Νίκος Κρασάκης
Τα χθεσινά γεγονότα με την εισβολή και κατάληψη του Καπιτώλιου στις ΗΠΑ, αποτελούν ιστορικό ορόσημο ανεξάρτητα από την περαιτέρω εξέλιξη. Με συμβολικό και ουσιαστικό τρόπο στέλνεται ένα μήνυμα: Τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο σε σχέση με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας στην ηγέτιδα καπιταλιστική δύναμη του κόσμου. Το σκηνικό που στήθηκε είχε ταυτόχρονα στοιχεία από κλασσικό στρατιωτικό πραξικόπημα με συμμετοχή σημαντικών κρίκων του αστικού κράτους και των υπηρεσιών και εικόνες από το στήσιμο «πορτοκαλί» λεγόμενων επαναστάσεων «λαϊκής συμμετοχής», που κατά καιρούς έχουν στηρίξει οι ΗΠΑ.
Η κατάλυση των κοινοβουλευτικών θεσμών τέθηκε πλέον ορατά, όχι ως πιθανότητα, αλλά ως πραγματική εικόνα και μάλιστα σε live εκτέλεση.
Είχε προηγηθεί η ρητορική Τραμπ περί νοθείας και σχετική μεθοδική προετοιμασία, αλλά και δημόσια αναγγελία. Αλλά είχε επίσης υπάρξει το προηγούμενο της αστυνομικής ένοπλης βίας κατά των αντιρατσιστών διαδηλωτών την άνοιξη μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ με δεκάδες νεκρούς, οι προστατευμένες επίσης ένοπλες δράσεις των ακροδεξιών ομάδων στο δρόμο, επίσης με θύματα, η εμφάνιση της εθνοφρουράς σε πλατείες και δρόμους, αλλά και η ανοιχτή προειδοποίηση του Τραμπ, ότι θα κατεβάσει το στρατό στους δρόμους ενεργοποιώντας νόμο «κατά των ανταρσιών» από το 1807! Είναι επίσης βέβαιο ότι πολλά από αυτά που θα ακολουθήσουν, αν και θα περισσεύουν οι ύμνοι για τη «δημοκρατία που νίκησε», θα σφραγίζονται από τη χρησιμοποίηση της «σιδερένιας φτέρνας» του κράτους, τη νομιμοποίηση του αυξημένου ρόλου του στρατού, την χωρίς δισταγμό χρήση αστυνομικών πυρών και τα διατάγματα «έκτακτης ανάγκης» να βρίσκονται «παρά πόδα».
Όλα αυτά δεν αφορούν μόνο τον Τραμπ και γενικά τη ρατσιστική, χριστιανική ακροδεξιά των ΗΠΑ. Μην μας διαφεύγει ότι ο Τραμπ εκλέχτηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ το 2016, κυβέρνησε τέσσερα χρόνια (με αντιθέσεις είναι αλήθεια) και έχασε το Νοέμβρη, λαμβάνοντας ωστόσο 74 εκατομμύρια ψήφους, ως επικεφαλής του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, δηλαδή του ενός εκ των δύο επίσημων αστικών πυλώνων του συστήματος. Και όλα αυτά, την ίδια στιγμή που στις μεγαλύτερες αστικές δημοκρατίες και ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες του κόσμου, ο Τραμπισμός είτε εκλέγει κυβερνήσεις τύπου Μπολσονάρου στη Βραζιλία και Μόντι στην Ινδία, είτε άμεσα ή έμμεσα διαμορφώνει την ατζέντα των πολιτικών εξελίξεων όπως στη Βρετανία του Τζόνσον, αλλά και τη Γερμανία με την ΑfD και τη Γαλλία με την Λεπέν. Αλλά και στην Ελλάδα δεν είναι αμελητέα η επίδραση του τραμπισμού, ιδιαίτερα στη ΝΔ αλλά και σε κύκλους των δυνάμεων του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου».
Η εκφυλιστική πορεία της αστικής δημοκρατίας είναι σχεδόν σύγχρονη με την μετάβαση των καπιταλιστικών οικονομιών σε κρισιακή κατάσταση στασιμότητας, υψηλής ανεργίας, αυξανόμενης κοινωνικής ταξικής πόλωσης, όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών και ενίσχυσης των πολεμικών ανταγωνισμών και κινδύνων.
