θα προσγειώνονταν στην Τανάγρα, αφού πρώτα θα πετούσαν πάνω από την Ακρόπολη. Το θέμα κυριαρχούσε, επίσης, στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, που έκαναν ένα διάλειμμα από τα υπόλοιπα αγαπημένα θέματά τους – ενώ οι γκροτέσκες εικόνες των παπάδων που ευλογούσαν τις μηχανές του θανάτου και τον οπλισμό τους προβάλλονταν δίχως ντροπή.
Με τον τρόπο αυτό, καναλάρχες και εκδότες ανταπέδωσαν στην κυβέρνηση ένα μέρος από τα πλούσια «δώρα» που τους έχει προσφέρει, προσφέροντάς της πολλαπλές υπηρεσίες: Κάνοντας ένα μαζικό… εμβόλιο αμνησίας σε ένα λαό που έχει δει να χάνονται μέχρι στιγμής περισσότεροι από 22.000 συνάνθρωποί μας από την Covid. Κρύβοντας επιμελώς το γεγονός ότι με μόλις δύο από τα νέα μαχητικά θα μπορούσαν να φτιαχτούν και να επανδρωθούν όλες οι νοσοκομειακές κλίνες, απλές και ΜΕΘ, που απαιτούνται για να μην πεθαίνουν τόσοι άνθρωποι – και με τρία-τέσσερα να λυθούν τα προβλήματα των σχολείων. Προπαγανδίζοντας ξεδιάντροπα την «επιτυχία» του Μητσοτάκη και της ΝΔ, που κατάφεραν οι πρώτες παραδόσεις να γίνουν σε χρόνο-ρεκόρ (σε αντίθεση, φυσικά, με αυτά που έχει πραγματική ανάγκη ο λαός). Και φυσικά, τονώνοντας το αίσθημα του πατριωτισμού – αν όχι του ακραίου εθνικισμού, που θέλει για όλα να φταίνε οι άλλοι που επιτίθενται, τη στιγμή που «εμείς» αμυνόμαστε – το οποίο τόσο αναγκαίο τους είναι όταν πρέπει να «θάψουν» την ταξική φύση των εγκλημάτων που συντελούνται.
Τα ΜΜΕ της Ελλάδας – ή, τουλάχιστον, η μεγάλη τους πλειοψηφία – έκαναν και σε αυτή την περίπτωση ακριβώς ό,τι θα περίμενε κανείς να κάνουν. Προπαγάνδισαν ξεδιάντροπα την κυρίαρχη γραμμή της αστικής τάξης και του κεφαλαίου, με μια μονοφωνία την οποία τα ίδια θα είχαν σπεύσει να καταγγείλουν ως βαθιά αντιδημοκρατική εάν προερχόταν από τη Ρωσία και την Κίνα, τη Βενεζουέλα και την Κούβα, ακόμη και την Τουρκία. Μας έχουν συνηθίσει, άλλωστε, να το κάνουν σε όλα τα σημαντικά γεγονότα, όπως αποδεικνύει η στάση τους την περίοδο του δημοψηφίσματος το 2015, η συστηματική δυσφήμιση των κοινωνικών αγώνων και η διαστρέβλωση των θέσεων των πρωταγωνιστών τους, τα ασφυκτικά ελεγχόμενα και κατευθυνόμενα «ρεπορτάζ» και πολλά ακόμη.
Σε αυτό το φόντο, το σύνθημα «αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι» μοιάζει πιο επίκαιρο παρά ποτέ για την πλειοψηφία της κοινωνίας, που αντιμετωπίζει τον κλάδο ως εχθρό, στο σύνολό του και συνήθως χωρίς διακρίσεις. Όσο για τους χιλιάδες ανθρώπους που εργάζονται στις γαλέρες των σημερινών ελληνικών ΜΜΕ, με εργασιακές σχέσεις και αμοιβές εξαθλίωσης, τις οποίες άλλοι κλάδοι μόλις τώρα αρχίζουν να βιώνουν σε όλη τους την έκταση, δείχνουν να μην έχουν πια φωνή. Εγκλωβισμένοι στη φρενίτιδα των κλικ, της τηλεθέασης και της ακροαματικότητας, υπό τον διαρκή εκβιασμό της απόλυσης για μη τήρηση της «γραμμής», ακολουθούν στη μεγάλη τους πλειοψηφία το «ρεύμα», καθώς αισθάνονται ότι εάν επιλέξουν να πάνε κόντρα δεν έχουν από κάπου να πιαστούν.
