Βασίλης Τσιράκης
Η υπόθεση:
Ένας αμερικανός σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής, που στο σενάριο κατονομάζεται ως Α., παραμονές του 21ου αιώνα γυρίζει μια ταινία με θέμα την πολυτάραχη ζωή της μητέρας του Ελένης.
Η Ελένη οργανωμένη στην Αριστερά, φυλακίζεται για τη δράση της, δραπετεύει και μετά την ήττα του εμφύλιου φτάνει στην Τασκένδη για να καταλήξει στο Τερμιτάου του Καζακστάν. Εκεί τη μέρα του θανάτου του Στάλιν θα την βρει ο Σπύρος, ο άνδρας που είχε γνωρίσει και ερωτευθεί στην Ελλάδα. Ο Σπύρος, που όλα αυτά τα χρόνια την αναζητούσε, έχει μπει στη χώρα παράνομα με άλλο όνομα, με σκοπό να την πάρει μαζί του στην Αμερική. Όμως και οι δυο τους συλλαμβάνονται και χωρίζουν ξανά. Ο μεν Σπύρος φυλακίζεται, αλλά μετά από κάποια χρόνια ανταλλάσσεται και φεύγει για την Αμερική, ενώ η Ελένη εξορίζεται στην Σιβηρία όπου κυοφορεί το παιδί του.
Τρία χρόνια μετά, το 1956, φτάνει στον χώρο της εξορίας της ο Γιάκομπ, ένας γερμανοεβραίος κομμουνιστής που την είχε ερωτευθεί στο Τερμιτάου και θα της συμπαρασταθεί στα δύσκολα αυτά χρόνια, ενώ η αδελφή του Ραχήλ θα δεχθεί να φιλοξενήσει στο σπίτι της στην Μόσχα τον γιό της Ελένης, όταν αυτός γίνει 3 χρόνων.
Το 1974 η Ελένη και ο Γιάκομπ απελευθερώνονται και καταλήγουν στην Νέα Υόρκη, όπου βρίσκεται ο γιος της, ο οποίος στο μεταξύ έχει μετακομίσει εκεί μαζί με την αδελφή του Γιάκομπ. Η Ελένη θα συναντήσει τελικά το γιό της στο Τορόντο, όπου έχει πάει για να αποφύγει την στράτευση λόγω του πολέμου του Βιετνάμ και θα επανασυνδεθεί με τον Σπύρο ο οποίος ζει μόνιμα στην Νέα Υόρκη, ενώ ο Γιάκομπ θα επιστρέψει στην Γερμανία.
Και ενώ ο Α. συνεχίζει να γυρίζει την ταινία με θέμα την μητέρα του, προσπαθεί ταυτόχρονα να ξαναδεί την προβληματική σχέση του με την κόρη του Ελένη, αλλά και με την πρώην γυναίκα του η οποία κρατά αποστάσεις από τα τεκταινόμενα.
Παραμονή πρωτοχρονιάς του 2000 η Ελένη και ο Σπύρος έρχονται στο Βερολίνο όπου ανακοινώνουν στον γιο τους την απόφαση τους να επιστρέψουν στην Ελλάδα, ενώ μετά από χρόνια βρίσκονται ξανά με τον Γιάκομπ, ο οποίος έρχεται να τους συναντήσει από την Λειψία.
Εκείνη την ημέρα ο Α. μαθαίνει πως η μικρή του κόρη, η Ελένη, έχει εξαφανιστεί.
Το σενάριο:
Την κεντρική ιδέα του σεναρίου (ένας σκηνοθέτης με προβληματική ζωή επιχειρεί να γυρίσει ταινία με θέμα την ιστορία των γονιών του), την έχουμε ξανασυναντήσει στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» με τη διαφορά πως εκεί είχαμε μία ταινία μέσα στην άλλη όπως οι ομόκεντροι κύκλοι. Αντίθετα εδώ οι δυο ιστορίες στην αρχή κινούνται παράλληλα, για να συναντηθούν και να μπλεχτούν μεταξύ τους στην πορεία.
