του Κώστα Κρεμμύδα
Ποια ενοχικά σύνδρομα ή ποιοι μηχανισμοί προπαγάνδας καλλιεργούνται τόσο ώστε να εξασφαλίζεται η ανοχή της κοινής γνώμης, η πεποίθησή της για συνενοχή του πολιτικού συστήματος κι επομένως απουσία κάθε έννοιας δικαίου και άρα (μοιρολατρική) αποδοχή κάθε κρατικής βαναυσότητας, διαφθοράς, κακοδιοίκησης;
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Φερνάντο Πεσόα
Τέτοια νιάτα, και να κρατούν το τιμόνι οι πιο άψυχοι άνθρωποι που έβγαλε ποτέ ο τόπος. Τι κατάρα.
Γιώργος Σεφέρης
Κοντά 50 χρόνια κι ακόμα βαραίνουν στη συνείδησή μου οι εικόνες του Γεωργίου Παπαδόπουλου ν’ απευθύνει τις γνωστές ελληνικούρες του σε λαοθάλασσα στην κεντρική πλατείας της Λάρισας. Το γεγονός της υποδοχής ενός δικτάτορα δεν σηματοδοτεί βεβαίως ακροδεξιές απόψεις για ένα λαό. Όπως και η συνεχιζόμενη αγριότητα των αστυνομικών δυνάμεων δεν επιτρέπει το συσχετισμό μιας εκλεγμένης κυβέρνησης με πραξικοπηματίες. Τι είναι όμως αυτό που αμβλύνει τα αντανακλαστικά μιας κοινωνίας για ν’ αποδεχτεί (αδιαμαρτύρητα;) τη μετατροπή των προορισμένων στη διαφύλαξη της τάξης σε «όργανα καταστολής»; Τι διαμορφώνει α πριόρι τους ρόλους διώκτη και διωκόμενου και μάλιστα την παραδοχή ότι στους κανόνες μιας δημοκρατίας οι πολίτες χτυπιούνται, κυνηγιούνται και εξευτελίζονται (στην καλύτερη) ή οδηγούνται στο θάνατο (στη χειρότερη) – για να θυμηθούμε το διαδηλωτή του ΠΑΜΕ στο Σύνταγμα Δ. Κοτσαρίδη που πέθανε στις 20 Οκτώβρη 2011 μέσα σε χημικά και δακρυγόνα. Πώς φτάνει να εμπνέει, 41 χρόνια μετά, η αποτρόπαιη πράξη του Ευαγγ. Σδράκα –γνωστότερου ως «πρύτανη των τανκς– τον σύγχρονό του Θ. Φορτσάκη;
Και κατ’ επέκταση ποια ενοχικά σύνδρομα ή ποιοι μηχανισμοί προπαγάνδας καλλιεργούνται τόσο ώστε να εξασφαλίζεται η ανοχή της κοινής γνώμης, η πεποίθησή της για συνενοχή του πολιτικού συστήματος κι επομένως απουσία κάθε έννοιας δικαίου και άρα (μοιρολατρική) αποδοχή κάθε κρατικής βαναυσότητας, διαφθοράς, κακοδιοίκησης… Απ’ τις οφ σορ και τα εξοπλιστικά μέχρι τις απολύσεις, τα χαράτσια, την αστυνόμευση του πανεπιστημίου, τη διάλυση της υγείας και της κοινωνικής συνοχής.
Νομίζω ότι δύο στοιχεία βαραίνουν στην κρίση και την ακρισία/παθητικότητά μας:
Πρώτον, η πλήρης ταύτιση με τα εκάστοτε καθεστώτα και τους μηχανισμούς εξουσίας του συνόλου της ηγεμονεύουσας τάξης – ανεξάρτητα της ποιοτικής εξέλιξής της στο χώρο και στο χρόνο. Γιατί μπορεί να είναι άλλη η πολιτική συγκρότηση του πατρός Μητσοτάκη από του υιού Κυριάκου ή του Αδώνιδος ή η διακηρυκτική βάση του ΠΑΣΟΚ από την κατάληξη στο μόρφωμα Βενιζέλου, αλλά οι συνέπειες παραμένουν ίδιες.
