Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Αφιέρωμα: ∆έκα χρόνια χωρίς τον Κώστα Τζιαντζή
Γραμματέας Σπουδάζουσας της ΚΝΕ στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, μια από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ που βγήκαν από τον αντιδικτατορικό αγώνα, ψυχή του ΝΑΡ μετά τη διάσπαση του 1989, ο Κώστας Τζιαντζής άσκησε έντονη επίδραση σε αριστερούς αγωνιστές κάμποσων γενιών και περισσότερων πολιτικών χώρων. Αν η παρανομία, στα χρόνια της χούντας, διαμόρφωσε τον επαναστατικό του χαρακτήρα, η πολιτική του κληρονομιά καθορίστηκε, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, κυρίως από τη στάση του απέναντι στις δραματικές εξελίξεις, στα τέλη της δεκαετίας του ’80- όχι τόσο στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, αυτήν καθ’ εαυτήν, όσο στον ιστορικό εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος, σε Ανατολή και Δύση.
Πολλοί δρόμοι άνοιξαν τότε, για όλους μας: ανοιχτό ξεπούλημα, έντιμη ιδιώτευση, πίστευε και μη ερεύνα το Κόμμα (πάντα με κάπα κεφαλαίο, παρότι το ηθικό του κεφάλαιο είχε απομειωθεί), αναζήτηση ασφάλειας σε κάποιον -ισμό του παρελθόντος (σταλινισμό, τροτσκισμό, μαοϊσμό, αναρχοσυνδικαλισμό), που θα μπορούσε να διεκδικήσει μια ορισμένη δικαίωση μετά την κατάρρευση ή τη μετάλλαξη των Άλλων. Χωρίς να απαξιώνει το ιστορικό φορτίο και το αγωνιστικό δυναμικό των ποικίλων αριστερών χώρων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, ο Κώστας χάραξε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο (όχι μόνος του, βέβαια, αλλά μπροστά απ’ όλους, με μια τόλμη που άγγιζε την αποκοτιά), βασισμένος σε δύο παραδοχές: Ότι σε αντίθεση με τις προηγούμενες κρίσεις και διασπάσεις, το μέγα σοκ της κατάρρευσης απαιτούσε μια εκ βάθρων επανίδρυση του κομμουνιστικού κινήματος σε όλες του τις πτυχές- την αντίληψη για τον καπιταλισμό και την εργατική τάξη της νέας εποχής, τη στρατηγική και την πολιτική, το εργατικό κίνημα και το ίδιο το κόμμα. Και ότι, όσο γκρίζο κι αν διαγραφόταν τότε το τοπίο, διεθνώς και στην Ελλάδα, μια καινούργια ιστορική κρίση του καπιταλισμού, που δεν μπορούσε να προβλεφτεί, αλλά ήταν αναπόφευκτη, θα ξανάφερνε στο προσκήνιο μαζικά ρεύματα αμφισβήτησης και πολιτικές δυνατότητες ανατροπής.
Η μεγάλη κρίση όντως ήρθε δύο δεκαετίες αργότερα, κοινωνικά τσουνάμια ξέσπασαν σε Ευρώπη, Λατινική Αμερική και αραβικό κόσμο, η Ελλάδα βιάστηκε και Αγανάκτησε, άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν ασχοληθεί με την πολιτική δάκρυσαν και μάτωσαν στις πλατείες- αλλά ο Κώστας ήδη άνοιγε την πόρτα για να μας πει το αντίο, όπως το ζωγράφισε με το σπαρακτικό του παράπονο ο Θανάσης Σκαμνάκης. Τι θα έλεγε ο Κώστας, αν…; Ποιος το ξέρει, και τι νόημα έχει να το σκεφτόμαστε, άραγε; Δεν βοηθάει, βέβαια, και το γεγονός ότι λίγα ήταν τα γραπτά που άφησε πίσω του. Κι αυτό δεν ήταν κυρίως θέμα ευκολίας ή δυσκολίας στο γράψιμο. Στις επίμονες πιέσεις μας, απαντούσε ότι είναι του προφορικού λόγου κι ότι ανήκει στην Περιπατητική Σχολή. Ακουγόταν ως υπεκφυγή, αλλά ήταν η απόλυτη αλήθεια, αν το παίρναμε μεταφορικά: Η επαναστατική ζωή του Κώστα ήταν ο διαρκής (δεν λέω Μεγάλος για λόγους ευνόητους) Περίπατος με τους συνοδοιπόρους του, η αλληλεπίδραση αυτού του χαρισματικού γητευτή και παραμυθά (με την έννοια του μύθου και της παραμυθίας) με τους συντρόφους και τους φίλους του, που τους έκανε να πιστεύουν ότι ανήκουν σε μια νέα Φιλική Εταιρεία, με τη δική της Αόρατη Αρχή και το δικό της, συγκλονιστικό πεπρωμένο. Το κείμενο, τα κείμενα, έπρεπε να γραφτούν, λόγω και έργω, από όλους μας και να μείνουν ανυπόγραφα- κοινός όρκος, κοινή κατάκτηση, κοινή πίστη.
Από πού πήγαζε αυτό το ισχυρό μαγνητικό πεδίο της γοητείας, που ασκούσε σε τόσους και τόσες ο Κώστας; Οι αγωνιστικές περγαμηνές, η έμπνευση, το πλάτος των ενδιαφερόντων και το βάθος της σκέψης του, η διεισδυτική του ματιά στην ψυχή των ανθρώπων, το χιούμορ που ποτέ δεν μείωνε τον άλλο, οι απροσδόκητες ποιητικές εξάρσεις στις κάποτε σχοινοτενείς κουβέντες του, όλα αυτά έπαιζαν βέβαια το ρόλο τους. Πάνω απ’ όλα, όμως, πιστεύω ότι ήταν κάτι άλλο: ο έρωτάς του για την Επανάσταση, έτσι όπως εκείνος την έβλεπε, κι έτσι όπως μας έσπρωχνε κι εμάς να τη δούμε- η Επανάσταση ως το ελιξίριο της αιώνιας Νιότης. “Σε μια χούφτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο”- τούτος ο στίχος του Έλιοτ θα του έστελνε, νομίζω, παγωμένα ρίγη στη σπονδυλική στήλη. Ο Κώστας δεν μπορούσε να γίνει Σίβυλλα- η γερασμένη μάντισσα που ξέχασε να ζητήσει από τον Απόλλωνα μαζί με τη μακροζωία και τη διαρκή νιότη- γιατί ο Κώστας δεν μπορούσε να γεράσει. Θα τον θυμόμαστε πάντα σαν τον δικό μας Πίτερ Παν, τον σκανταλιάρη έφηβο που δεν λέει να μεγαλώσει κι όλο και μας παρασύρει σε καινούργιες περιπέτειες με καπετάνιους, νεράιδες και γοργόνες στη Χώρα του Ποτέ.
Ποτέ δεν θα γεράσουμε!
Ποτέ δεν θα υποκύψουμε!
Ποτέ δεν θα πάψουμε ν’ αγαπάμε και να μισούμε αυτούς που πρέπει!