Όμως ενώ η μεν σύγχρονη ιστορία δίνεται γραμμικά, η παλιά ιστορία δίνεται με συνεχή μπρος πίσω στο χρόνο, ώστε οι δυο άξονες του σεναρίου να μοιάζουν με δυο διαφορετικές γραμμές, η μία ευθεία και η άλλη σαν καρδιογράφημα, οι οποίες στο τέλος τέμνονται. Αυτή είναι και η αιτία (μαζί με την ελλειπτικότητα του) που το σενάριο είναι πιο δύσκολο για τον θεατή σε σχέση με το «Λιβάδι που δακρύζει» και απαιτεί προσήλωση για την κατανόηση του.
Ακόμα μια σημαντική διαφορά σε σχέση με το «Λιβάδι» όπου η Ελένη είναι έρμαιο και αντικείμενο της ιστορίας, η Ελένη της «Σκόνης του χρόνου» είναι ενεργή συμμέτοχος, υποκείμενο της ιστορίας, κάνοντας φανερή αυτή τη φορά την προσπάθεια του σεναρίου να ισορροπήσει ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, τον έρωτα και την επανάσταση, ως υποκείμενα και αντικείμενα της ιστορίας.
Έτσι το σενάριο μας λέει με λόγια, πως «κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για το τέλος της ιστορίας», αλλά και μας δείχνει μέσα από μια -προκατασκευασμένη μεν- αλλά περίτεχνη σκηνή (αυτή του σκονισμένου παλιού μουσικού οργάνου), πως η ιστορία, έστω και σκεπασμένη από την σκόνη του χρόνου, συνεχίζεται.
Η σχέση λόγου-εικόνας κλίνει προς το λόγο, με πολλούς διαλόγους και μονολόγους on και of, ενώ οι ήρωες σε αντίθεση με το «Λιβάδι» είναι κυρίως φορείς ιδεών και λιγότερο χαρακτήρες. Ο Γιάκομπ (Μπρούνο Γκανς σε μια ερμηνεία που θα μείνει στην ιστορία) τα έχει ζήσει και τα έχει χάσει όλα. Την κοινωνία που ονειρευόταν, τη χώρα του, τους φίλους του και το μεγάλο του έρωτα, την Ελένη. Αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει. Ακόμα και τώρα που τα μαλλιά έχουν ασπρίσει συνεχίζει να την προσκαλεί σε χορό στα σκαλιά του μετρό. Κι όταν αυτή καταρρέει, τότε μόνο συνειδητοποιεί πως ήρθε το τέλος, ενώ ο Σπύρος, έχει από καιρό αποδεχτεί παθητικά την απόφαση της ιστορίας «που μας έβαλε στο περιθώριο».
Παράλληλα η άλλη Ελένη, η κόρη του Α., παραπαίει στο φόντο ενός άγριου καπιταλισμού (πλάνο σεκάνς με τις μοτοσικλέτες), προσπαθώντας να κατανοήσει τον κόσμο γύρω της κάτω από το βάρος του παρελθόντος (σκηνικό του παιδικού δωματίου) που την πλακώνει, αναζητώντας το τέλος σε ένα κατειλημμένο από άστεγους κτίριο.
Η σκηνοθεσία:
Η κινηματογραφική γραφή της «Σκόνης» έχει πολύ πιο γρήγορο ρυθμό και λιγότερους νεκρούς χρόνους σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη. Έτσι τα πλάνα σεκάνς είναι λιγότερα και μικρότερα σε διάρκεια και τα κυκλικά πανοραμίκ των 360 μοιρών απουσιάζουν ορίζοντας μια σκηνοθεσία πιο «δημοφιλή». Η οποία όμως συνεχίζει να αποφεύγει επιμελώς τόσο την συναισθηματική ταύτιση, όσο και την «αβάσταχτη ελαφρότητα» των πραγμάτων, αλλά χωρίς να ακολουθεί την οπτική της μπρεχτικής αποστασιοποίησης παλαιότερων ταινιών (βλέπε τριλογία της Ιστορίας).
Δυο πλάνα σεκάνς, αυτό της ανακοίνωσης του θανάτου του Στάλιν και αυτό στο βαγόνι (που αιτιολογεί συμβολικά την εξορία), δίνουν αριστουργηματικά το κλίμα της εποχής, ενώ τα αγάλματα (του Σεφέρη;) επαναφέρονται (Τοπίο στην ομίχλη, Οι κυνηγοί, Το βλέμμα του Οδυσσέα), αυτή την φορά με τα κομμένα κεφάλια του Στάλιν.
