Γιώργος Παυλόπουλος
Στο Διαφάνι του θεσσαλικού κάμπου, λίγο μετά το 1955 και ως τις παραμονές της δικτατορίας, εκτυλίσσονται πολλές ανθρώπινες ιστορίες, που «ψηλαφούν» και το πολιτικό σκηνικό — όχι πάντα επιτυχημένα.
Στο τελευταίο γλέντι του Πριν προ πανδημίας, στο φιλόξενο Ίλιον Plus, το τραγούδι «Μέλισσες», του Γιώργου Καζαντζή και της Ελένης Φωτάκη, ήταν ήδη το μεγάλο σουξέ της Φωτεινής Βελεσιώτου, η οποία μας είχε τιμήσει με την παρουσία της. Η ίδια είχε παραδεχθεί, μάλιστα, ότι αν και το αγαπούσε πολύ, είχε μάλλον κουραστεί να της το ζητούν διαρκώς στα κέντρα και τις συναυλίες της.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι το τραγούδι έχει μπει για τα καλά στις ζωές των χιλιάδων φανατικών της τηλεοπτικής σειράς της οποίας
αποτελεί τη μουσική εισαγωγή. Πρόκειται, βεβαίως, για τις Άγριες Μέλισσες που την προηγούμενη εβδομάδα ολοκλήρωσαν τον δεύτερο κύκλο τους με ένα ακόμη ρεκόρ τηλεθέασης. Μια σειρά που έχει γράψει τη δική της ιστορία την τελευταία διετία. Σε βαθμό, μάλιστα, που πολλοί να προσπαθούν να επιδράσουν στο σενάριό της μέσω Twitter και άλλων Μέσων. Μέχρι και πανό έχουν αναρτηθεί σε κεντρικούς δρόμους που –με αφορμή τη γνωστή συζήτηση– απαιτούν… συνεπιμέλεια της Δρόσως και της Ασημίνας (δύο εκ των πρωταγωνιστριών) για τον μικρό Σέργιο-Γιώργη (γιο της πρώτης, τον οποίο μεγάλωσε ως μάνα η δεύτερη).
Η δημοφιλία της σειράς δεν είναι τυχαία, ούτε ανεξήγητη. Αποτέλεσε, εξάλλου, ένα από τα ελάχιστα τηλεοπτικά θεάματα που κατάφερε να ανταγωνιστεί τα δεκάδες «ριάλιτι», ακόμη και τα πιο προσεγμένα. Κι αυτό, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι χτύπησε «νεύρο» σε πολλές ηλικίες και για διαφορετικούς λόγους όσο και στις εξαιρετικές ερμηνείες πολλών εκ των ηθοποιών — αποδεικνύοντας ότι η τηλεόραση, παρά την κατάντια της, μπορεί ακόμη να είναι συμβατή με την υποκριτική τέχνη.
Στο Διαφάνι, που βρίσκεται στις παρυφές του θεσσαλικού κάμπου, λοιπόν, λίγα χιλιόμετρα από τη Λάρισα, άρχισε να ξετυλίγεται η ιστορία λίγο μετά το 1955 — έχοντας φτάσει ήδη στις παραμονές του πραξικοπήματος του 1967, που θα σφραγίσει τον τρίτο κύκλο της σειράς. Σε μια ταραχώδη εποχή για τον ελληνικό λαό, το σενάριο επιλέγει να μην επικεντρωθεί στις πολιτικές εξελίξεις αλλά να τις «ψηλαφίσει» –όχι ολοκληρωμένα και όχι πάντα με επιτυχία– μέσα από τις ζωές και τις σχέσεις των πρωταγωνιστών.
