Μαριάννα Τζιαντζή
Στο μικροσύμπαν των τηλεοπτικών σόου δεν υπάρχει ο τρόμος του κορονοϊού, της αρρώστιας και του θανάτου, δεν υπάρχει η νοσοκομειακή ασφυξία, δεν υπάρχει ο φονικός συνωστισμός των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και των μεγάλων εργασιακών χώρων
Η «παρασκευή» του τίτλου δεν είναι η ανορθόγραφη γραφή της πέμπτης ημέρας της εβδομάδας, αλλά η μαγειρική παρασκευή στα σύνθετα πιάτα που παρουσιάζονται στο MasterChef καθένα από τα οποία συνήθως περιλαμβάνει πολλές παρασκευές, πολλά διαφορετικά υλικά μαγειρεμένα με διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα, το περίφημο τραγούδι του Παναγιώτη Τούντα «Εργάτης τιμημένος» (Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου) μιλά για τρεις παρασκευές: «Θα μου τηγανίζεις ψάρια και παντζάρια σκορδαλιά». Οι παίχτες στο MasterChef πασχίζουν, μέσα στον αυστηρά καθορισμένο χρόνο που τους έχει δοθεί, να πετύχουν το τέλειο «εστιατορικό» πιάτο, στο οποίο πρέπει να συμπεριλάβουν όλες τις ζητούμενες παρασκευές: τον πουρέ από σελινόριζα, την πίκλα κρεμμυδιού, τις πολύχρωμες «πέρλες» ή κοτσιλιές από παχύρρευστα ζουμιά, τους αφρούς από μελάνι σουπιάς, τα γλασαρισμένα ραδίκια κ.λπ. Μία και μόνη αποτυχημένη «παρασκευή» ανάμεσα στις πολλές μπορεί να σταθεί αιτία για να εκπαραθυρωθεί ένας παίχτης από το σπίτι του MasterChef ή να αντιμετωπίσει άλλη μια σκληρή δοκιμασία. Γι’ αυτό και συχνά βλέπουμε σε γκροπλάν κάποιο παίχτη, άντρα ή γυναίκα, να κλαίει και να οδύρεται για την παρασκευή που τον χαντάκωσε.
Στην πραγματικότητα δεν κλαίει για τη μαγιονέζα που έκοψε, αλλά για τα ματαιωμένα του όνειρα, αφού η διασημότητα που αποκτά ένας επίδοξος σεφ ίσως να εξασφαλίσει το επαγγελματικό του μέλλον είτε ως εργαζόμενου σε κάποια κουζίνα είτε –γιατί όχι;– ως ιδιοκτήτη του δικού του μαγαζιού που μπορεί να είναι εκλεκτό εστιατόριο, ψαγμένη νεοταβέρνα, χαμπουργκεράδικο όχι πάντως οινομαγειρείο ή μαγέρικο της σειράς.
Το φετινό ΜasterChef, το πέμπτο στη σειρά, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί οι περισσότεροι παίχτες δεν είναι ερασιτέχνες αλλά έχουν κάποια επαγγελματική πείρα ή έχουν σπουδάσει σε κάποιο κόλετζ ή ΙΕΚ μαγειρικής ή ακόμα έχουν κάνει πρακτικά μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Δεν είναι ψώνια οι άνθρωποι. Το ενδιαφέρον έγκειται όχι στο τι συμβαίνει «μέσα» στο παιχνίδι αλλά στο τι συμβαίνει «εκεί έξω», στον πραγματικό κόσμο. Βογκάει, αργοπεθαίνει η εστίαση, άνεργοι έχουν μείνει οι μάγειρες και τα μαγερόπουλα, οι σερβιτόροι, οι λαντζέρισες, κλειδιά στο πιάτο παραδίδουν στο Μαξίμου οι επαγγελματίες της εστίασης. Το «έξω» για τους χαμένους –αλλά πιθανότατα και γι’ αυτούς που θα φτάσουν στον ημιτελικό ή τον τελικό– είναι ένας εφιάλτης και όχι η λεωφόρος της ελπίδας.
Βογκάει, αργοπεθαίνει η εστίαση, άνεργοι έχουν μείνει οι μάγειρες και τα μαγερόπουλα, αλλά το MasterChef καλά κρατεί
Μέσα στο σπίτι του ΜasterChef δεν υπάρχει ο φόβος του κορονοϊού ούτε η υποχρέωση της μάσκας και της συχνής απολύμανσης των χεριών. Οι παίχτες μπορούν να αγγίζονται, να αγκαλιάζονται, να μιλούν δυνατά, να τραγουδούν χωρίς να φοβούνται τα σταγονίδια που εκτοξεύονται ακόμα πιο ορμητικά τις στιγμές του γέλιου. Εδώ, όπως και σε άλλα τηλεοπτικά σόου, τα rapid tests πέφτουν σύννεφο πριν από κάθε γύρισμα, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει σε άλλους τόπους συνωστισμού, όπως στα σχολεία ή τους μεγάλους εργασιακούς χώρους. Ένα και μόνο κρούσμα μπορεί να τινάξει ένα σόου στον αέρα, γι’ αυτό η παραγωγή προσέχει για να έχει (και να πουλά) το προϊόν.
Δεν νομίζω ότι οι τηλεθεατές βλέπουν το MasterChef για να μάθουν να μαγειρεύουν. Ίσως να έχουμε μάθει ότι πρέπει να αφαιρούμε τα κόκαλα από το ψάρι πριν το μαγειρέψουμε. Έχουμε μάθει ότι τα ψάρια είναι δυο ειδών, όχι του αλμυρού και του γλυκού νερού, αλλά τα φιλεταρισμένα και τα αφιλετάριστα. Το MasterChef, όπως και άλλα ψυχαγωγικά σόου, ριάλιτι ή ριαλιτοειδή, είναι τηλεοπτικές πινακοθήκες χαρακτήρων: εδώ συναντάμε τον γκρινιάρη, τη φαρμακόγλωσσα, το γελαστό παιδί, τον φιλόδοξο, τον ιντριγκαδόρο. Οι σχέσεις, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι το κυρίως πιάτο και σε αυτές δίνει μεγάλο βάρος η σκηνοθεσία.
Εδώ ο κόσμος καίγεται, πνίγεται, ματώνει, δέρνεται, υποφέρει, εδώ η καταστολή και το κυβερνητικό θράσος οργιάζουν θα μπορούσε να πει κανείς, κι εμείς ασχολούμαστε με τηλεσαχλαμάρες; Ναι, ασχολούμαστε με τα πάθη, με τις τηλεζωές των άλλων για να ξεχνάμε, έστω για λίγο, τις δικές μας αγωνίες. Σίγουρα οι πρόσφυγες στο Καρά Τεπέ και τα άλλα camp δεν βλέπουν MasterChef, όμως το βλέπουν εκατοντάδες χιλιάδες έγκλειστοι που η κοινωνική ζωή και η δουλειά τους βρίσκονται σε αναστολή. Τα διατροφικά, έστω τα γαστρονομικά ήθη είναι κομμάτι του υλικού πολιτισμού κάθε εποχής, ανεξάρτητα από το αν αυτά αντιστοιχούν σε γνήσιες λαϊκές ανάγκες ή κατασκευασμένες, ανεξάρτητα από το αν προβάλλονται και επιβάλλονται μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της διαφήμισης και του κυνηγητού του κέρδους.