Φαινόμενο διαχρονικό, η συναλλαγή που, σε όλες τις κλιμακώσεις της, συναντήσαμε επαναλαμβανόμενη από τη μεταξική δικτατορία μέχρι την πρόσφατη κρίση. «Αυτό θα μπορούσε να μοιάζει παράδοξο σε όποιον πιστεύει ακόμη, αφελώς, ότι υπάρχουν παράδοξα σε τούτο τον κόσμο» ξεκόβει τις απορίες μας ο Πεσόα.
Ο Σεφέρης (στενός συνεργάτης του Θεολ. Νικολούδη, υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού της 4ης Αυγούστου, και Εθνικής Προνοίας στην κυβέρνηση Τσουδερού, όπου κατ’ απαίτηση των Άγγλων συμμετείχαν κι άλλοι τέσσερεις δικτατορικοί υπουργοί σηματοδοτώντας τη συνέχεια της εξουσίας!), εμφανίζεται περισσότερο αποκαλυπτικός και καυστικός ακόμα κι έναντι της τάξης του: «Ο υπουργός λογαριάζει πώς θα κουβαλήσει τις 15 τόσες κασέλες του, υπηρέτριες και τα ρέστα. Για την Υπηρεσία δεν φροντίζει κανείς. Ο συγχρωτισμός μ’ αυτούς τους ανθρώπους μου φέρνει σηψαιμία. […] Οι υπουργοί φριχτά πρόσωπα. Ο καθένας είναι μια ιδιωτική υπόθεση ζωγραφισμένη στη φυσιογνωμία του. Συνάδελφοι του υπουργείου Εξωτερικών συζητούν τι θα ήταν καλύτερο για την προαγωγή τους (!), ν’ ακολουθήσουν την κυβέρνηση ή όχι. […] Οι στρατηγοί του ελληνικού στρατού –ποιες είναι οι εξαιρέσεις;– προδότες. Αυτοί που βρίζουν τώρα το καθεστώς του Μεταξά, τίνος άνθρωποι ήτανε και ποιος τους ανέδειξε; Θα καταδιώξουν, λέει ο σταθμός της Αθήνας, τους καταχραστές της 4ης Αυγούστου. Ποιοι θα τα κάνουν αυτά; – Οι χειρότεροι άνθρωποι της 4ης Αυγούστου. Σε πιάνει η βρώμα απ’ το λαιμό». (Μέρες Δ΄, 1.1.1941-31.12.1944, σελ. 55-83).
Ακόμη ηχεί στ’ αφτιά μου το χτύπημα του χεριού του Παπαδόπουλου στην Ακαδημία Αθηνών, ενώπιον των πρυτανικών αρχών του Καποδιστριακού, βεβαιώνοντας πως θα πατάξει τους καταχραστές του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που για χάρη της Ελλάδας αναγκάστηκε να ανατρέψει.
Και τότε και σήμερα σιωπή από πρυτανικές αρχές, Ακαδημία, επιστημονικές ενώσεις (συνταγματολόγων, ποινικολόγων, δικαστών & εισαγγελέων), από τον επιφορτισμένο με βαρύνοντα ρόλο ΔΣΑ, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η παραμικρή αντίδραση για τη συνεχιζόμενη συστηματική καταπάτηση κάθε έννοιας δικαίου και των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Η διαφωνία ακόμα και του συνταγματολόγου Αντ. Μανιτάκη (ΔΗΜΑΡ) εστιαζόταν στον αριθμό των απολύσεων των δημόσιων υπαλλήλων και όχι στη συνταγματική εκτροπή. («Υπάρχει πάντα τρόπος για έναν πατριώτη να κάνει το χρέος του» έλεγε ο διπλωμάτης Αλ. Κύρου που θα παρέμενε στην κατοχική Αθήνα λόγω και των σχέσεών του με το Βερολίνο (Μέρες Δ’, σ. 63).
Με τη λήξη του πολέμου οι κυβερνήσεις Ελλάδας – Μ. Βρετανίας και ο Γεώργιος αποφάσισαν να μην αμφισβητήσουν την ισχύ και το κύρος των νόμων της Κατοχής, με τους οποίους ανέλαβε αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός γιατί «θα έθεταν αυτόματα υπό αίρεση και το αξίωμα του αντιβασιλέα που κατείχε», άρα και το θρόνο που ο τελευταίος παρέδωσε στον Γεώργιο.
Αυτή τη συναλλαγή, ενόψει εξουσίας, τρέμει ο λαός, εξ ου και η επιφυλακτικότητα και κατ’ επέκταση η ανοχή μας.