Αφενός, της οικογένειας των μεγαλοτσιφλικάδων της περιοχής Σεβαστών και του αδίστακτου «πατριάρχη» της Δούκα, ο οποίος με την αμέριστη συμπαράσταση της συζύγου του Μυρσίνης δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα και αφαιρεί χωρίς τύψεις ανθρώπινες ζωές για να κυριαρχήσει απολύτως — είτε για να αποκτήσει περισσότερα χωράφια είτε για να πρωταγωνιστήσει στη μετάβαση στη βιομηχανική εποχή, με την ίδρυση εργοστασίου κατεργασίας καπνών. Και αφετέρου, μιας άλλης οικογένειας, με σαφώς μικρότερη ιδιοκτησία και οικονομική ισχύ — των Σταμίρηδων, που συμβολίζουν ένα διαφορετικό σύνολο αξιών, το οποίο σεναριογράφος και σκηνοθέτης είναι φανερό ότι προβάλλουν με ιδιαι-
τέρως θετικό πρόσημο.
Οι μοίρες και οι πορείες των δύο οικογενειών είναι άρρηκτα δεμένες στη σειρά, σε βαθμό υπερβολής. Απόδειξη, το γεγονός ότι και τα τρία αγόρια των μεν δημιουργούν σχέση με τα τρία κορίτσια των δε — των οποίων ο πατέρας δολοφονήθηκε, χωρίς να το γνωρίζουν για μεγάλο διάστημα, από τον Δούκα. Γύρω τους ξετυλίγονται πολλές μικρότερες και συνήθως ενδιαφέρουσες ανθρώπινες ιστορίες, έχοντας ωστόσο πάντα ως πρωταγωνιστές ανθρώπους με ιδιοκτησία, έστω και μικρή, καθώς και τους γνωστούς «παράγοντες» της ελληνικής επαρχίας εκείνη την περίοδο: Τον δάσκαλο, τον χωροφύλακα, τον παπά, τον ιδιοκτήτη του καφενείου, ακόμη και τον κουρέα. Αντιθέτως, η απουσία των εργατών γης είναι εκκωφαντική. Ακόμη και τις ελάχιστες φορές που εμφανίζονται, ουσιαστικά δεν μιλούν και συμμετέχουν περίπου ως «ντεκόρ». Σε αντίθεση με τις γυναίκες, που όχι απλώς έχουν δυναμική παρουσία, αλλά πολύ συχνά εμφανίζονται να αμφισβητούν και την απόλυτη ηγεμονία και εξουσία των αντρών.
Παρά τις υπερβολές στο σενάριο και τις σκηνοθετικές αστοχίες, το αποτέλεσμα είναι αξιόλογο
Γενικά, πάντως, η «τόλμη» της σειράς έχει όρια. Όρια που αποτυπώνονται και στα πρόσωπα τα οποία ενσαρκώνουν τα πολιτικά ρεύματα της εποχής: Αν και είναι σαφές ότι υπάρχει θετική αντιμετώπιση της Αριστεράς και των αγωνιστών της αντίστασης, σε αντίθεση με το ακροδεξιό παρακράτος και τους δοσίλογους, ενώ δεν κρύβεται ο ομφάλιος λώρος ανάμεσα στους τσιφλικάδες, τις κυβερνήσεις και τους βουλευτές, η συνολική εικόνα είναι μάλλον ειδυλλιακή και εκτός πραγματικότητας: Οι καλοί και ευσυνείδητοι αστυνομικοί και εισαγγελείς κυριαρχούν, εμφανίζονται οι κομμουνιστές να κυνηγούν τους προδότες για να τους εξοντώσουν, ενώ παντού υπάρχουν δίκαιοι και αδέκαστοι που τελικά νικούν τους «κακούς», συνήθως με τη βοήθεια του θεού — απόδειξη ότι ακόμη και τα παιδιά του Δούκα στο τέλος τον εγκαταλείπουν…
Όσο για το γενικό μήνυμα; Ας αφήσουμε πίσω τα παλιά και τα μίση και ας ανοίξουμε μια νέα σελίδα. Αν τα μοιράσουμε σωστά, μπορούμε.