Το ταξίδι συνεχίζεται, οι τόποι εναλλάσσονται, ο χρόνος γυρνά πίσω, όχι όμως με φλας μπακ, ο χώρος και ο χρόνος μπλέκονται, διαστέλλονται και συστέλλονται, ο χρόνος γίνεται ο τόπος της ιστορίας, οι εποχές και οι γενιές συνομιλούν άμεσα, χωρίς διαμεσολαβήσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ρωγμής στο χρόνο η σεκάνς στο μπαρ του Βερολίνου παραμονή πρωτοχρονιάς του 2000 (ίσως η πιο «δύσκολη» της ταινίας), όπου μέσα στο ίδιο πλάνο μεταφερόμαστε σε μπαρ του Τορόντο το 1974 με τον Σπύρο να αφηγείται τον γάμο τους, ενώ ταυτόχρονα ακούγονται εκτός πλάνου το σπαρακτικό κλάμα της Ελένης και πιάτα που σπάζουν. Και ενώ ο Σπύρος, όταν στο τέλος του πλάνου σεκάνς αγκαλιάζει την Ελένη, εξακολουθεί να δείχνεται στην ηλικία του, η Ελένη εμφανίζεται στην ηλικία που είχε την ημέρα του γάμου τους.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε πως η «Σκόνη του χρόνου» είναι ένα μεγάλο στοίχημα του σκηνοθέτη με στόχο την ανάκληση και ανάπλαση εικόνων και απόκρυφων πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην ιστορία, πάνω στο έδαφος όμως της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και των μεγάλων αντιθέσεων της.
Συντελεστές:
2008 / Έγχρωμη / 125 λεπτά
Σκηνοθεσία
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Σενάριο
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Συνεργασία σεναρίου
ΤΟΝΙΝΟ GUERRA, ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ
Διεύθυνση φωτογραφίας
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΝΑΝΟΣ
Μοντάζ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΛΙΔΩΝΙΔΗΣ
Σκηνικά
ANDREA CRISANTI, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ALEXANDER SCHERER, KONSTANTIN ZAGORSKIJ
Κοστούμια
REGINA KHOMCKAYA, FRANCESCA SARTORI MARTINA SCHALL
Μουσική
ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΪΝΔΡΟΥ
Μουσικά θέματα
“All that you want” “The true face of beauty” των 1550 “Eifersucht “ by Barbara Ehwald
Ήχος
ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, JEROME AGHION
Μιξάζ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΥΜΠΟΜΠΙΩΤΗΣ
Ερμηνευτές
WILLEM DAFOE, BRUNO GANZ, MICHEL PICCOLI, IRENE JACOB, CHRISTIANE PAUL, ΡΕΝΗ ΠΙΤΤΑΚΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΥΛΩΝΑΣ, NORMAN MOZZATO, ALESSIA FRANCHIN VALENTNA CARNELUTTI, TIZIANA PFIFFNER, CHANTEL BRATHWAITE, HERBERT MEURER SVIATOSLAV YSHAKOV, VLADIMIR BOGENKO, IVAN NEMTSEV, Πέτρος Αλατζάς, Tatiana Gladneva, Arish Galibian, Lev Sankin, Anja Lais, Jerry Mastrodomenico, Zoia Vasiytina, Vadim Pianov, Igor Mikhelson, Andreas Bach, Tim Jansen, Nicque Derenbach, Dela Gakpo, Nina Sytina, Gennadij Ermakov, Ilia Kharchev, Φιλήμων Φωτόπουλος, Olga Bybnova, Sergey Iordan
Παραγωγή
THEO ANGELOPOULOS FILM PRODUCTIONS
Εκτέλεση παραγωγής
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ GUIDO SIMONETTI, TILL DERENBACH
Εντεταλμένος παραγωγός
ΦΟΙΒΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ
Συμπαραγωγοί
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΕΡΤ., ΝOVA, STUDIO 217 ARS, Ministry of Culture of the Russian Federation, LICHTMEER FILM, Filmstiftung Nordhein – Westfalen, Deutscher Filmförderfonds (DFFF), ARD Degeto, CLASSIC SRL, REGIONE LAZIO / FI.LA.S Spa, MiBAC – Ministero per i Beni e le Attività Culturali , EURIMAGES AMEDEO PAGANI, CLAUDIA POEPSEL, VLADIMIR REPNIKOV, ALEXANDER SKVORTSOV, MIKHAIL ZILBERMAN
Απόσπασμα από το σενάριο:
23 Μαΐου 2007
Γραφή 39
ΕΣ 4. Ανατολική Γερμανία. Εσωτερικό τρένου.