Η θρηνωδία για την «έκπτωση» της αστικής δημοκρατίας συσκοτίζει την πραγματικότητα
Η θρηνωδία για την «έκπτωση» της αστικής δημοκρατίας που υποτίθεται πως αποτελεί -και μάλιστα στη συγκεκριμένη μορφή της Δύσης- συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας της αγοράς συσκοτίζει την πραγματικότητα. Η ανάγκη της αχαλίνωτης και αιώνιας κερδοφόρας αγοράς, που αποτελεί συστατικό νόμο του καπιταλισμού, έχει βρεθεί σε αναγκαστικό και μόνο γάμο με την κατοχύρωση κάποιων λαϊκών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Κι αυτό με το πιστόλι στον κρόταφο, στο βαθμό που το κεφάλαιο υποχρεώθηκε ιστορικά από τις εργατικές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα, σε συνδυασμό με την επιδίωξη πολιτικής διαχείρισης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Στην εποχή των «ισχνών αγελάδων» για την καπιταλιστική οικονομία, όλο και περισσότερο η δημοκρατία προσλαμβάνεται ως πολυτέλεια, η δε ειρήνη ως εκδήλωση αδυναμίας που δεν ταιριάζει σε ισχυρούς.
Οι ΗΠΑ, ως ηγετική δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού, διατρέχεται έντονα από αυτήν την τάση, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης και των τομέων της οικονομίας της. Σε φθίνουσα οικονομική πορεία, σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, διάφορες μερίδες της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, ανάλογα και με τον εσώστρεφο ή διεθνή προσανατολισμό τους, αναζητούν (διαφορετικές) απαντήσεις που έχουν δύο κοινά στοιχεία.
Το πρώτο είναι η δρομολόγηση εξελίξεων στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στις ευρύτερες εργασιακές και κοινωνικές ρυθμίσεις στο εσωτερικό, που να περιστέλλουν πολιτικά τις διεκδικήσεις τους κόσμου της εργασίας, «ζηλεύοντας» εδώ το πρότυπο της Κίνας, του ανερχόμενου δηλαδή αντιπάλου. Η έκρηξη του ρατσισμού, αλλά και το σιγοντάρισμα πλήθους άλλων εμφυλίων πολέμων εντός του κόσμου της εργασίας και των αποκλεισμένων, με βάση τη θρησκεία, την εθνική καταγωγή, το φύλο ή το σεξουαλικό προσανατολισμό, αξιοποιούνται μεθοδικά σε αυτήν την κατεύθυνση και δεν αποτελούν επιβιώσεις του παρελθόντος.
Η δεύτερη απάντηση αφορά την αντιστάθμιση της (σχετικής πάντα) οικονομικής υποχώρησης των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη αξιοποίηση της πολιτικο-στρατιωτικής υπεροχής της, με ενεργότερο ρόλο όλο και περισσότερο για τα συμφέροντα των ίδιων των ΗΠΑ, ακόμη και με σχετική υποβάθμιση της έγνοιας για το ΝΑΤΟ ή τους λοιπούς συμμάχους.
Αν ο ακραίος τυχοδιωκτισμός πίσω από την κίνηση κατάληψης του Καπιτώλιου αποτελεί σοβαρή κλιμάκωση σε ότι αφορά το ζήτημα της εσωτερικής δημοκρατίας στις ΗΠΑ, ένας αντίστοιχος τυχοδιωκτισμός με μια πυρηνική επίθεση στο Ιράν (όχι απαραίτητα από τον Τραμπ) είναι επίσης στο τραπέζι και τότε το πρώτο θα φαίνεται ως επεισόδιο μικρής σημασίας!
