Έφη Καραχάλιου
Μετά από πολυήμερες μαζικές και μαχητικές διαδηλώσεις στη Βαρσοβία και άλλες πόλεις, η αντιδραστική κυβέρνηση της Πολωνίας αναγκάστηκε να «παγώσει» τον επίμαχο νόμο, τον οποίο επέβαλαν, ανάμεσα στους άλλους, η Καθολική Εκκλησία και η ακροδεξιά.
Δυο εβδομάδες μετά την ψήφιση ενός σκοταδιστικού νόμου στην Πολωνία που ουσιαστικά απαγορεύει την άμβλωση, η κυβέρνηση της χώρας αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί και να «παγώσει» την εφαρμογή του, στο φόντο μαζικότατων κινητοποιήσεων. Αυτή η εξέλιξη δεν αποτελεί παρά μια απροσδόκητη νίκη για το φεμινιστικό κίνημα, που έδειξε την ισχύ του στο δρόμο σε μια συντηρητική χώρα με έντονο το στοιχείο του καθολικισμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που η πρόταση νόμου προήλθε από το κυβερνόν εθνικιστικό Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS), που επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση με τις απαγορεύσεις των συναθροίσεων εξαιτίας της πανδημίας.
Υπενθυμίζεται ότι η ίδια πρόταση είχε κατέβει για πρώτη φορά το 2016 αλλά μπλοκαρίστηκε και τότε στο δρόμο μέσα από μαζικές απεργίες γυναικών. Στην πραγματικότητα, επίσης, η ισχύουσα από το 1993 νομοθεσία είναι εξαρχής περιοριστική, καθώς προστατεύει τη ζωή του εμβρύου και επιτρέπει τον τερματισμό της εγκυμοσύνης μόνο σε τρεις περιπτώσεις: Πρώτον, εάν η εγκυμοσύνη αποτελεί απειλή για τη ζωή ή την υγεία της εγκύου, δεύτερον στην περίπτωση που οι προγεννητικές διαγνώσεις ή άλλες ιατρικές εξετάσεις δείχνουν υψηλή πιθανότητα για σοβαρή ή αμετάκλητη βλάβη του εμβρύου ή ανίατη ασθένεια που απειλεί τη ζωή του και τρίτον, εφόσον η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα αξιόποινης πράξης, όπως βιασμού ή αιμομιξίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επιτροπή που είχε συγκληθεί τότε για να προετοιμάσει το επίμαχο νομοσχέδιο συμμετείχαν και μέλη της Επισκοπής, καθώς η Καθολική Εκκλησία προσπάθησε να ανακτήσει την επιρροή της στον κρατικό μηχανισμό μετά την περιθωριοποίησή της και την επικράτηση του κοσμικού δόγματος στην Πολωνική Λαϊκή Δημοκρατία μέχρι το 1989. Συγκεκριμένα, η οργάνωση Αλληλεγγύη (Solidarność), που συνέβαλλε καθοριστικά στην ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος τη δεκαετία του 1980, συγκροτήθηκε γύρω από τον επαναπροσδιορισμό της «πολωνικότητας», η οποία συντελείται μέσω της συνέχισης και τήρησης των παραδόσεων και των θεσμών, όπως ο καθολικισμός και η Εκκλησία. Έτσι, σύμφωνα με τη νέα μυθολογία που ανέπτυξαν, ο αφανισμός του έθνους συντελέστηκε κατά την περίοδο του κομμουνισμού, καθώς ήταν ένα πολιτικό σύστημα που «επιβλήθηκε» στους Πολωνούς από έναν «ξένο εισβολέα».
Έτσι, ακόμα και σήμερα, οι Πολωνές αναγκάζονταν να καταφεύγουν στη Γερμανία, στη Σλοβενία ή σε άλλες γειτονικές χώρες για να κάνουν εκτρώσεις. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτές γίνονταν παράνομα εντός της χώρας, οδηγώντας στην άνθηση μιας εκτός νόμου «βιομηχανίας» εκτρώσεων. Μετά την ανακοίνωση, ωστόσο, του τελευταίου επίμαχου νόμου στις 23 Οκτωβρίου, που απαγόρευε την έκτρωση ακόμα και σε περίπτωση δυσμορφίας του εμβρύου, επικράτησε αντανακλαστικά ένα εξεγερσιακό κλίμα στη χώρα, βάζοντας και την Εκκλησία στο στόχαστρο, με ακτιβιστές να εισβάλλουν στο εσωτερικό των ναών και να διακόπτουν τη λειτουργία, να κάνουν γυμνές διαμαρτυρίες και να σχεδιάζουν γκράφιτι. Την ίδια στιγμή, ακροδεξιοί ανέλαβαν να «υπερασπιστούν» την πίστη και δημιούργησαν ομάδες κρούσης που εξαπέλυαν επιθέσεις στους/στις διαδηλωτές/διαδηλώτριες. Ο δε πρόεδρος της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα, κατήγγειλε «την προσβολή στο θρησκευτικό αίσθημα και τη βεβήλωση χώρων λατρείας», ενώ ο επικεφαλής του PiS, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, χαρακτήρισε όσους διαμαρτύρονταν για τα αυτονόητα «εγκληματίες». Τελικά, μετά από καθημερινές διαδηλώσεις και με αποκορύφωμα το βράδυ της Παρασκευής 30 Νοεμβρίου, όταν 150.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στη Βαρσοβία, ενώ τα τοπικά μέσα μιλούν για 430.000 άτομα που συμμετείχαν συνολικά σε 400 διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα μετά την ανακοίνωση, αψηφώντας τα περιοριστικά μέτρα λόγω πανδημίας.
Το ζήτημα που πάντα προέτασσε το φεμινιστικό κίνημα για αυτοδιάθεση των σωμάτων ανοίγει εμφατικά για την πολωνική κοινωνία, συμπαρασύροντας μια σειρά αιτημάτων για τις θηλυκότητες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και καταδικάζονταν κυβέρνηση και Εκκλησία. Ο ηθικός πόλεμος και η πειθάρχηση των σωμάτων αποτελεί μία μόνο πτυχή της πατριαρχικής αντίληψης του κράτους, που πολλές φορές περιβάλλεται από ψευδοεπιστημονικό και συναισθηματικά χρωματισμένο λόγο. Η καμπάνια στην Ελλάδα «Αφήστε με να ζήσω», η οποία στηρίχθηκε από συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους, αλλά και η απόφαση της Ιεράς Συνόδου για εορτασμό της ημέρας «αγέννητου παιδιού» είναι ενδεικτικό παράδειγμα του πώς η θρησκεία ενισχύει το ιδεολόγημα της «πυρηνικής» οικογένειας και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Τέλος, το φεμινιστικό κίνημα πρέπει να υπερασπιστεί το δικαίωμα στην ελεύθερη και συνειδητή μητρότητα μέσα από το αίτημα για ασφαλείς και δωρεάν εκτρώσεις.