ΝΥ / ΞΗ. Κουπέ και διάδρομος. Τέλη Φεβρουαρίου 1953
Το τρένο που έχει ξεκινήσει από το Ανατολικό Βερολίνο, ταξιδεύει στη νύχτα. Ο νέος άνδρας σηκώνεται, ανοίγει προσεκτικά την πόρτα του κουπέ και βγαίνει στο διάδρομο. Ερημιά. Μόνο ο μεσόκοπος με τον σάκο έχει παραμείνει να κοιτάζει από το παράθυρο. Ο νέος τον πλησιάζει. Ο άλλος κοιτώντας πάντα έξω ρωτάει σιγά στα αγγλικά με βαριά σλαβική προφορά.
ΞΕΝΟΣ
Η συμφωνία ισχύει;
Ο νέος με κίνηση του κεφαλιού επιβεβαιώνει. Βγάζει έναν φάκελο και τον δίνει στον άγνωστο. Αυτός ελέγχει αστραπιαία το περιεχόμενο του φακέλου. Το βάζει στην τσέπη του και δείχνει τον σάκο.
ΞΕΝΟΣ
Τα ρούχα του άλλου
Γρήγορα. Θα περάσει ο έλεγχος.
Ο νέος αρπάζει τον σάκο και φεύγει για την τουαλέτα.
Ξαναβγαίνει έπειτα από λίγο με άλλα ρούχα σχεδόν εργατικά και ναυτικό κασκέτο στο κεφάλι. Κρατά το σάκο γεμάτο τώρα με αυτά που φορούσε πριν. Ο άγνωστος του δίνει ένα πακέτο που κρατάει στο χέρι.
ΞΕΝΟΣ
Τα χαρτιά του άλλου, ενός Έλληνα ναυτικού
που πέθανε ξαφνικά πριν φύγει για την Τασκένδη.
Ταυτότητα του κόμματος.
Εισιτήρια πήγαινε έλα για σένα και την γυναίκα.
Άδειες μετακίνησης πέρα από τα 60 χιλιόμετρα.
Εκτός από αυτά, δυο ξεχωριστά χαρτιά.
Προσοχή! Πρέπει να αποστηθίσεις το περιεχόμενό τους…
Θα χρειαστεί να απαντήσεις σε ερωτήσεις μόλις φτάσεις στην Τασκένδη.
Αν όλα πάνε καλά, στην επιστροφή στη Μόσχα
Άνθρωπος μας θα σε περιμένει στο σταθμό…
Η κρίσιμη απόσταση είναι ανάμεσα στο σταθμό και Αμερικανική πρεσβεία.
Ένα μακρινό σφύριγμα του τρένου διακόπτει τον άγνωστο. Αυτός τότε αρπάζει το σάκο από το χέρι του άνδρα και πάει να φύγει. Πριν βγει από το βαγόνι γυριζει.
ΞΕΝΟΣ
Από τώρα και στο εξής παίζεις με το χρόνο.
Οι τόποι:
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην Ιταλία, την Γερμανία, την Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α όπου ακριβώς εξελίσσεται και η υπόθεση της ταινίας.
Οι σκηνές του 1953 ήταν προγραμματισμένες να γίνουν στο Ουζμπεκιστάν, στην αποξηραμένη λίμνη Αράλη όπου μάλιστα έχουν απομείνει καράβια να στέκουν σαν ικριώματα στη μέση του πουθενά, αλλά τελικά έγιναν στην πόλη Τιμερτάο του βόρειου Καζακστάν. Εκεί επισκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ένα βαγόνι συρμού τραμ της εποχής, πάνω σε ράγες σιδηροδρομικής γραμμής που κατασκευάστηκε για τις ανάγκες της ταινίας, ώστε το τραμ να φτάνει ως την πλατεία όπου ανακοινώθηκε ο θάνατος του Στάλιν.
Στην ίδια σκηνή συμμετείχαν πάνω από 2000 κομπάρσοι, από τους οποίους, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, κάποιοι ηλικιωμένοι στην σκηνή του θανάτου του Στάλιν, έκλαιγαν πραγματικά.
