της Μαρίας Κατσουνάκη (13.02.2004)
H 54η Μπερλινάλε υποδέχτηκε τη 12η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το λιβάδι που δακρύζει», ως ένα ξεχωριστό γεγονός, ένδειξη ότι ο Ελληνας δημιουργός διαγωνίζεται για τη Χρυσή Αρκτο ως συνυποψήφιος μεν των 22 συμμετεχόντων του επίσημου προγράμματος, αλλά η «περίπτωσή» του θα εξεταστεί με ειδικούς όρους από την κριτική επιτροπή. Ούτως ή άλλως, ο κινηματογράφος του Θ. Αγγελόπουλου συνθέτει ένα σύμπαν ιδιαίτερο, με επικές αποχρώσεις, στυλιστικό και πεισματικά προσηλωμένο σε μια τέχνη που βρίσκεται υπό εξαφάνιση: την τέχνη της μεγάλης, επικής εικονοποιίας. Και ο Αγγελόπουλος, με «Το λιβάδι που δακρύζει» επιβεβαιώνει τον τίτλο του μεγάλου εικονοποιού. Παρακολουθώντας την ταινία, υπάρχουν στιγμές που σου κόβεται η ανάσα από τη συντριπτική ομορφιά των κάδρων, από τη σύνθεση τοπίων και προσώπων, από τη βαθιά, συγκροτημένη μελαγχολία του βλέμματος.
Το αποτύπωμα της ταινίας στους δημοσιογράφους που παρακολουθούν το Φεστιβάλ του Βερολίνου είχε πολλές αποχρώσεις. Κάποιοι παραδόθηκαν άνευ όρων στη δημιουργία του σκηνοθέτη, κάποιοι άλλοι αναγνώρισαν την καθηλωτική επίδραση των εικόνων, δεν μπόρεσαν όμως να ακολουθήσουν την αφηγηματική πλοκή. O ιδιοσυγκρασιακός κινηματογράφος του Θόδωρου Αγγελόπουλου πορεύεται εδώ και χρόνια με αυτόν τον διχασμό. Το έργο του αναφέρεται και προεκτείνει μια διαχρονική θεματολογία στην οποία εναλλάσσονται βαρυσήμαντα μοτίβα: η Ιστορία, η μνήμη, το θέατρο, οι αρχαίοι μύθοι, η συλλογική συνείδηση, η εξορία (πραγματική και εσωτερική). Μόνο που αυτήν τη φορά, η μυθοπλασία κατέχει πιο κεντρική θέση στο σώμα της ταινίας, η, συνήθως, αποστασιοποιημένη κάμερα του σκηνοθέτη πλησιάζει τα πρόσωπα και εμπλέκεται συναισθηματικά στη δραματική εξέλιξη της ιστορίας. «Το λιβάδι που δακρύζει» είναι η πιο προσωπική δημιουργία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το δικό του «Αμαρκορντ», μόνο που δεν έχει την αυτοβιογραφική χροιά του Φελίνι. Μνήμες, σκέψεις και αγωνίες που είχαν στοιχειώσει μέσα του παίρνουν το σχήμα υγρών τοπίων, εγκαταλελειμμένων χώρων που γεμίζουν από μουσική, ζωή και ανθρώπους. Για πρώτη φορά, ο σκηνοθέτης μοιράζεται με τόση αμεσότητα τα όνειρα, τους εφιάλτες, την απελπισία και μαζί την επιθυμία του να γεμίσει με ήχους τη σιωπή, να «αγγίξει» τα σώματα, να ανιχνεύσει τα πρόσωπα. Χωρίς να εγκαταλείπει την μπρεχτική ματιά του στην Ιστορία (τα ιστορικά γεγονότα καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων) και τις εμμονές του, αφήνεται να εκτεθεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Σαν να θρυμματίστηκε το διαχωριστικό ανάμεσα στον μέσα και στον έξω κόσμο και το συναίσθημα κυλάει ορμητικό και ταυτόχρονα ελεγχόμενο, σπαρακτικό και μαζί πειθαρχημένο. O ίδιος έχει πει ότι κινηματογραφεί όπως αναπνέει. Αυτήν τη φορά, η ανάσα του είναι πιο βαθιά, προέρχεται από μιαν άλλη εμπειρία χρόνου.