Γνωρίζουν και διαπιστώνουν, άλλωστε, ότι το κυβερνητικό (και συνολικά το αστικό) σύστημα δεν διστάζει να στείλει προειδοποιητικά μηνύματα προς όλους όσοι διανοηθούν να αμφισβητήσουν την εκδοχή του ή να αποκαλύψουν άλλες πλευρές από αυτές που έχουν επιλεγεί. Το επιχειρεί δε με απειλές και διώξεις απολύτως στοχευμένες: Πότε εναντίον μελών του αντίπαλου «στρατοπέδου» (όπως στην περίπτωση του εκδότη της εφημερίδας Documento και της Γ. Παπαδάκου) ή άλλων «ενοχλητικών», όπως ο Τάσος Σαραντής, ο Νίκος Μπογιόπουλος και ο Άρης Χατζηστεφάνου και πότε με προπηλακισμούς και απειλές σε βάρος δημοσιογράφων ή φωτορεπόρτερ που είχαν την… ατυχία να βρεθούν τη λάθος ώρα στο λάθος μέρος – όπως πρόσφατα ο Χρήστος Αβραμίδης και ο Θ.Κ στη Θεσσαλονίκη και παλιότερα ο Μάριος Λώλος, η Τατιάνα Μπόλαρη και άλλοι.
Είναι, πλέον, πασιφανές. Τα μίντια υπηρετούν και ταυτόχρονα αντιπροσωπεύουν μια κρίσιμη λειτουργία του αστικού συστήματος εξουσίας και για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν να αφεθούν στην τύχη τους. Ο έλεγχος με στόχο την πειθάρχηση πρέπει να είναι διαρκής και ασφυκτικός, ειδικά σε περιόδους κρίσης και αστάθειας του συστήματος. Φροντίζοντας, παράλληλα, να κλείσουν οι «ρωγμές» που υπάρχουν στα αποκαλούμενα «κοινωνικά μέσα» και συχνά εκθέτουν ανεπανόρθωτα το κυρίαρχο αφήγημα και αποκαλύπτουν πόσο σάπιο είναι το βασίλειό τους.
Πρωτοβουλία για την Ανατροπή:
«Σφήνα» στη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ στην ΕΣΗΕΑ
Με βάση τη μεγάλη εικόνα και τον καίριο συστημικό ρόλο που διαδραματίζουν τα αστικά ΜΜΕ, δεν προκαλεί έκπληξη η επιλογή της συγκυβέρνησης ανάμεσα στις παρατάξεις της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στην ΕΣΗΕΑ, το ταμείο του ΕΔΟΕΑΠ και άλλα θεσμικά όργανα πανελλαδικά. Είναι ένα μοντέλο, άλλωστε, που – όχι τυχαία – κυριάρχησε σταδιακά στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, όταν η χώρα αντιμετώπιζε τη μία κρίση μετά την άλλη.
Ο στόχος είναι προφανής και διπλός: Αφενός, να στέλνεται ένα ενιαίο μήνυμα προς τον λαό, καθώς οι πολιτικές δυνάμεις που προαναφέρονται εκφράζουν και εξυπηρετούν ουσιαστικά τα ίδια συμφέροντα – με παραλλαγές. Και αφετέρου, να περάσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα το πογκρόμ που εξαπολύθηκε σε βάρος των χιλιάδων εργαζομένων του κλάδου, με λουκέτα, απολύσεις, μειώσεις μισθών, εντατικοποίηση και πλήρως ελαστικές σχέσεις εργασίας.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, εδώ και χρόνια, η Πρωτοβουλία για την Ανατροπή και τα αγωνιστικά, ανυπόταχτα σχήματα με τα οποία συνεργάζεται στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, αποτέλεσε μια αιρετική φωνή. Μια «σφήνα» στα πλευρά του συστήματος και της συγκυβέρνησης, που δεν σταμάτησε να τους ενοχλεί και δεν επέτρεψε, με τις θέσεις και την παρέμβασή της, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, να επικρατήσει «σιγή νεκροταφείου».
Αυτό επιδιώκει να συνεχίσει η Πρωτοβουλία με τη συμμετοχή της και σε αυτές τις εκλογές για το ΔΣ και το Μικτό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, που διεξάγονται από τις 27 μέχρι τις 31 Ιανουαρίου. Γι’ αυτό και ζητά τη στήριξη όσων δημοσιογράφων εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα πράγματα πρέπει και μπορούν να πάνε αλλιώς!