Δείτε πλάνα από τους τόπους των γυρισμάτων:
Η Μουσική:
Για πρώτη φορά από την έναρξη της συνεργασίας του Θ. Αγγελόπουλου με την Ελένη Καραΐνδρου (από το Ταξίδι στα Κύθηρα), το σάουντρακ της ταινίας περιλαμβάνει εκτός την πρωτότυπη μουσική της συνθέτριας και άλλα ακούσματα.
Πιο συγκεκριμένα στην ταινία ακούγονται συνθέσεις του Μπαχ, του Τσαϊκόφσκι και του Μπετόβεν, αλλά και η σύγχρονη μουσική του συγκροτήματος «1550» που απαιτούσε ο ρόλος της μικρής Ελένης.
Στην ταινία συμμετείχε η ελληνική συμφωνική ορχήστρα της ΕΡΤ με διευθυντή ορχήστρας τον Αλέξανδρο Μυράτ και σολίστ Ναταλία Μιχαηλίδου, ενώ στα φωνητικά συμμετείχαν οι: Αλέξανδρος Μίχος, Μαρλέν Αγγελίδου, Χρήστος Μάστορας, Λιάνα Παπαλέξη και Αλέξανδρος Μπαλακάκης.
ΔΕΙΤΕ:
1. Την σκηνή στο πιάνο, όπου ο σκηνοθέτης σχολιάζει το σάουντρακ της ταινίας του:
2. Την σκηνή της συνάντησης της Ελένης με τον γιό της στον Καναδά:
3. Την σκηνή του χορού στο μετρό του Βερολίνου:
4. Τις σκηνές του φινάλε της ταινίας:
5. Διάφορα πλάνα και φωτογραφίες από την ταινία:
Για όσους-όσες έχουν την δυνατότητα να δουν ολόκληρη την ταινία:
Α) Από 00:32:53 – 00:34:55 το περίτεχνης αισθητικής πλάνο σεκάνς της σκάλας στο στρατόπεδο εξορίας στη Σιβηρία.
Β) Από 00:37:27 – 00:41:51 την σκηνή του σκονισμένου μουσικού Οργάνου η οποία αποτελείται από 2 πλάνα.
Γ) Από 01:21:26 – 01:27:37 το διάρκειας 6:11 λεπτών πλάνο σεκάνς στο μπαρ του Βερολίνου όπου έχουμε μεταβολή του ιστορικού χρόνου (από παραμονή πρωτοχρονιάς του 2000, στο 1974).
Με τα λόγια του σκηνοθέτη:
Συνέντευξη στην εφημερίδα ΠΡΙΝ και στον Π. Φραντζή:
-Μιλάτε για υποχωρήσεις της αστικής τάξης και σκέφτομαι ότι το εργατικό κίνημα έχει ήδη υποχωρήσει πολύ.
-Το εργατικό κίνημα στις μέρες μας δεν συμπλέει με την Αριστερά – και αυτό είναι ένα καινούριο φαινόμενο. Όχι τελείως καινούριο, αλλά σίγουρα κάτι για το οποίο θα πρέπει να διερωτηθεί η Αριστερά. Κάτι συμβαίνει. Δεν είναι η ίδια κατάσταση που υπήρχε κάποτε. Κάποτε η Αριστερά ξεκίναγε από την εργατική τάξη, από τα εργατικά κινήματα. Μερικοί επιμένουν να επικαλούνται ότι αντιπροσωπεύουν… αλλά δεν αντιπροσωπεύουν, στην πραγματικότητα. Αυτά είναι πάντως προς μελέτη, όλων των αριστερών κινήσεων και κομμάτων. Τι αντιπροσωπεύουν. Εν ονόματι ποιου ή σε ποιον απευθύνονται.
Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη ΕΔΩ:
Απόσπασμα από συνέντευξη του σκηνοθέτη στον Άρη Βασιλειάδη για το περιοδικό «Ταχυδρόμος» των ΝΕΩΝ κατά την διάρκεια των γυρισμάτων στην Κολωνία:
-Έχετε σκεφτεί που απευθύνεστε τελικά;
-Κατ’ αρχάς απευθύνομαι σε εμένα και τους φίλους μου, που μπορεί να είναι ένας, δύο, εκατό… Κυρίως όμως κάνω ταινίες για να απαλύνω τον χρόνο που περνάει.