Τραγωδία και ελληνική ιστορία
Το «Λιβάδι που δακρύζει», πρώτο μέρος μιας τριλογίας, είναι η ιστορία μιας οικογένειας και ενός έρωτα, τόσο απόλυτου που τη διαλύει. Μια ελληνική τραγωδία, με τους όρους της αρχαίας τραγωδίας και αναφορά στον Θηβαϊκό Κύκλο, μέσα από την ελληνική ιστορία των αρχών του αιώνα ώς το 1949 και το τέλος του Εμφυλίου. Οι ήρωες έρχονται στην Ελλάδα το 1919, πρόσφυγες από την Οδησσό. Από εκείνη τη στιγμή μπαίνει σε λειτουργία ένας ογκόλιθος παραγωγής. Στήνεται ένα ολόκληρο χωριό δίπλα στο ποτάμι, με δεκάδες κομπάρσους και αναπαράσταση της καθημερινής ζωής. Και όλα αυτά «χειροποίητα», χωρίς ψηφιακές επεμβάσεις. Τα δυο παιδιά που ερωτεύονται μεταξύ τους ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Το κορίτσι, η Ελένη, χωρίς γονείς «υιοθετείται» και μεγαλώνει μαζί με το αγόρι. Αποκτάνε δύο παιδιά, παράνομα, και εκείνη νύφη το σκάει με τον έρωτά της, ενώ ο πατέρας και εγκαταλελειμμένος γαμπρός γίνεται σκιά τους και τους ακολουθεί. Το παράνομο ζευγάρι περιθάλπει και προστατεύει ένας θίασος πλανόδιων μουσικών. Οι εξελίξεις είναι τραγικές, η σκιά της Ιστορίας βαριά και καθοριστική στη ζωή τους. Μέρες του ’36 και σκοτεινές νύχτες, «η ασθενής δημοκρατία που αυτοκτονεί» καθώς ο φασισμός απλώνεται στον ουρανό της Ευρώπης, τα τρένα με τους φαλαγγίτες, το αγόρι ξενιτεύεται στην Αμερική, η γυναίκα φυλακίζεται για περίθαλψη αντικαθεστωτικού, ο πόλεμος, ο εμφύλιος, τα παιδιά της Ελένης σκοτώνονται πολεμώντας σε διαφορετικά στρατόπεδα. H μάνα, μόνη και χαροκαμένη, επικοινωνεί με τον άντρα της, που έχει καταταγεί στον αμερικανικό στρατό, με επιστολές. Τρεις όλες και όλες: το ’37, το ’40, το ’45.
Ρεαλιστική καταγραφή και κινηματογραφική ποιητική. Διαρκείς αναφορές – σήματα στις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη. Το νυφικό της Εύας Κοταμανίδου στον «Μεγαλέξανδρο», οι βάρκες με τις κόκκινες σημαίες της επανάστασης στους «Κυνηγούς». Μόνο που εδώ το νυφικό είναι ψυχρό, φαντασματικό, και οι σημαίες μαύρες γιατί συνοδεύουν μια κηδεία στο ποτάμι. H ορμή της επανάστασης γίνεται ελεγεία του πένθους. Υποβλητική σκηνή με τους ήχους από τα κουπιά να σπαθίζουν τη σιωπή. Πρόσωπα χλωμά, τα τοπία «παγώνουν», με το νερό κυρίαρχο, άλλοτε ήρεμο όπως η μνήμη, άλλοτε απειλητικό όπως ο θάνατος. Εικόνες ενός άλλου κόσμου, στοιχειωμένου από σκέψεις και ματαιώσεις. Προς το τέλος η ηρωίδα, ημιλιπόθυμη από τον πόνο της απώλειας, μονολογεί (συμπυκνώνοντας σε μια σπαρακτική ελλειπτική αφήγηση το κέντρο βάρους της ταινίας): «Φύλακα, είμαι εξόριστη από παντού…».
Οι συντελεστές
Δύο είναι επιλογές του θεατή, στο «Λιβάδι που δακρύζει»: Ή να αφεθεί να παρασυρθεί από τον χείμαρρο των εικόνων και των συναισθημάτων, να επικοινωνήσει ψυχικά με την αυθαιρεσία και τα φαντάσματα του σκηνοθέτη ή να προσκολληθεί στη μυθοπλασία και να αναζητά αιτίες, σχέσεις και ρεαλιστικές ακολουθίες. Στην πρώτη περίπτωση, θα έχει κερδίσει μια κινηματογραφική εμπειρία. Στη δεύτερη, θα έχει χαθεί μέσα σε δραματουργικές αδυναμίες και αφηγηματικά ανεξήγητα. Στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα της ταινίας εντάσσεται απολύτως ο Γιώργος Αρμένης, δίνοντας μια συγκλονιστική ερμηνεία, στη λιτότητα και το ερμηνευτικό βάθος της. H κεντρική ηρωίδα της Αλεξάνδρας Αϊδίνη κοπιάζει αλλά λυγίζει και χάνεται κάτω από το μέγεθος του ρόλου. H φιγούρα του Νίκου Πουρσανίδη πιο πιστή στο σεναριακό χαρακτήρα και στιβαρή σαν παρουσία.
Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου μια σπάνια ηχητική παλέτα, που δίνει στην ταινία ρυθμό και ανάσες. Αφοπλιστική η δουλειά του Ανδρέα Σινάνου στη φωτογραφία.