Διονύσης Ελευθεράτος
Ενημέρωση: Σαν σήμερα 25η Νοεμβρίου έφυγε από τη ζωή ο Ντιέγκο Μαραντόνα, με διαφορά ακριβώς τεσσάρων ετών με τον καλό του φίλο Φιντέλ Κάστρο που έφυγε την ίδια μέρα.
▸ Ποτέ άλλοτε ο θάνατος ενός πρώην ποδοσφαιριστή δεν προκάλεσε τόσο έντονη συγκίνηση, τόσο «οικουμενική», τόσο αισθητή ακόμη και σε «κόσμους» που δεν έχουν άμεση σχέση με το άθλημα.
Συμβαίνει, όμως, από τη στιγμή της «αναχώρησης» του Μαραντόνα. Διότι το «φαινόμενο Ντιέγκο» είναι μοναδικό… Τι τον έκανε μοναδικό, πέραν φυσικά της ποδοσφαιρικής ιδιοφυίας και αξίας του Ντιέγκο, που άλλαξε τις «σταθερές» της μπάλας στη δεκαετία του 1980; Σε τελική ανάλυση, ήταν η ξεχωριστή προσωπικότητα ενός ανθρώπου ο οποίος δεν σταματούσε να μάχεται. Κι ήταν πολλοί οι αντίπαλοι και οι εχθροί του, αθροιστικά, μέσα κι έξω από τα γήπεδα. Διαφορετικοί μεταξύ τους, από κόσμους «ανισόπεδους», αλλά πάντως πολλοί. Και αρκετοί από αυτούς, ύπουλοι… Οι δαίμονές του, τα πάθη του. Οι αντίπαλοι-«κλαδευτήρια». Η γραφειοκρατία και τα διευθυντήρια του ποδοσφαίρου που τον απεχθάνονταν –κι είχαν τους λόγους τους. Αλλά και τα πολιτικά «διευθυντήρια», της κοινωνικής αδικίας, της επιβολής, της κυριαρχίας «των πάνω».
Αυτά, τα τελευταία, θα μπορούσε και να μην τα έχει ενοχλήσει καθόλου, ο Μαραντόνα. Θα μπορούσε να έχει θέσει ως «ταβάνι» των ανταρσιών του την επικράτεια της FIFA, της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. Θα μπορούσε, επίσης, να αποδεχθεί το αξίωμα του υπουργού Αθλητισμού της Αργεντινής, κρατώντας τον αντικομφορμισμό του παρελθόντος ως ανάμνηση κάποιων εποχών «ανωριμότητας». Θα μπορούσε να «μαλακώσει» (με το αζημίωτο), να γίνει ένα «πεκινουά» πολιτικών και κυβερνητικών σαλονιών, όπως ο Πελέ.
Θα μπορούσε; Ναι, αν έπαυε να είναι ο Μαραντόνα! Αλλά δεν το ήθελε, δεν το άντεχε. Κι η ασταμάτητη λατρεία προς το πρόσωπό του εμπεριείχε ανέκαθεν ένα φόρο τιμής, μια μεγάλη αναγνώριση στο ίνδαλμα που δεν έπαψε ποτέ να είναι ο εαυτός του. Στον μύθο που δεν καταδέχθηκε να αναζητήσει τη διατήρηση της λάμψης του σε κώδικες ξένους προς το σύστημα αξιών του ή ακόμη και προς τις παρορμήσεις του.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Ίσως το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, στο Μεξικό –αλλά όχι για τον προφανή λόγο, ότι έχει μείνει στην ιστορία ως «το Μουντιάλ του Μαραντόνα». Για κάτι άλλο, που δεν είναι πολύ γνωστό: Για το «μίνι αντάρτικο» που οργάνωσε τότε ο Ντιέγκο, με τον συμπατριώτη του Χόρχε Βαλντάνο και μερικούς ακόμη ποδοσφαιριστές, εναντίον μιας απόφασης την οποία είχε λάβει η Televisa. Την εταιρεία, δηλαδή, η οποία ουσιαστικά «έκανε κουμάντο» στη συγκεκριμένη διοργάνωση και αποφάσισε να διεξαχθούν τα σημαντικότερα ματς του Μουντιάλ το καταμεσήμερο (κάτω από τον μεξικάνικο ήλιο, κάτι που όλοι αντιλαμβάνονται τι βασανιστήριο και πόσο επικίνδυνο για την υγεία των παικτών ήταν), ώστε να «πέφτουν» πάνω στις ζώνες υψηλής τηλεθέασης στην Ευρώπη. Μόνο που τα «αφεντικά της μπάλας», κατά την έκφραση του Εντουάρντο Γκαλεάνο, κάτι τέτοια δεν τα συγχωρούν.