Οι λεπτομέρειες δεν είναι ποτέ χωρίς σημασία. Το Καπιτώλιο έχει ένα αυτοτελές σώμα αστυνομικής προστασίας με 2.300 ένοπλο προσωπικό και ένα προϋπολογισμό 400 εκατομμύρια δολάρια. Η σχεδόν απροθυμία στην καταστολή της εισβολής (από μια συγκέντρωση σχετικά μικρή), είναι ενδεικτική των προβληματισμών και των τάσεων που υπάρχουν στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας για το τι δέον γενέσθαι στη χώρα. Το ίδιο δείχνει και η πρωτοφανής δήλωση δέκα πρώην υπουργών Άμυνας της χώρας λίγες μέρες πριν που καλούσε το στρατό να μην εμπλακεί. Η άνεση με την οποία κινήθηκαν οι καταληψίες προδίδει την πεποίθησή τους ότι όπως και να έχει δεν πρόκειται να τιμωρηθούν, ενώ έχει τη σημασία του το γεγονός ότι οι έως τώρα τουλάχιστον συλλήψεις αφορούν την παραβίαση της απαγόρευσης κυκλοφορίας και την οπλοφορία χωρίς άδεια και όχι την κατάληψη του Καπιτώλιου. Οι Ρεπουμπλικάνοι ως κόμμα συνολικά, ενώ δεν ταυτίζονταν με τις τρέλες του Τραμπ, τις σιγοντάριζαν προσεκτικά και ως το τέλος ακροβατούσαν ελπίζοντας κάποιοι σε μια επιτυχή έκβαση της επιχείρησης που αυτός (όχι μόνος του και όχι μόνο μέσω twitter) συντόνιζε. Στις συνθήκες αυτές, δεν πρέπει να αποτελεί εντύπωση ούτε η άνεση με την οποία ο Τράμπ δηλώνει «εμείς είμαστε το κόμμα του νόμου και της τάξης», ούτε η ψοφοδεής στάση του Μπάιντεν που ενώ είχε πίσω τους μια σαφή και νωπή εκλογική νίκη, διστακτικά, με καθυστέρηση ωρών, απλά παρακάλεσε τον Τραμπ να βγει στην τηλεόραση και «να κάνει το σωστό».
Ο δήθεν δημοκρατικός συστημισμός των Δημοκρατών και ο δήθεν αντισυστημικός λαϊκισμός των Τραμπιστών προσέχουν ως κόρη οφθαλμού το πως θα αποφύγουν τον κίνδυνο η ρωγμή που υπάρχει στο αστικό στρατόπεδο να αποτελέσει σημείο διαμόρφωσης μιας λαϊκής κοινωνικής δυναμικής
Ο δήθεν δημοκρατικός συστημισμός των Δημοκρατών και ο δήθεν αντισυστημικός λαϊκισμός των Τραμπιστών προσέχουν ως κόρη οφθαλμού το πως θα αποφύγουν τον κίνδυνο η ρωγμή που υπάρχει στο αστικό στρατόπεδο να αποτελέσει σημείο διαμόρφωσης μιας λαϊκής κοινωνικής δυναμικής που θα αποδείξει την γύμνια και των δύο, ως εκφραστών μιας επιθετικής αστικής πολιτικής. Υπηρετούν το πνεύμα Ομπάμα ο οποίος πέντε χρόνια πριν, όταν αναλάμβανε τότε ο Τραμπ που είχε κατατρομάξει μετανάστες, γυναίκες, εργάτες και φτωχούς, έσπευδε να καθησυχάσει δηλώνοντας πως η αντιπαράθεση Δημοκρατικών και Ρεμπουπλικάνων «είναι πάντα εντός των τειχών».
Μια ματιά στη σύνθεση της Γερουσίας και της Βουλής Αντιπροσώπων όπου η συντριπτικότατη πλειοψηφία είναι μεγιστάνες του πλούτου, απόστρατοι στρατιωτικοί, πρώην αξιωματούχοι της CIA, σύμβουλοι και ατζέντηδες πολυεθνικών ορυκτών καυσίμων και ψηφιακών γιγάντων, πείθουν για την ωμή αλήθειά του.
Τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι ο Τραμπισμός (με ή χωρίς Τραμπ), δεν αποτελεί κάτι καινούργιο και ποιοτικά διαφορετικά. Ακριβώς το αντίθετο! Συνιστά τομή και σοβαρό όχημα/εργαλείο για την ποιοτική κλιμάκωση της διαρκούς αντεργατικής, πολεμικής και αντιδημοκρατικής εκστρατείας και των τομών που επιχειρεί ο κόσμος του κεφαλαίου. Μόνο που αυτό θα πρέπει να το κατανοήσουμε ως τέτοιο, δηλαδή ως μορφή της αστικής επιθετικότητας και άρα με ζητούμενο την όρθωση μιας εργατικής κομμουνιστικής πολιτικής απέναντί της και όχι αντίστροφα, δηλαδή ως μια ακόμη καταστρεπτική οδό υποταγής στο λεγόμενο αστικό δημοκρατικό πόλο έναντι του «μεγαλύτερου κινδύνου».