-Η τέχνη είναι παρηγοριά;
-Όχι δεν είναι παρηγοριά, αλλά μια σχέση με τον χρόνο.
-Η ποίηση μπορεί να δώσει λύσεις σε ιστορικά ζητήματα;
-Δεν νομίζω. Μας βοηθάει να μαθαίνουμε μυστικές γωνιές του κόσμου. Δεν δίνει λύσεις.
-Φαντάζεστε τη ζωή σας χωρίς σινεμά;
-Όχι, αυτό δεν γίνεται. Χωρίς σινεμά αν μου μένει τίποτα άλλο. Θα αισθάνομαι πολύ χαμένος, ακυρωμένος, δεν θα ξέρω τι να κάνω. Το σινεμά είναι για μένα μια βιωματική σχέση».
Διαβάστε:
- Κριτική της ταινίας στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» στις 12/2/2009 από τον Νίκο Αντωνάκο:
« …Οι εικόνες, γενικά όλες οι εικόνες, δεν είναι άδεια πουκάμισα. Ακόμα και οι καρποσταλικές μεταφέρουν μηνύματα και συναισθήματα, πόσο μάλλον οι εικόνες του Αγγελόπουλου, ο οποίος «κατηγορείται» για ιδιαίτερο «φόρτωμα» των πλάνων του.
Και ενώ για τις εικόνες του, ακόμα και για τις πιο αδύνατες, υπάρχει σχεδόν γενική συμφωνία για την αισθητική τους, το περιεχόμενό τους, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, σήκωνε και σηκώνει πάντα διαφωνίες. Η άποψή του άξιου Έλληνα δημιουργού για τον κόσμο, και για τον κόσμο της αριστεράς ιδιαίτερα, είναι μεροληπτική, απαισιόδοξη και, εν κατακλείδι, κόντρα στην ιστορική αλήθεια. Δυστυχώς και η “Σκόνη του Χρόνου” ακολούθησε τις ίδιες συντεταγμένες!».
Διαβάστε ολόκληρη την κριτική ΕΔΩ
- Κριτική της ταινίας στην εφημερίδα Καθημερινή 12/02/2009 από την Μαρία Kατσουνάκη
«…Όταν όμως ο χρόνος γίνεται ρεαλιστικός καταγράφει σκηνές δράσης, μια συμπλοκή στο δρόμο ή την κατάληψη ενός κτιρίου ή την κρίση πανικού της μικρής εγγονής, η εικόνα φαίνεται πλαστή και άτεχνη. Το υπερβατικό, ποιητικά στυλιστικό είναι το δικό του πεδίο. Ο αισθητικός συμβολισμός που χειρίζεται με απαράμιλλη τέχνη ο Θ. Αγγελόπουλος εδώ έχει μια μεγάλη λιτότητα και αυστηρότητα. Τα σύνολα (όπως στην αναγγελία του θανάτου του Στάλιν) κινούνται σαν σκιές ενός άλλου κόσμου. Σιωπηλές και ηττημένες.
… Η Σκόνη του Χρόνου είναι το «άγγιγμα» του σκηνοθέτη που μένει ανολοκλήρωτο· καλύπτεται πίσω από την Ιστορία, ενώ εμπνέεται (και αναπνέει) από τις μικρές συναντήσεις ενός μεγάλου έρωτα. Τόσο απλό και τόσο μοναχικό».
Διαβάστε ολόκληρη την κριτική ΕΔΩ
Αφιέρωμα στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου
5/2: Αναπαράσταση, 1970
12/2: Μέρες του 36, 1972
19/2: Ο Θίασος, 1975
26/2: Οι Κυνηγοί, 1977
5/3: Μεγαλέξανδρος, 1980
12/3: Ταξίδι στα Κύθηρα, 1984
19/3: Ο Μελισσοκόμος, 1986
26/3: Τοπίο στην Ομίχλη, 1988
2/4: Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, 1991
9/4: Το Βλέμμα του Οδυσσέα, 1995
16/4: Μία αιωνιότητα και μια μέρα, 1998
23/4: Το Λιβάδι που Δακρύζει, 2004
30/4: Η σκόνη του χρόνου, 2008