Ο Ντιέγκο εξοβελίστηκε από το Μουντιάλ του 1994 (ΗΠΑ), επειδή διαπιστώθηκε ότι είχε καταναλώσει εφεδρίνη. Δεν έπαψε να κατηγορεί τη FIFA ότι αρνήθηκε να εξετάσει το κοκτέιλ των ουσιών που ανιχνεύθηκαν, κάτι το οποίο –σύμφωνα με τον ίδιο– θα αποδείκνυε πώς είχαν τα πράγματα: «Τελείωσαν τα συμπληρώματα διατροφής που κατανάλωνα στην Αργεντινή κι έτσι προμηθεύτηκα τα ίδια από τις ΗΠΑ. Ήταν παρόμοια, αλλά τα αμερικανικά εμπεριείχαν ορισμένα βότανα κι ελάχιστη εφεδρίνη». Ο Ντιέγκο επικαλέστηκε γνωματεύσεις γιατρών στην Αργεντινή, χαρακτήρισε τους ταγούς του παγκόσμιου ποδοσφαίρου (Χαβελάντζε, Μπλάτερ, Γιόχανσον) «βρομιάρηδες δεινόσαυρους, βυθισμένους στα περιττώματά τους», αλλά τον εξοβελισμό δεν τον απέφυγε.
Θα μπορούσε να έχει θέσει ως «ταβάνι» της ανταρσίας του την επικράτεια της FIFA, να έχει γίνει ένα «πεκινουά» πολιτικών και κυβερνητικών σαλονιών, όπως ο Πελέ. Αλλά τότε δεν θα ήταν ο Μαραντόνα!
Έλεγε αλήθεια για το συμβάν; Ουδείς γνωρίζει. Το βέβαιο είναι ότι η FIFA επέδειξε εναντίον του, «σαν έτοιμη από καιρό», υπέρμετρο ζήλο, έστω και αν σε άλλες περιπτώσεις «σφύριζε αδιάφορα» παρ’ ότι επρόκειτο για πολύ «ηχηρότερες» υποθέσεις αναβολικών. Όπως το 1987, όταν εκδόθηκε το βιβλίο του τερματοφύλακα της Δυτικής Γερμανίας, Τόνι Σουμάχερ, ο οποίος περιέγραφε –σ’ αυτό– τη γερμανική ομάδα που είχε λάβει μέρος στο Μουντιάλ του 1986 περίπου ως μια έμψυχη, κινούμενη φαρμακοβιομηχανία. Ο Σουμάχερ έγραψε για απίστευτες ποσότητες ενέσεων και χαπιών, καθώς και για ένα μεταλλικό νερό που προκαλούσε διάρροιες. «Ίδρωσε το αφτί» του ποδοσφαιρικού «διευθυντηρίου»; Καθόλου –ίδρωσε όμως ο Σουμάχερ, μέχρι να βρει δουλειά στην Τουρκία. Διότι μετά την έκδοση του βιβλίου του έχασε τη θέση του στην εθνική ομάδα της χώρας του, αλλά και στο σύλλογό του, την Κολωνία…
Γενικά, το’ χε η μοίρα του Ντιέγκο να συγκρούεται με «ποταμούς» υποκρισίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, θέλησε να επισκεφθεί με το παιδί του τη Ντίσνεϊλαντ, αλλά οι αμερικανικές αρχές του απαγόρευσαν την είσοδο, επικαλούμενες την καταδίκη του για χρήση κοκαΐνης. Κι ας «είχε ο κόσμος τούμπανο» πως ακριβώς η ουσία αυτή αποτελούσε ένα είδος «ανεπίσημου αναβολικού» στο ΝΒΑ, το αμερικανικό επαγγελματικό μπάσκετ…
Ντιέγκο, ο αθυρόστομος, ο αυθεντικός, ο «ατακαδόρος», ο αχαλίνωτος. Ντιέγκο, με τη μορφή του Τσε στο μπράτσο. Ντιέγκο, ο φίλος της Κούβας, του Φιντέλ, των Τσαβίστας. Ντιέγκο, ο «αδελφός» των κατατρεγμένων (στις αρχές των ‘90 έκανε το λάθος να υποστηρίξει, στην Αργεντινή, τον Κάρλος Μένεμ, αλλά τον αποκήρυξε όταν διαπίστωσε ποια πολιτική εφήρμοζε). Ντιέγκο, ο δημοφιλέστερος ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα, όπως τον ανέδειξε εκείνη η διαδικτυακή παγκόσμια ψηφοφορία, στο «Μιλένιουμ» (το φυσούσαν και δεν κρύωνε οι χαρτογιακάδες του «διευθυντηρίου»). Ντιέγκο, η υπερηφάνεια της Νότιας Αμερικής και της Νότιας Ιταλίας. Ντιέγκο, ο απαράμιλλος.
Έτσι θα τον θυμάται ο πλανήτης όλος. Και θα τον θυμάται για πάντα!